2013

O Άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ' όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τονε γιορτάσει με καθαρή καρδιά. Πέρασε από λογιών-λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ’ όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν τ’ ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κ' έφευγε πικραμένος,
γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι. Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό, και πέ­ρασε από το νεκροταφείο, κ' είδε τα κιβούρια πώς ήτανε ρη­μαγμένα, οι ταφόπετρες σπασμένες κι άναποδογυρισμένες, και τα νιόσκαφτα μνήματα είτανε σκαλισμένα από τα τσακάλια. Σαν άγιος που είτανε άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε: «Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά κ' εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο λιβάνι μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ο άγιος Βασίλης πάλι στενοχωρήθηκε κ' είπε: «Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό δε δίνουνε βοήθεια, ούτε σε πεθαμένον», και βγήκε από το νεκροταφείο, και περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια. Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που είτανε τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της είτανε μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε: «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο! ». τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακαλεστικά και χαρούμενα. Απάνω σ’ αυτά, ά­νοιξε η πόρτα και βγήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλληκάρι, με μαύρα στριφτά γένεια, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιός χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!». Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μια κούνια, που είτανε δεμένη σε δύο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι είτανε τα στρωσί­δια τους και κοιμότανε η γυναίκα του Γιάννη. αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, κ' είδε πώς είτανε γέρος σεβά­σμιος, πήρε το χέρι του και τ' ανεσπάσθηκε κ' είπε: «Νά 'χω την ευχή σου, γέροντα», και το' λέγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να 'νατανε πατέρας του. Και κείνος του είπε: «Βλογημένος νά 'σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρό­βατά σου η ειρήνη του Θεού νά 'ναι απάνω σας!».
Σηκώθηκε κ’ η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και κείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε. Κι ο άγιος Βασίλης είτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφά­λι του, και τα ράσα του είτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, κ' είχε κ' ένα παλιοτάγαρο αδειανό. Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευ­θύς, φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι. Και φα­νήκανε τα δοκάρια, σα νά 'τανε μαλαμοκαπνισμένα, κ' οι πη­τιές πού είτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, κ' οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ' άλλα τα σύνεργα που τυρο­κομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ' άλλα, τα φτωχά τα πράγματα πού 'χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος. Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια εύωδία πάντερπνη. Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε κ' έκατσε κοντά στη φωτιά κ' ή γυναίκα του 'θεσε μαξιλάρια νά ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό του και το βαλε κοντά του, κ' έβγαλε και το παλιόρασό του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγυιό του, κ' έβαλε μέσα στην κοφινέδα τα νιογέννητα τ' αρνιά, κι ύστερα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγυιός τα 'βγαλε τα’ άλλα στη βοσκή. Λιγοστά είτανε τα ζωντανά του, φτωχός είτανε ο Γιάννης, μα είτανε Βλογημένος. Κ' είχε μια χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί είτανε κα­λός άνθρωπος κ' είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε νά περάσει από την καλύβα τους, σαν νά 'τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε. για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθησε μέσα, σα νά 'τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλιά του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες κ’ οι επίσημοι ανθρώποι μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου. * * * Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάν­νης και λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ' Αη-Βασίλη. Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μια φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βά­ζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία». Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάθηκε κατά την ανατολή κ' έ­κανε το σταυρό του, ύστερα έσκυψε και πήρε μια φυλλάδα από το ταγάρι του, κ’ είπε: «Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε καί στάθηκε από πίσω του, κ’ ή γυναίκα βύ­ζαξε το μωρό και πήγε και κείνη καί στάθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χέρια. Κι ο άγιος Βασίλης είπε το « Θεός Κύρι­ος » και τ' απολυτίκιο της Περιτομής « Μορφήν άναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες », δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο πού λέγει «Εις πάσαν την γήν εξήλθεν ο φθόγγος σου». Η φωνή του είτανε γλυκειά και ταπεινή, κι ο Γιάννης κ' η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα. Κ' είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν ά­σμα Χριστώ τω Θεώ, χωρίς να πει το δικό του τον, Κανόνα, πού λέγει «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε ».
 Κ’ ύστε­ρα είπε όλη τη λειτουργία κ’ έκανε απόλυση και τους βλόγη­σε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε κι αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπητα και την έβαλε απάνω στο σο­φρά. Κι ο άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπητα, κ’ είπε: «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος κ’ έκοψε το πρώτο το κομμάτι κ’ είπε «του Χριστού» κ’ ύστερα είπε «της Παναγίας», κ' ύστε­ρα είπε «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου». Του λέγει ο Γιάννης: «Γέροντα, ξέχασες τον άη- Βασίλη!». Του λέγει ο άγιος: «Ναι, καλά ! κ’ ύστερα λέγει: «Του δούλου του Θεού Βασιλείου». Κ’ ύστερα λέγει πάλι: «Του νοικοκύρη, «της νοικοκυράς», «του παιδιού», «του παραγυιού», «των ζωντα­νών», «των φτωχών». Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλο­γημένος: «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιωσύνη σου; Του λέγει ο άγιος: «Έκοψα, Βλογημένε!» μα, ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο μακάριος. Κ’ ύστερα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος κ' είπε την ευχή του «Κύριε ο Θεός μου, οί­δα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην είσέλ­θης του οίκου της ψυχής μου».
  Κ’ είπε ο Γιάννης ο Βλογημέ­νος: «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποιά παλάτια άραγες πήγε σαν άπόψε ο άγιος Βασίλης; οι αρχόν­τοι κ’ οι βασιληάδες τι αμαρτίες νά ΄χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζό­μαστε». Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε κ' είπε πάλι την ευχή, άλλοιώτικα: «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του είσέλθης. Οτι νήπιος ύπάρχει και τα μυστηριά Σου τοις νηπίοις αποκαλύπτεται». Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος... Φώτης Κόντογλου


Δέσποινα Παντευλόγητε, Ὑπέραγνε Παρθένε, Παράδεισε Πανθαύμαστε,
 Κῆπε Καλλωπισμένε, Σέ δυσωπῶ, Πανάχραντε, χαρίτωσον τό νοῦν μου,
 κατεύθυνον τάς σκέψεις μου, φώτισον τήν ψυχήν μου. Κόρη με ποίησον ἀγνόν, πρᾶον, σεμνόν, ἀνδρεῖον, ἡσύχιον καί κόσμιον, εὐθύν, ὅσιον θεῖον, ἐπιεικῆ, μακρόθυμον, τῶν ἀρετῶν δοχεῖον, ἄμεμπτον, ἀνεπίληπτον, τῶν ἀγαθῶν ταμεῖον. Δός μοι σοφίαν, σύνεσιν καί μετριοφροσύνην, φρόνησιν καί ἁπλότητα καί ταπεινοφροσύνην. Δός μοι νηφαλιότητα, ὄμμα πεφωτισμένον, διάνοιαν ὁλόφωτον, πνεῦμα ἐξηγνισμένον. Ἀπέλασον τήν οἴησιν, τήν ὑπερηφανίαν, τόν τύφον, τήν φυσίωσιν καί τήν ἀλαζονείαν, τήν ὕβριν, τό ἀγέρωχον, τήν ὑψηλοφρονύνην, γλῶσσα μεγαλορρήμονα, ἰσχυρογνωμοσύνην.
 Τήν ἀστασίαν τήν φρικτήν, τήν περιττολογίαν, τήν πονηρίαν τήν πολλήν, καί τήν αἰχρολογίαν. Χάρισαί μοι, Πανάχραντε, τήν ἠθικήν ἀνδρείαν, τό θάρρος, τήν εὐστάθειαν, δός μοι τήν καρτερίαν. Δός μοι τήν αὐταπάρνησιν, τήν ἀφιλαργυρίαν, ζῆλον μετ’ ἐπιγνώσεως καί ἀμνησικακίαν. Δός μοι ἀκεραιότητα, εὐγένειαν καρδίας, πνεῦμα εὐθές, εἰρηνικόν, καί πνεῦμα ἀληθείας. Φυγάδευσον, Πανάχραντε, τά πάθη τῆς καρδίας, τά πολυώνυμα, Ἀγνή, τῆς ἠθικῆς δειλίας. Τήν ἀνανδρείαν τήν αἰσχράν, τό θάρρος, τήν δειλίαν, τήν ἀτολμίαν τήν δεινήν καί τήν ἀπελπισίαν.
