Η Κασσιανή
Η μοναχή Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε περίπου στα 810μ.Χ και συμμετείχε στην αντίσταση κατά των εικονομάχων. Η πένα της, που ήταν απαράμιλλη, συνέτεινε στο να επισκιαστούν οι σύγχρονές της υμνογράφοι- μελωδοί. Θεωρείται η πλέον επιφανής γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο. Και να σκεφτεί κανείς πως Πατριάρχες της εποχής σφετερίστηκαν τα κείμενά της και μέχρι σήμερα πιστεύουμε πως εκείνοι τα έγραψαν…Η Κασσιανή πριν γίνει μοναχή, ήταν ανάμεσα στις παρθένες ευγενικής καταγωγής που συνάντησε ο Θεόφιλος για να επιλέξει ανάμεσά τους την μέλλουσα σύζυγό του. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά) της είπε ο αυτοκράτορας, έχοντας υπόψη του την Εύα. Εκείνη είχε άποψη και την είπε: «αλλ’ ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω» του απάντησε (αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλά) έχοντας στο νου της την Παναγία.Ο Θεόφιλος προχώρησε στην επομένη και της έδωσε το μήλο. Λέγεται ότι ο έρωτάς του με την Κασσιανή δεν έσβησε ποτέ και υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με το Τροπάριο: εκείνη ήταν στη μονή και το έγραφε, οπότε έμαθε ότι έρχεται ο βασιλιάς. Όταν άκουσε τα βήματά του, έφυγε, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο. Τότε εκείνος πήρε το φτερό, το βούτηξε στη μελάνη και έγραψε επάνω στο αναλόγιό της, συμπληρώνοντας το ποίημα: «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» (ενώ ήταν στον Παράδεισο η Εύα το δειλινό, άκουσε κρότο και κρύφτηκε από φόβο). Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της.Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: “«H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Το τροπάριο
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, ότι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Απόδοση Φώτη Κόντογλου
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.
Η μοναχή Κασσιανή, ή Κασσία, ή Ικασία, γεννήθηκε περίπου στα 810μ.Χ και συμμετείχε στην αντίσταση κατά των εικονομάχων. Η πένα της, που ήταν απαράμιλλη, συνέτεινε στο να επισκιαστούν οι σύγχρονές της υμνογράφοι- μελωδοί. Θεωρείται η πλέον επιφανής γυναίκα μελωδός στο Βυζάντιο. Και να σκεφτεί κανείς πως Πατριάρχες της εποχής σφετερίστηκαν τα κείμενά της και μέχρι σήμερα πιστεύουμε πως εκείνοι τα έγραψαν…Η Κασσιανή πριν γίνει μοναχή, ήταν ανάμεσα στις παρθένες ευγενικής καταγωγής που συνάντησε ο Θεόφιλος για να επιλέξει ανάμεσά τους την μέλλουσα σύζυγό του. «Εκ γυναικός ερρύη τα φαύλα» (από τη γυναίκα πηγάζουν τα κακά) της είπε ο αυτοκράτορας, έχοντας υπόψη του την Εύα. Εκείνη είχε άποψη και την είπε: «αλλ’ ως εκ γυναικός πηγάζει τα κρείτω» του απάντησε (αλλά και από τη γυναίκα πηγάζουν τα καλά) έχοντας στο νου της την Παναγία.Ο Θεόφιλος προχώρησε στην επομένη και της έδωσε το μήλο. Λέγεται ότι ο έρωτάς του με την Κασσιανή δεν έσβησε ποτέ και υπάρχει ένας θρύλος σχετικός με το Τροπάριο: εκείνη ήταν στη μονή και το έγραφε, οπότε έμαθε ότι έρχεται ο βασιλιάς. Όταν άκουσε τα βήματά του, έφυγε, αφήνοντάς το μισοτελειωμένο. Τότε εκείνος πήρε το φτερό, το βούτηξε στη μελάνη και έγραψε επάνω στο αναλόγιό της, συμπληρώνοντας το ποίημα: «ων εν τω παραδείσω Εύα το δειλινόν, κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη» (ενώ ήταν στον Παράδεισο η Εύα το δειλινό, άκουσε κρότο και κρύφτηκε από φόβο). Εκείνη δεν διέγραψε τη φράση, αντίθετα συνέχισε και ολοκλήρωσε το έργο της.Κατά τον Βυζαντινολόγο Κρουμβάχερ: “«H Κασσιανή ήταν μία εξαίρετη μορφή και ότι το έργο της το διακρίνει ισχυρά πρωτοβουλία, βαθεία μόρφωσις, αυτοπεποίθησις και παρρησία. Πολύ συναίσθημα και βαθεία θεοσέβεια». Και ο Σωφρόνιος Ευστρατιάδης αναφερόμενος στο έργο της είπε : «Το χαρακτηρίζει γλυκύτης μέλους ακορέστου».
Το τροπάριο
Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σην αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, ότι νύξ μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σην δούλην παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
Απόδοση Φώτη Κόντογλου
Κύριε, η γυναίκα που έπεσε σε πολλές αμαρτίες, σαν ένοιωσε τη θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα και σε άλειψε με μυρουδικά πριν από τον ενταφιασμό σου κι έλεγε οδυρόμενη: Αλλοίμονο σε μένα, γιατί μέσα μου είναι νύχτα κατασκότεινη και δίχως φεγγάρι, η μανία της ασωτείας κι ο έρωτας της αμαρτίας. Δέξου από μένα τις πηγές των δακρύων, εσύ που μεταλλάζεις με τα σύννεφα το νερό της θάλασσας.
Λύγισε στ' αναστενάγματα της καρδιάς μου,εσύ που έγειρες τον ουρανό και κατέβηκες στη γης.
Θα καταφιλήσω τα άχραντα ποδάρια σου,και θα τα σφουγγίσω πάλι με τα πλοκάμια της κεφαλής μου·
αυτά τα ποδάρια, που σαν η Εύα κατά το δειλινό,τ' άκουσε να περπατάνε, από το φόβο της κρύφτηκε.
Των αμαρτιών μου τα πλήθη και των κριμάτων σου την άβυσσο,ποιος μπορεί να τα εξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου;Μην καταφρονέσης τη δούλη σου, εσύ που έχεις τ' αμέτρητο έλεος.