 Ἄρον μοι, Κόρη, τόν θυμόν καί πᾶσαν ραθυμίαν, τήν ἀθυμία, τήν ὀργήν, ὡς καί τήν ὀκνηρίαν. Τόν φθόνον, τήν ἐμπάθειαν, τό μίσος, τήν κακίαν, τήν μήνιν, τήν ἐκδίκησιν καί τήν μνησικακίαν. Τήν ἔριδα τήν εὐτελῆ καί τήν πολυλογίαν, τήν γλωσσαλγίαν τήν δεινήν καί τήν βωμολοχίαν. Δός μοι, Παρθένε, αἴσθησιν, δός μοι εὐαισθησίαν. 
Δός μοι συναίσθησιν πολλήν καί εὐσυνειδησίαν. Δός μοι, Παρθένε, τήν χαράν Πνεύματος τοῦ Ἁγίου. Δός μοι εἰρήνην τῇ ψυχῇ, εἰρήνην τοῦ Κυρίου. Δός μοι ἀγάπην, ἔρωτα θεῖον, ἐξηγνισμένον, πολύν, θερμόν καί καθαρόν καί ἐξηγιασμένον. Δός πίστιν ζῶσαν, ἐνεργόν, θερμήν, ἀγνήν, ἁγίαν, ἐλπίδα ἀδιάσειστον, βεβαίαν καί ὁσίαν. Ἄρον ἀπ’ ἐμοῦ, Παρθένε, τόν κλοιόν τῆς ἁμαρτίας, τήν ἀμέλειαν, τήν μέθην, τήν ἀνελεημοσύνην, τά κακάς ἐπιθυμίας, τήν δεινήν ἀκολασίαν, γέλωτας τῆς ἀσελγείας καί τήν πᾶσαν κακουργίαν. Σωφροσύνην δός μοι, Κόρη, δός ἐγκράτειαν, νηστείαν, προσοχήν καί ἀγρυπνίαν καί ὑπακοήν τελείαν. Δός μοι προσοχήν ἐν πᾶσι καί διάκρισιν ὀξείαν, σιωπήν καί εὐκοσμίαν, καί ὑπομονήν ὁσίαν. Ἐπιμέλειαν παράσχου, Δέσποινα, πρός ἐργασίαν, πρός τελείωσιν καί ζῆλον ἀρετῶν πρός γυμνασίαν. Τήν ψυχήν μου, τήν καρδίαν καί τόν νοῦ μου, Παναγία, τήρει ἐν ἁγιωσύνῃ, φύλαττε ἐν παρθενίᾳ. ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ

Ολόκληρο το Ευαγγέλιο συνοψίζεται σε μια προτροπή του Θεού προς όλους μας : «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί»[1]. Με την ανέκφραστη σε μεγαλείο συγκατάβασή Του, ο Θεός της αγάπης εξισώνει τους ανθρώπους με τον Εαυτό Του: «Και δια τον Θεόν και δια τους ανθρώπους ισχύει το ίδιον Ευαγγέλιον, η ίδια χάρις, η ίδια αλήθεια, η ίδια δικαιοσύνη, η ίδια ζωή, η ίδια αγαθότης»[2]. «Ό τε γαρ αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός πάντες»[3].
Με άλλα λόγια, σκοπός της πνευματικής ζωής κάθε πιστού χριστιανού είναι « η επιστροφή εις την αρχικήν κατάστασιν δια της κατά φύσιν κινήσεως της ψυχής, ήτις πραγματοποιείται , δια της πράξεως των εντολών και της εργασίας των αρετών»[4].
 Κορυφαία και εξέχουσα θέση ανάμεσα στις αρετές κατέχει η αέναος προσευχή, η προσευχή που γεμίζει την ψυχή και καθιστά την ανθρώπινη φύση «επιτηδείαν κατόπιν της καθαρότητος αυτής εις το να δεχθεί και την υπερφυσικήν χάριν και ενέργειαν του Θεού»[5]. Πιο συγκεκριμένα, « η προσευχή ως προς την ποιότητά της είναι συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν και ως προς την ενέργειά της, σύστασις και διατήρησις του κόσμου, συνφιλίωσις με τον Θεόν, μητέρα των δακρύων, καθώς επίσης και θυγατέρα, συγχώρησις των αμαρτημάτων, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος που μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, η μελλοντική ευφροσύνη, εργασία που δεν τελειώνει, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, αφανής πρόοδος, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νού, πέλεκυς που κτυπά την απόγνωσι, απόδειξις της ελπίδος, διάλυσις της λύπης, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ησυχαστών, μείωσις του θυμού, καθρέπτης της πνευματικής προόδου, δήλωσις της πνευματικής καταστάσεως, αποκάλυψις των μελλοντικών πραγμάτων, σημάδι της πνευματικής δόξης που έχει κανείς. Η προσευχή είναι γι’ αυτόν που προσεύχεται πραγματικά δικαστήριο και κριτήριο και βήμα του Κυρίου, πριν από το μελλοντικό βήμα»[6]. 
Το ερώτημα όμως που τίθεται σήμερα από πολλούς πιστούς είναι: « Πώς θα ξεκινήσουμε; Πώς θα μάθουμε να σιωπούμε για ν’ αρχίσουμε ν’ ακούμε; Αντί απλά να μιλάμε στο Θεό, πώς μπορούμε να πετύχουμε μια προσευχή στην οποία ο Θεός μιλάει σε μας; Πώς μπορούμε να περάσουμε από την προσευχή των λόγων, στην προσευχή της σιωπής, από την εντατική στην αυτοενεργούμενη προσευχή, από τη δική μου προσευχή στην προσευχή του Χριστού εντός μου;»[7] Ένας τρόπος ν’ αρχίσουμε είναι η επίκληση του Ονόματος του Ιησού. Ο εξωτερικός τύπος της προσευχής αποτελείται από τις λέξεις «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ας σπεύσουμε όμως να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει αποκλειστικός τύπος. Η φράση μπορεί να συντομευθεί όπως «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» ή «Κύριε Ιησού» ή να επεκταθεί με την προσθήκη «τον αμαρτωλό» στο τέλος, υπογραμμίζοντας την πλευρά της μετανοίας. Έτσι κάθε αγωνιζόμενος πιστός είτε με τη χρήση κομποσκοινιού είτε χωρίς, (αυτό χρησιμοποιείται όχι τόσο για να μετράμε τις φορές που η προσευχή – ευχή επαναλαμβάνεται, αλλά περισσότερο σαν βοήθεια για να συγκεντρωθούμε και να πετύχουμε έναν ορισμένο ρυθμό), έχει τη δυνατότητα να προσεύχεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, εντός και εκτός του ναού, στο σπίτι, στο δρόμο, στο γραφείο κτλ. Η συχνή επίκληση του ονόματος του Ιησού εισάγει τον άνθρωπο στην παρουσία του Θεού, είναι λειτουργία εσωτερικευμένη.
 «Απαρνείται τα διαλογιστικά στοιχεία, τους λογισμούς και γίνεται μία μονάχα λέξη – μονολογία – το όνομα του Ιησού»[8]. Έτσι ο άνθρωπος μυείται με τον αμεσότερο τρόπο στην εμπειρία του αποστόλου Παύλου : «Ζώ δε ουκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός»[9]. Επιπρόσθετα, οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφερόμενοι στη σπουδαιότητα της αδιαλείπτου προσευχής, τονίζουν και τις προϋποθέσεις που τη συνοδεύουν. Η προσοχή κυρίως κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την προσευχή, η ταπείνωση, η νηστεία, η ειλικρινής συντριβή και μετάνοια, η επιμονή[10], η εγρήγορση και επαγρύπνηση, η ησυχία, (κυρίως ως τρόπος και κατάσταση και όχι ως τόπος), αποτελούν απαραίτητα εφόδια, προϋποθέσεις εξέχουσας σημασίας για να δυνηθεί ο πιστός αρχικά να αφουγκραστεί και σταδιακά να βιώσει ότι «η κλήσις του υπερκοσμίου Πατρός ελκύει ημάς. Αισθανόμεθα ότι η πλευρά εκείνη της φύσεως ημών, ήτις φέρεται προς Αυτόν, καθίσταται υπερκόσμια. Ημείς οι ίδιοι είμεθα κτίσματα, αλλά ο Κύριος Ιησούς δια της επί γης εμφανίσεώς Αυτού, της διδαχής και του υποδείγματος Αυτού, απεργάζεται ημάς ομοίους προς Αυτόν. Συντελείται εν ημίν η ομοίωσις προς τον Μονογενή Υιόν δια της εν ημίν ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος. Κατά τον τρόπον αυτόν γινόμεθα και ημείς υιοί του Υψίστου»[11]. Η νοερά προσευχή κάνει τη λαμπρότητα της Μεταμόρφωσης να διεισδύει μέσα σε κάθε γωνιά της ζωής μας. Αρχικά μεταμορφώνει τη σχέση του προσευχόμενου με τον υλικό κόσμο που τον περιβάλλει και ακολούθως με τους συνανθρώπους του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ευχή περιλαμβάνει τις δύο κύριες «στιγμές» της Χριστιανικής Λατρευτικής πράξης:
 «Τη στιγμή της προσκύνησης, της ενατένισης της δόξας του Θεού και της αναζήτησής Του με την αγάπη. Τη στιγμή της μετάνοιας, της αίσθησης της αναξιότητας και της αμαρτίας. Υπάρχει μια κυκλική κίνηση μέσα στην προσευχή, μια ακολουθία ανάβασης και επιστροφής. Στο πρώτο μισό της προσευχής ανερχόμαστε προς το Θεό «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού…» και κατόπιν στο δεύτερο μισό γυρίζουμε στον εαυτό μας με συντριβή «… ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Εκείνοι που έχουν γευθεί το δώρο του πνεύματος έχουν ταυτόχρονα συνείδηση δύο πραγμάτων· από τη μία μεριά της χαράς και της παρηγοριάς και απ’ την άλλη μεριά, της ταραχής, του φόβου και του θρήνου. Τέτοια είναι η εσωτερική διαλεκτική της νοεράς προσευχής»[12]. Ο Ιερός Χρυσόστομος παρομοιάζει την αναγκαιότητα της προσευχής για τον πιστό με την σπουδαιότητα της θάλασσας για τα έμβια όντα: « Αλλ’ ανίσως και αποστερήσης τον εαυτόν σου από την προσευχήν, έκαμες ως να ήθελες ευγάλεις (sic) το ψάρι από την θάλασσαν· Διατί καθ’ όν τρόπον ζη το ψάρι με το νερόν, τοιουτοτρόπως ζείς και σύ με την προσευχήν· και καθώς εκείνο πλέει επάνω εις το νερόν εύκολα και υπάγει όπου θέλει, ούτω και συ με την προσευχήν θέλεις περάσει τους Ουρανούς και να σιμώσεις εις τον Θεόν»[13]. Ένας από τους πιό φημισμένους Πατέρες της ερήμου, στην Αίγυπτο του 4ου αιώνα, ο Αγ. Σεραπίων ο Σινδωνίτης, ταξίδευε μια φορά για προσκύνημα στη Ρώμη. Εκεί του είπαν για μια περίφημη έγκλειστη, μια γυναίκα, που ζούσε πάντα σ’ ένα μικρό δωμάτιο, χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω. Δυσπιστώντας για τον τρόπο της ζωής της, (γιατί ο ίδιος ήταν ένας μεγάλος περιπλανώμενος), ο Σεραπίων την επισκέφθηκε και τη ρώτησε: «Γιατί κάθεσαι εδώ;» κι εκείνη του απάντησε : « Δεν κάθομαι, ταξιδεύω »[14].

Η μοναχή Αγνή μας είπε: «Το 2007 είχε έρθει στο μοναστήρι ένα αγόρι μόλις δεκαπέντε ετών, το οποίο βρισκόταν ένα βήμα πριν από το τέλος. Ήταν από την Κύπρο και πάλευε από τα πρώτα βήματά του στη ζωή με τον καρκίνο. Ο πατέρας του είχε πεθάνει και η μητέρα του προσπαθούσε να σταθεί δυνατή τόσο για τον ίδιο όσο και για τον μικρότερο αδελφό του, τον Βασίλη. Το παιδί είχε κάνει είκοσι τρεις χειρουργικές επεμβάσεις, αλλά δεν είχε γίνει τίποτε. Η κατάστασή του χειροτέρευε και έτσι οι γιατροί μεγάλου νοσοκομείου της Αθήνας είπαν στη μητέρα του ότι έπρεπε να χειρουργηθεί για ακόμη μία φορά. Δεν ήξεραν όμως αν μπορούσε να επιβιώσει από την εγχείριση, καθώς ήταν ήδη παράλυτο.
 Η μητέρα του μία ημέρα πριν ταξιδέψει για Αθήνα, είδε στον ύπνο της την Παναγιά να της λέει "μη στενοχωριέσαι. Είμαι η Παναγιά η Μαλεβή. Έλα στο σπίτι μου και ο Ανδρέας θα γίνει καλά". Η γυναίκα μόλις ξύπνησε ρώτησε τη μάνα της ποια είναι η Παναγιά η Μαλεβή, καθώς δεν τη γνώριζε. Οι γυναίκες ρώτησαν και έμαθαν ότι βρίσκεται στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κυνουρία. Έτσι, με το που έφτασε η μητέρα με το παιδί στο αεροδρόμιο, ναύλωσε ταξί και ήρθε εδώ στη μονή». Σύμφωνα με τη μοναχή αλλά και με κατοίκους του χωριού οι μοναχές και ο ταξιτζής βοήθησαν τη μητέρα να βάλει το παιδί στο αναπηρικό καροτσάκι και έπειτα το μετέφεραν στο εσωτερικό της εκκλησίας για να προσκυνήσει την εικόνα. Και μόλις τη φίλησε, η Παναγιά τον γέμισε με δύναμη. Το παιδί, όπως είπε, ένιωσε κάτι περίεργο να διαπερνά το κορμί του και έπειτα φώναξε «αφήστε με να περπατήσω».
 Η μητέρα του και όλοι όσοι βρίσκονταν δίπλα του πάγωσαν. Όλοι έκλαιγαν και ο Ανδρέας σηκώθηκε, περπάτησε και άρχισε να τρέχει. Η μοναχή Αγνή προσθέτει: «Είμαι σαράντα χρόνια στο μοναστήρι και ομολογώ ότι εκείνη τη στιγμή ένιωσα την παρουσία της Παναγιάς τόσο έντονα... Ανατρίχιασα. Ο Ανδρέας έφυγε όρθιος και μας άφησε το καροτσάκι του εδώ γιατί, όπως μας είπε, δεν το χρειαζόταν άλλο». Γιατροί που εξέτασαν τον μικρό μετά την επίσκεψή του στην Παναγιά τη Μαλεβή δεν μπορούσαν να πιστέψουν πώς αυτό το παιδί περπατούσε και δη πώς ζούσε ακόμη. Οι εξετάσεις του ακόμη και σήμερα δείχνουν τον καρκίνο στο μεγαλύτερο μέρος του σώματός του, αλλά το παιδί είναι καλά. Από τότε ο Ανδρέας και η μητέρα του επισκέπτονται μία φορά τον χρόνο το μοναστήρι και ευχαριστούν την Παναγιά.

Μην πικραίνεστε μ’ Εκείνον, από τον οποίο έχουμε και το είναι και τη ζωή και την αναπνοή και το λογικό, και όλα. Σας παρακαλώ, μην παραπονιέστε για Εκείνον, που έχει χιλιάδες φορές περισσότερο δίκαιο να παραπονεθεί για μας μπροστά στους αγγέλους και τους αγίους Του.
Ακόμα κι αν ο Κύριος δεν εκπληρώνει όλες τις προσευχές μας, εκείνες που φέρνουν στην ψυχή μας καρπό, κάνοντας τις ψυχές μας πλουσιότερες και πιο ώριμες. Αυτό είναι το μυστήριο, που γνώρισαν οι πνευματικοί εξερευνητές του εαυτού τους. Ας πούμε ότι όποιος σπέρνει το σιτάρι και προσεύχεται ο σπόρος να φέρει καρπό. Αντί καρπού φυτρώνει χορτάρι. Αυτός πάλι προσεύχεται για καρπό. Αλλά αντί του καρπού από το χόρτο μεγαλώνει καλάμι και στάχυ. Αυτός πάλι προσεύχεται για καρπό. Και τελικά, τα καλάμια γεμίζουν σιτάρι, και ωριμάζει, και πέφτει στην καρδιά του προσευχόμενου. Όλες οι πραγματικές μας προσευχές εν καιρώ θα φέρουν τον καρπό τους. Όπως λέει ο Ρώσος ποιητής Βγιαζέμσκι: Και την αίθρια ημέρα και κάτω από την καταιγίδα, κατά τη συνάντηση της ευτυχίας ή της ανάγκης να περάσει πάνω σου η σκιά του σύννεφου ή το φως των αστεριών, προσευχήσου! Προσευχήσου! Από την άγια προσευχή Ωριμάζουν μέσα μας οι μυστικοί καρποί. Ο Θεός μας όρισε την προσευχή όχι προκειμένου να μάθει τί χρειαζόμαστε- αφού γνωρίζει και πριν τη σύλληψή μας, τί θα χρειαστούμε σε κάθε λεπτό της ζωής μας- αλλά προκειμένου οι ψυχές μας , υπό τις ακτίνες της προσευχής, να μεγαλώνουν, να ευρύνονται, να υψώνονται και να ωριμάζουν. Εάν , προς στιγμή, δεν απαντά στις προσευχές , σημαίνει ότι δεν επιθυμεί να γίνει σε μας εκείνο που εμείς θέλουμε, αλλά εκείνο που Αυτός θέλει. Σ’ αυτήν την περίπτωση επιθυμεί για μας και μας προετοιμάζει για κάτι μεγαλύτερο και καλύτερο από εκείνο που εμείς στην προσευχή Του ζητάμε. Γι’ αυτό πρέπει με ταπεινοφροσύνη να ολοκληρώνουμε κάθε προσευχή με τη φράση: « Πατέρα, ας γίνει το θέλημά σου, όχι το δικό μου».

Το γεγονός της αμφιβολίας για την ανυπαρξία ή την ύπαρξη του Θεού, ανεξάρτητα από την μορφή που έπαιρνε και την ποιότητα που είχε όταν εκφραζόταν από άπιστο ή πιστό, κράτησε και κρατά ζωντανή τη συζήτηση για το ερώτημα της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας του Θεού. Η πιο συνηθισμένη άποψη πάνω στο πολυσύνθετο αυτό πρόβλημα, που ακούγεται συχνά και από τις δύο παρατάξεις είναι η απαίτηση για μια απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Ο «αμφισβητίας» βάζει ως προϋπόθεση για να πιστέψει στο Θεό την απόδειξη της ύπαρξής Του. Από την άλλη μεριά ο πιστός, παλεύοντας με το «πρόσθες ημίν πίστιν», ζητεί με τον τρόπο του μια μεγαλύτερη βεβαίωση για την πίστη του. Ταυτόχρονα, μπλεγμένος στο πρόβλημά του, κατανοεί ως ορθό το αίτημα του «αμφισβητία» και, παρασυρόμενος από το δικό του προβληματισμό, προσπαθεί να φέρει «αποδείξεις» για την ύπαρξη του Θεού.
 Συχνά η προσπάθειά του αυτή, ψυχολογικά βλεπόμενη, δεν γίνεται για τον «αμφισβητία», αλλά για τον ίδιο του τον εαυτό. Ξεχνούν όμως και οι δύο παρατάξεις την λογική ανακολουθία, στην οποία εμπλέκονται, με το να θέλουν να συνδυάσουν την πίστη με την απόδειξη. Να συνδυάσουν δηλ. δύο καταστάσεις που είναι ασυμβίβαστες και που ωστόσο είναι και οι δύο τους από μόνες τους δόκιμες και απαραίτητες για τη ζωή του ανθρώπου. Το κυριότερο σφάλμα και των δύο είναι η τραγική παραγνώριση του κινδύνου που θα συνεπαγόταν μια ενδεχόμενη απόδειξη του Θεού. Γιατί αν ο Θεός αποδεικνυόταν, η βεβαιότητα της παρουσίας Του θα αποτελούσε μια τόσο καθοριστική δέσμευση του ανθρώπου, που θα είχε ως επακόλουθο, την άρση της ελευθερίας του. Το γεγονός ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να ρυθμίσει τη μοίρα του διαφορετικά από το θέλημα του Θεού και το Νόμο Του, γιατί θα γνώριζε πια ότι θα επακολουθούσε νομοτελειακά η τρομερή ανταπόδοση, θα οδηγούσε σε μια τέτοιας μορφής και έκτασης αναγκαστική «συμμόρφωση» και υποταγή στο Θεό, που θα ξεπερνούσε και την αρχαιοελληνική «ειμαρμένη». Το γεγονός αυτό με τη σειρά του θα αποπροσωποποιούσε τον άνθρωπο, εφ’ όσον προϋπόθεση για τη διαμόρφωση του προσώπου είναι η ελευθερία. Τελικό αποτέλεσμα θα ήταν η υπαγωγή του ανθρώπου σε χειρότερη μοίρα από τα ζώα. 
Και τούτο γιατί η βιολογικής μορφής ελευθερία που υπάρχει στα ζώα είναι σύμμετρη με την ύπαρξή τους, ενώ στην περίπτωση του ανθρώπου θα ήταν κατώτερη από τις δομικές του δυνατότητες που του ενέθεσε ο Θεός κατά τη δημιουργία του. Συμπέρασμα των παραπάνω είναι ότι ο Θεός, αντίθετα προς την απαίτηση του «απίστου» και την επιθυμία του πιστού, δεν θέλει να «αποδεικνύεται». Και η «άρνησή» Του αυτή αποτελεί μια ύψιστης μορφής σωτηριολογική ενέργεια. Όσο κι αν ο ισχυρισμός αυτός, δηλ. το «αρνούμαι» να αποδειχθώ για να σώσω», φαίνεται από πρώτη ματιά αντιφατικός είναι απόλυτα συμβατός με τη «λογική» της αγάπης του Θεού.
 Ο Θεός δεν χρειάζεται οπαδούς, θαυμαστές και χειροκροτητές, πολύ δε λιγότερο δούλους, αλλά συνομιλητές και φίλους. Κι αυτούς όχι του τύπου του αυλικού παρατρεχάμενου, που είναι γεμάτος από υποκρισία, υπεροψία και ιδιοτέλεια. Ο «φίλος» του Θεού είναι ο ολοκληρωμένος εκείνος άνθρωπος που, πέρα από κάθε καταναγκασμό και μόνο μέσα στην ελευθερία, δηλ. με πλήρη συνείδηση και αδέσμευτη θέληση, διαπλάθει την ύπαρξή του με τρόπο ώστε να μορφώνει και να τελειοποιεί το δικό του χαρακτηριστικό ανθρώπινο τύπο.

Γιατί ονομάστηκε ο Ιησούς Χριστός «Οδός»; Για να μάθεις ότι δι' Aυτού ανεβαίνουμε προς τον ουράνιο πατέρα μας.
 Γιατί ονομάστηκε «Πέτρα»; Για να μάθεις πόσο χρήσιμη αλλά και πόσο δυνατή και ακλόνητη είναι η πίστη προς Αυτόν.
Γιατί ονομάστηκε «Θεμέλιος»; Για να μάθεις ότι Aυτός βαστάζει και στηρίζει τα πάντα υλικά και πνευματικά. 
Γιατί ονομάστηκε «Ρίζα»; Για να μάθεις ότι ενωμένοι μαζί Tου και παίρνοντας χυμούς πνευματικούς απ' Αυτόν ανθίζουμε και καρποφορούμε πνευματικά. 
Γιατί ονομάστηκε «Ποιμήν»; Διότι Αυτός μας ποιμαίνει και προνοεί για την συντήρησή μας.
 Γιατί ονομάστηκε «Πρόβατον»; Διότι θυσιάστηκε για μας και συγχωρέθηκαν δι' Αυτού οι αμαρτίες μας.
 Γιατί ονομάστηκε «Ζωή»; Διότι ενώ ήμασταν νεκροί πνευματικώς ένεκα των αμαρτιών μας ανέστησε μαζί Του.
 Γιατί ονομάστηκε «Φως»; Γιατί μας απήλλαξε από το σκοτάδι της ειδωλολατρίας και της πλάνης. Γιατί ονομάστηκε «Ιμάτιον»; Διότι εγώ ο άνθρωπος ενδύθηκα πνευματικά Αυτόν, όταν βαφτίστηκα στο όνομά του. 
Γιατί ονομάστηκε «Τράπεζα»; Διότι τρώγω το Σώμα Του και πίνω το Αίμα Του όταν συμμετέχω στα άχραντα μυστήρια. 
Γιατί ονομάστηκε «Οίκος»; Διότι δια μέσου των ιερών μυστηρίων κατοικώ εις Αυτόν.
 Γιατί ονομάστηκε «Ένοικος»; Διότι με την Θεία Κοινωνία γίνομαι ναός και κατοικία Του. Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Δεν πρέπει να απογοητευθούμε για την σωτηρία μας,αδερφοί,εφόσον έχουμε μητέρα την μετάνοια.Δεν πρέπει να απελπισθούμε για την σωτηρία μας,αγαπητοί, εφόσον μας παρακαλεί μια τέτοια μητέρα.Αυτή τα θηριάλωτα για τον Θεό τα οδήγησε στον παράδεισο και θα αρνηθεί εμάς;
Σπλαχνίσθηκε εκείνους που ήταν έξω από την Εκκλησία και δε θα λυπηθεί εμάς; Παροτρύνει εκείνους που ακόμη δεν πίστευσαν ,και θα απορρίψει αυτούς που πίστευσαν πια; Κανείς δεν χάνει αυτό που έχει , ενώ δεν θέλει να λάβει αυτό που δεν έχει.Τότε πως ο Θεός και ο Πατέρας θα εγκαταλείψει εύκολα αυτούς που απέκτησε με με το αίμα του Υιού του; Κανείς δεν σκορπίζει εύκολα αυτό που μαζεύει με κόπο.Τότε πως ο Θεός θα απορρίψει εύκολα αυτούς από τα έθνη, που δέχθηκε με τον κόπο των Αποστόλων;Μήπως δηλαδή αποφάσισε ανώφελα τον ερχομό του Υιού του, ή περιφρόνησε την έκχυση του αίματος του,ή θέλει να διαγράψει την οικονομία του θανάτου του , ή θεώρησε ασήμαντη την δόξα της ανάστασης του, για να απαρνηθεί εύκολα εμάς που σωθήκαμε με αυτά τα μυστήρια; Αυτός ο ίδιος έστειλε το Άγιο Πνεύμα και αγίασε την Εκκλησία. Απέστειλε τους Αποστολους στα έθνη να κηρύξουντο Ευαγγέλιο.Αν δεν θέλει να σωθούμε εμείς, άσκοπα πρόσφερε τις τόσο μεγάλες δωρεές;Διότι ή δεν ήξερε την κατάσταση μας , ή περιγέλασε τα έθνη.Όμως και το ένα και το άλλο είναι άδικο,ακόμη και να το σκεφθεί κανείς. Διότι ούτε αγνόησε την κατάσταση μας , ούτε έκανε κάτι άχρηστο.Μας έχει μάλιστα ποίμνη του, και είναι ποιμένας μας και ΤΩΡΑ και στον ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ! ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜΤΟΥ ΣΥΡΟΥ

Ασταμάτητα δάκρυα από την εικόνα του Ταξιάρχη στην Ρόδο.Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό αλλά γιατί οι άγιοι μας μέσα από τις εικόνες τους μας εφιστούν την προσοχή μας;Διότι βλέπουν το στραβό δρόμο που έχουμε πάρει και μας προτρέπουν σε μετάνοια και επαγρύπνηση.Έχουνε την σκέπη και τη σκέψη πάνω μας και δεν θέλουν να χαθούμε..Για θαύμα κάνουν λόγο οι κάτοικοι της Ρόδου, που το πρωί του Σαββάτου, είδαν την εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο κοιμητήριο της Ιαλυσού, να δακρύζει!
Ο Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλλος, μετέβη ο ίδιος στον χώρο όπου βρίσκεται η εικόνα ύστερα από τις αναφορές των πιστών, για να διαπιστώσει ο ίδιος εάν πρόκειται για θαύμα ή για κάποιο άλλο γεγονός. 
 Ο Μητροπολίτης αφού είδε πως πράγματι υπάρχουν σταγόνες στο πρόσωπο του Αρχαγγέλου, ζήτησε να μετακινηθεί η εικόνα από το σημείο όπου ήταν κρεμασμένη. Στη συνέχεια εξετάστηκε τόσο η πίσω πλευρά της εικόνας όπως και ο τοίχος στον οποίο ακουμπούσε για να διαπιστωθεί εάν υπάρχει υγρασία η οποία πέρασε στην εικόνα. Αφού διαπιστώθηκε πως τίποτα από αυτά δεν ισχύει, ο Μητροπολίτης Ρόδου πιστοποίησε ότι πρόκειται για θαύμα και ζήτησε να μεταφερθεί η εικόνα στον Ι. Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου για να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα. «Θα τη μεταφέρουμε στον μεγάλο Ναό και θα δούμε πως θα εξελιχθεί το φαινόμενο» είπε στους πιστούς που συγκεντρώθηκαν στο μικρό παρεκκλήσι ο κ. Κύριλλος 
 Πρώτες είδαν την δακρυσμένη εικόνα γυναίκες οι οποίες πήγαν το πρωί του Σαββάτου για να ανοίξουν τον Ναό και οι οποίες ενημέρωσαν τον εφημέριο του Ναού. Όπως δήλωσε ο εφημέριος, η εικόνα έχει κατασκευαστεί το 1896 και έχει υποστεί πρόσφατα συντήρηση από την αρχαιολογική υπηρεσία. Στο παραπάνω βίντεο, μπορείτε να δείτε τη στιγμή που ο Μητροπολίτης ερευνά την εικόνα αλλά και τις δηλώσεις των κατοίκων. Αναστάτωση επικρατεί στη Ρόδο, καθώς από νωρίς το πρωί όταν άνοιξαν τις πόρτες της εκκλησίας, συνειδητοποίησαν ότι οι δυο εικόνες του Ταξιάρχη στον Ιερό Ναό Ταξιαρχών στο Παλιό Νεκροταφείο Ιαλυσού δάκρυζαν.
 Έκτοτε πλήθος πιστών συρρέει στην εκκλησία για να προσκυνήσει την Εικόνα. Τώρα συνεχίζει να δακρύζει η μεγάλη εικόνα του Ταξιάρχη. Περίπου στις δυο το μεσημέρι, στο σημείο μετέβη ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ρόδου κ. Κύριλος, ο οποίος προσκύνησε την εικόνα, την εξέτασε και έδωσε εντολή να μεταφερθεί στην Εκκλησία της Ιαλυσού, στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όπου θα ακολουθήσει παράκληση. 
 Ήταν αρκετά προσεκτικός και δεν θέλησε να κάνει δηλώσεις μέχρι να εξακριβωθεί περί τίνος πρόκειται, αν και φαίνεται να πιστεύει ότι πρόκειται για κάτι θαυμαστό, εφόσον δεν υπάρχουν ενδείξεις κάποιου άλλου γεγονότος που να προκαλεί τα δάκρυα. Οι πιστοί, όπως και ο εφημέριος του Ναού π. Απόστολος, σκουπίζουν τα δάκρυα του Ταξιάρχη και η εικόνα συνεχίζει ασταμάτητα να δακρύζει. H εικόνα άλλαξε περιβάλλον για να εξετάσουν αν θα συνεχίσει να δακρύζει ενώ διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει υγρασία πίσω από την εικόνα.
 Κόσμος προσκυνάει, προσεύχεται κλαίει από δέος και συγκίνηση μπροστά στον Ταξιάρχη και εύχεται να τους προστατέψει, καθώς πιστεύουν ότι όταν οι εικόνες δακρύζουν, δεν είναι καλό σημάδι... 
Και όλα αυτά, λίγες ημέρες πριν από την Χάρη του. Όπως πάντα αναφέρεται, όταν οι εικόνες δακρύζουν, είναι σημάδι των καιρών...

«Εκείνο το οποίο πρέπει να κρατάς σφιχτά στην ψυχή σου για να μη σου φύγει και χαθείς, είναι η ταπεινοφροσύνη, δηλ. η συναίσθηση της αναξιότητας, χωρίς την οποία δεν ενοικεί στην ψυχή η χάρη του Θεού. Όταν φύγει η ταπεινοφροσύνη από την ψυχή, μαζί θα φύγει και η χάρη του Θεού και θα μείνει η ψυχή έρημη, γυμνή και φουσκωμένη με το δυσώδη καπνό της οίησης και της υψηλοφροσύνης».«Όταν ο άνθρωπος που κατέχεται από την αμαρτία και τα πάθη επιθυμήσει να ελευθερωθεί από αυτά και θελήσει να εισέλθει στην ευαγγελική ζωή, θα συναντήσει μεγάλη δυσκολία, ίδια με εκείνη που συναντάει κάποιος που θέλει να περάσει από μία πόρτα στην οποία δε χωράει το σώμα του. Συνηθισμένος αυτός να περπατάει την ευρύχωρη οδό, δηλ. την ακανόνιστη και αχαλίνωτη, δυσκολεύεται πολύ να βάλει τον εαυτό του στην κανονική οδό του Ευαγγελίου, όπως δυσκολεύεται και το βόδι που πρώτη φορά μπαίνει υπό το ζυγό για να οργώσει τη γη. Προηγουμένως τα διανοήματά του δεν είχαν κανένα δεσμό, αεροβατούσαν στα ψέματα, στις πλάνες και στα πονηρά, οι επιθυμίες του δεν είχαν κανένα χαλινό, διευθύνονταν και προσηλώνονταν στη ματαιότητα και τη φθορά. Η εξωτερική του ενέργεια και διαγωγή ήταν ανάλογη με την ακαταστασία και την κακία του έσω ανθρώπου. Γι' αυτό, όταν θελήσει να αλλοιωθεί και κατά τον έσω και κατά τον έξω άνθρωπο και να εισέλθει στην ευθεία οδό, δοκιμάζει μεγάλη δυσκολία. Και η δυσκολία αυτή είναι ανάλογη με την αμαρτία που είχε, αλλά και με το χρόνο όπου δούλευε σ' αυτή» Ο π. Ευσέβιος προέτρεπε τα πνευματικά του τέκνα να μην καταδικάζουν το συνάνθρωπό τους, γιατί δε γνωρίζουν τη μετάνοιά του. Διηγόταν μάλιστα και το ακόλουθο περιστατικό, που συνέβη στο μοναστήρι του Μεγάλου Σπηλαίου, όπου εμόνασε οχτώ χρόνια: «Ήταν ένας απρόσεκτος μοναχός, γνωστός για την κακή διαγωγή του. Ξαφνικά μία ημέρα χτύπησε την καμπάνα της μονής και μάζεψε όλους τους αδελφούς και τους είπε: «Αδελφοί και πατέρες, εγώ σε λίγο πεθαίνω και θέλω να εξομολογηθώ ενώπιον όλων τα αμαρτήματά μου». Μετά τη συγκινητική αυτή πράξη πέθανε εν μετανοία». «Όταν η ψυχή εννοήσει ότι ο Χριστός είναι το μοναδικό της αγαθό και προσκολληθεί σ' Αυτόν, όπως το παιδί προσκολλάται στη μητέρα που το θηλάζει με αδιατάρακτο δεσμό που στηρίζεται στον πόθο και την αγάπη, τότε αισθάνεται την υπερφυσική χαρά και ευφροσύνη, την οποία από κανένα άλλο πράγμα του κόσμου τούτου δεν είναι δυνατό να δοκιμάσει. Την ευφροσύνη αυτή τη γνωρίζουν μόνο εκείνοι που έχουν τη σχετική πείρα. Η ψυχή που γνωρίζει το Χριστό και έχει κυριευθεί από την αγάπη Του, ενθουσιάζεται και παίρνει δυνάμεις. Όλα τα λοιπά τα θεωρεί σκύβαλα και ανάξια. Καταφρονεί ακόμη και αυτή τη ζωή. Τίποτε άλλο δε θεωρεί ευχάριστο και άξιο ιδιαίτερης προσοχής. Κάθε ενθύμησή της και επιθυμία της, και κάθε πόθος της είναι στραμμένα στο Νυμφίο της, στον οποίο βρίσκει την αληθινή τέρψη και ανάπαυση. Γνωρίζει τότε ο χριστιανός, ότι κατέχοντας το Χριστό, κατέχει το παν, γιατί μόνο στο Χριστό συγκεντρώνονται τα πάντα».

Αγαπητοί μου αδελφοί, Ο Θεός είναι Αγάπη. «Ο μένων εν τη αγάπη, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ», βροντοφωνεί ο απόστολος της αγάπης, Ιωάννης ο Ευαγγελιστής. Αγάπη: Το κλειδί που ανοίγει όλες τις πόρτες της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το φάρμακο που γιατρεύει όλες τις αρρώστιες της ψυχής και του σώματος.Ένας άγιος έλεγε: «Κύριε, κάνε με να βοηθήσω κι οχι να με βοηθήσουν. Κάνε με να αγαπήσω, κι οχι να με αγαπήσουν. Κάνε με να κατανοήσω κι οχι να με κατανοήσουν». Η αγάπη, όπως την δίδαξε ο Κύριος, όχι παραποιημένη απο τους ανθρώπους, είναι έκφραση της θυσίας. Είναι της καρδιάς καρπός και της προαιρέσεως προσφορά. Η αγάπη δεν φαίνεται απο το τί δίνεις αλλά απο το πώς το δίνεις. Αγάπη δεν είναι το άπλωμα του χεριού, αλλα το δόσιμο της καρδιάς. Άν ξέρεις ο ίδιος να μοιράζεσαι, τότε ξέρεις να αγαπάς, «ιλαρόν γάρ δότην αγαπά ο Θεός» λέγει ο Παύλος. Ο Θεός αγαπά τον ελεήμονα, που δίνει με προθυμία και χαρούμενο πρόσωπο αλλα και με ελεύθερη γνώμη. Ελεημοσύνη που προσφέρεται «εκ λύπης ή εξ ανάγκης» είναι απαράδεκτη και απόβλητη. Η ρίζα της ελεημοσύνης βρίσκεται στην καρδιά. Αρχίζει απο την καρδιά και τελειώνει στο χέρι μας. Η ελεημοσύνη θερμαίνει, όταν υπάρχει η φωτιά της αγάπης. Ελεημοσύνη δίχως αγάπη είναι ψυχρή και καταθλιπτική. Είναι σώμα νεκρό δίχως ήλιο και φώς. Είναι λουλούδι δίχως ομορφιά και ευωδία. Όταν δίνεις δίχως αγάπη προσβάλλεις. Γιατι ποιά αξία έχει το ωραιότερο και ακριβότερο δώρο, όταν προσφέρεται χωρίς χαμόγελo; Ο Ιησούς ζήτησε την προσοχή μας στο θέμα της ελεημοσύνης. Κατεδίκασε την επιδεικτική και υπερήφανη ελεημοσύνη. Πόσο και στο σημείο τούτο μας διδάσκουν οι Άγιοι! Υπέροχη και θαυμαστή έμεινε στην ιστορία η βοήθεια των τριών φτωχών κοριτσιών απο τον Άγιο Νικόλαο, όχι τόσο για το ποσό των χρημάτων - κι αυτό βέβαια ηταν αξιόλογο - αλλά προπάντων για την διακριτικότητα της πράξεως του. «Δεινόν η πενία», λέγει ο ιερός Χρυσόστομος. Τυφλώνει κάποτε τον άνθρωπο και κάνει τα μη πρέποντα. Ήτανε κίνδυνος λοιπόν και για τα τρία εκείνα κορίτσια να οδηγηθούν στην διαφθορά. Ο πατέρας τους έφτασε στην απελπισία. Αλλά ο άγιος Νικόλαος γεμάτος αγάπη και διάκριση σπεύδει στην κατάλληλη στιγμή. Λαμβάνει ολα τα μέτρα ώστε η πράξη του να παραμείνει άγνωστη και μυστική απο τους ανθρώπους. Εφαρμόζει το του Κυρίου «Μή γνώτω η αριστερά σου, τί ποιεί η δεξιά σου». Χωρίς χρονοτριβή παίρνει ενα καλογεμισμένο σακουλάκι με χρυσά νομίσματα κι έρχεται με προφύλαξη, αργά τη νύχτα, ρίχνει το πολύτιμο δέμα απο το παραθυράκι μέσα στο σπίτι και φεύγει γρήγορα. Ο πατέρας των κοριτσιών δεν πίστευε στα μάτια του. Όταν ο άγιος Νικόλαος πληροφορήθηκε πως ο πατέρας πάντρεψε την πρώτη του κόρη, πήγε και ξανάρριξε αλλο σακουλάκι με χρήματα με τον ίδιο τρόπο. Θερμές ησαν του φτωχού πατέρα οι ευχαριστίες και δοξολογίες στον Πανάγαθο Κύριο. Έτσι πάντρεψε και την δεύτερη. Ωστόσο πρέπει να μην του διαφύγει ο ευεργέτης. Προαισθάνεται ότι θα ξανάρθει και αναμένει άγρυπνος ώστε μόλις ακούσει θόρυβο που θα προδώσει την παρουσία του, να τρέξει, να τον πιάσει, να δεί ποιός είναι αυτός ο τόσο καλός άνθρωπος, που έσωσε κι αυτόν και τα κορίτσια του. Έτσι κι έγινε. Δεν πέτυχε στην τρίτη μυστική του απόπειρα ο φιλόστοργος και φιλόπτωχος άγιος. Τρέχοντας ο πατέρας τον αναγνώρισε και τον ευχαρίστησε που έσωσε με την πράξη του τρείς ψυχές απο την διαφθορά. Ο Νικόλαος του μίλησε με πολλή αγάπη, δεσμεύοντας τον να μην αναφέρει το γεγονός σε κανέναν. Ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, ο μέγας και ασύγκριτος της αγάπης εργάτης, μελετούσε πολυ τους βίους των αγίων. Ιδιαίτερη εντύπωση του έκανε ο βίος του Αγίου Σεραπίωνα του Σιδωνίου, που πολυ τον θαύμαζε. Διηγόταν συχνά το εξής περιστατικό απο την ζωή του: Κάποτε ο Άγιος Σεραπίων - γνωστός για την ασκητικότητα και ακτημοσύνη του - συνάντησε εναν άνθρωπο πάρα πολύ φτωχό. Τόσο δε (=μάλιστα) τον λυπήθηκε ώστε έβγαλε το επανωφόρι του και του το έδωσε. Προχωρώντας πιο πέρα, είδε κάποιον που έτρεμε απο το κρύο. Τί να κάμει; Χωρίς να καθυστερήσει βγάζει και το εσωτερικό του ρούχο και του το προσφέρει. Τότε έμεινε γυμνός κρατώντας στα χέρια του το Ιερόν Ευαγγέλιον. Μόλις τον είδε γυμνό κάποιος γνωστός του τον ερωτά: -Ποιός σε εγύμνωσε Άγιε του Θεού; -Αυτό εδώ, απάντησε ο Σεραπίων δείχνοντάς του το Ιερόν Ευαγγέλιον. Δεν άργησε ομως να πουλήσει και αυτό το Ευαγγέλιο, προσφέροντας τα χρήματα σε φτωχούς. Κάποιος μαθητής του τον ρώτησε: - Πάτερ μου, πού είναι το μικρό Ευαγγέλιο που είχες; Του απάντησε: - Δεν είπε ο Κύριος «πωλησον σου τα υπάρχοντα και δός πτωχοίς;» Σ΄αυτό κι εγώ πειθάρχησα. Σκέφτηκα πως δεν έπρεπε να λυπηθώ ούτε κι αυτό το βιβλίο, οπου είναι γραμμένα τα παραγγέλματα του Κυρίου, αλλα να το πουλήσω χάριν των φτωχών. Ένας άνθρωπος του Θεού είπε: «κάθε ψυχή κερδισμένη απο την αγάπη, είναι κιόλας ανταύγεια του Θεού». Η αγάπη έχει φώς και μεταδίδει φώς. Είναι και φωτοφόρος και φωτοδότης. «Ο αγαπών τον αδελφόν αυτού εν τω φωτί μένει». Όσο πλησιάζεις τον Θεό, τόσο φωτίζεσαι και λάμπεις. Όσο περισσότερο αγαπάς τον Θεό, τόσο περισσότερο αγαπάς τον άνθρωπο. «Είδες τον αδελφό σου; Είδες τον Θεό!» λέει ο αββάς Ισαάκ Ο Σύρος. Τί ωφελεί στα αλήθεια η κατάκτηση του διαστήματος, αν δεν κατακτήσουμε τους αδελφούς μας με την αγάπη; Τί ωφελεί η έρευνα και ανακάλυψη νέων γαλαξιών, αν δεν καταφέραμε να βρούμε το «αστέρι» της βηθλεέμ, τον Θεό της αγάπης; Ποιούς νέους κόσμους περιμένουμε να μας δείξουν τα ραδιοτηλεσκόπια, οταν αγνοούμε την «καινήν εντολήν» της αγάπης; Χωρίς την αγάπη όλα είναι μάταια, άσχημα κι αποτυχημένα. «Συμφορά μας χωρίς την αγάπη» αναφωνεί ο άγιος Τύχων του Ζαντόνσκ. Όλα του ανθρώπου τα έργα και τα επιτεύγματα αποκτούν αξία μονάχα με την αγάπη. Αλλά η αγάπη είναι διάκριση και η διάκριση είναι τέχνη. Άν δεν ξέρεις την τέχνη της αγάπης, δεν ξέρεις να αγαπάς. Η αγάπη παραβλέπει τις ιδιοτροπίες του αδελφού. Συγχωρεί τα λάθη. Ανέχεται τα ελαττώματα. Υποχωρεί στο πείσμα. Αποφεύγει την κατάκριση. Αγνοεί την ειρωνία. Διαλύει τις καχυποψίες. Αρνείται τις συκοφαντίες. Δεν επικρίνει και δεν διασύρει δημόσια. Σκεπάζει όλες τις ελλείψεις με εναν τρόπο ευγενικό και μεγαλόψυχο. «Η αγάπη τω πλησίον κακόν ουκ εργάζεται, μακροθυμεί, χρηστεύεται.. ού φησιούται, ουκ ασχημονεί, ου ζητεί τα εαυτής.. ου λογίζεται το κακόν» βροντοφωνεί ο Παύλος. Η αγάπη με την απλότητα και την ειλικρίνεια της δεν ξέρει τι είναι κακό. Είναι αγνή και καθάρια σαν το νερό της κρυστάλλινης λίμνης. Δεν την αναταράσσει κανένα άγριο κύμα κακίας και πονηρίας. Ο άνθρωπος της αγάπης είναι ο πιο μεγάλος νικητής στον πνευματικό αγώνα. Νικάει με το χαμόγελο και την καλοσύνη. Άν σε άλλες περιπτώσεις η υποχώρηση είναι ήττα, της αγάπης η υποχώρηση είναι νίκη. «Τη φιλανθρωπία νικήσωμεν» λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος. Είναι ένδοξα της αγάπης τα τρόπαια. Πανάκριβα της φιλανθρωπίας τα στεφάνια. Άλλωστε μην ξεχνάμε οτι κάθε μεγάλη αγάπη είναι σταυρωμένη αγάπη. Περνάει με διάκριση όλα τα σκαλοπάτια του Γολγοθά. Πονάει όπως Εκείνος πόνεσε επάνω στον σταυρό. Κάθε προσφορά είναι θυσία και κάθε θυσία έχει την αξία της. «Και ος εαν ποτίσει ενα των μικρών τούτων ποτήριον ψυχρού μόνον εις όνομα μαθητού, αμην λέγω υμίν, ου μη απολέσει τον μισθόν αυτού», λέγει ο Κύριος. Η αγάπη συμπεριφέρεται με διάκριση και καλοσύνη και στον πεινασμένο και στον διψασμένο και στον ξένο και στον περιφρονημένο και στον φυλακισμένο και «εις πάσαν ψυχήν καταπονουμένην». Και οι φυλακισμένοι είναι αδελφοί μας. Γι' αυτό παραγγέλλει ο Άγιος Παύλος «Μιμνήσκεσθε των δεσμίων ως συνδεδεμένοι». Να νιώθουμε δική μας την φυλάκιση τους. Το ίδιο και για το πένθος του αδελφού μας, να το νοιώθουμε δικό μας. Ο πόνος στον κόσμο είναι τόσο μεγάλος ωστε αν θελήσεις να μαζέψεις τα δάκρυα που χύνονται κάθε μέρα απο τα μάτια των ανθρώπων θα βρεθείς μπροστά στο μεγαλύτερο ποτάμι της γής, είπε κάποιος. Η αγάπη δεν εφαρμόζει μόνο το «χαίρειν μετα χαιρόντων» αλλά και το «κλαίειν μετα κλαιόντων». Άν κάθε κράτος έχει τον δικό του Εθνικό Ύμνο, έχει και ο Χριστιανισμός τον δικό του Ύμνο, τον Ύμνο της Αγάπης που με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο έχει αποδώσει ο μέγας των εθνών Απόστολος Παύλος στο ΙΓ' κεφάλαιο της Α' προς Κορινθίους επιστολής. Τούτος ο μελωδικότατος ύμνος ας είναι στα χείλη και στην ψυχή μας. Αμήν. Εφραίμ Φιλοθείτου

Σ' αγαπώ, Χριστέ μου, γιατί είσαι ο Σωτήρας μου, που θέλεις και ξέρεις και μπορείς και με σώζεις: Από κάθε κίνδυνο, σώματος και ψυχής. Από τον αμαρτωλό εαυτό μου. Από τον μισόκαλλο διάβολο. Από τους κακούς ανθρώπους. Από τον αιώνιο θάνατο , που φέρνει η έμμονη στην αμαρτία. Σ' αγαπώ, Χριστέ μου, γιατί είσαι το Φως, το αληθινό, το γλυκό, το ζωογόνο. Το φως, που φέγγει μέσα μου και γύρω μου και ομορφαίνει την πλάση και τα πρόσωπα των ανθρώπων π' αγαπώ. Το φως, πού μου δίνει τη δυνατότητα να περπατήσω με ασφάλεια, να τρέξω, ν' ανέβω, να συγκρίνω, να προτιμήσω. Το φως της ζωής! Σ' αγαπώ, Χριστέ μου, γιατί είσαι η Αλήθεια, η κατακάθαρη, η αισιόδοξη, η ελπιδοφόρα, η ζωογόνα, η λυτρωτική. Η αλήθεια για όλα χθες, σήμερα, αύριο και στους αιώνες. Σ' αγαπώ, Χριστέ μου, γιατί είσαι η Αγάπη, η πιο μεγάλη, η πιο θερμή, η πιο σοφή, η πιο δυνατή, η πιο αληθινή, η πιο προσωπική. Η Αγάπη που σταυρώθηκε για μένα!...

Την φτώχεια της ψυχής δεν την αναπληρώνουν τα πολυτελή ενδύματα, τα ψεύτικα χαμόγελα και το ...μακιγιάρισμα. Από την άλλη μεριά την αρχοντιά της ψυχής δεν μπορεί να την καλύψει η ενδυματολογική ένδεια, ούτε τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα από τον κόπο και τον μόχθο της ζωής. Η αληθινή ζωή κρύβεται μέσα στην απλότητα των πράξεων, μέσα στην σιωπή των λόγων, μέσα στα βουρκωμένα πρόσωπα των μετανοούντων.
<Η κοσμική ζωή ερωτοτροπεί με τα ψέμα, την οίηση, την αποξένωση, την φαυλότητα, την ψυχοπάθεια, την καταστροφή. Άνθρωποι χαμογελαστοί, μακιγιαρισμένοι, ευπρεπισμένοι, καθωσπρέπει, βαδίζουν αργά αλλά σταθερά προς μια βουτιά θανάτου. Βαδίζουν παρασύροντας ο ένας τον άλλο προς την απώλεια τους Φωτός, της Αλήθειας, της Ζωής. Άνθρωποι που τονίζουν το χαμόγελό τους με κραγιόν και λευκασμένες οδοντοστοιχίες, ζουν μέσα στην απελπισία της μοναξιάς, μέσα στο σκοτάδι της κατάθλιψης. Διότι επέλεξαν μία ζωή χωρίς γνησιότητα, επέλεξαν να πορεύονται με πονηρία και εμπάθεια, επέλεξαν την δόξα, την εξουσία, το χρήμα, την σάρκα, τα εύκολα και όχι τις δυσπρόσιτες κορυφές των αρετών. Η ζωή του κόσμου (κοσμικό φρόνημα), προσφέρει μία καλή βιτρίνα, είναι μία "εξαιρετική" κάλυψη της ανεπάρκειας των ανθρώπων να ευτυχίσουν προσφέροντας το εγώ τους θυσία προς τους άλλους. Το θέμα δεν είναι να ζήσουμε μέσα σε μία βιτρίνα ζωής, αλλά να ζήσουμε την όντως Ζωή. Το θέμα δεν είναι να έχουμε πάντοτε ένα λαμπρό χαμόγελο, αλλά να είμαστε ευτυχισμένοι και ειρηνικοί διαμέσου του βιώματος της αγάπης του Θεού. Το θέμα δεν είναι να πορευόμαστε κρατώντας το λάβαρο του καθωσπρεπισμού ψηλά, αλλά να βαδίζουμε μέσα στα μονοπάτια της ταπείνωσης και της σιωπής, στα ηλιοβασιλέματα της αναζήτησης Εκείνου. Διότι μόνο Εκείνος μπορεί να μας δώσει νόημα στην ζωή μας, μόνο Εκείνος μπορεί να μας φωτίσει ώστε οι προτεραιότητες και οι επιλογές της ζωής μας να αποκτήσουν και μία εσχατολογική προοπτική. Η ζωή του χριστιανού είναι μία ζωή «ξένη». Ξένη προς τις απαιτήσεις και τα "πρέπει" του κόσμου. Ξένη προς τα μακιγιαρισμένα πρόσωπα της θλίψης και των αδιεξόδων. Η ζωή του χριστιανού είναι η απόδειξη ότι ο άνθρωπος μπορεί να ζει χωρίς να είναι υπόδουλος στην μόδα, στις ηθικιστικές συμπεριφορές, στα προσωπεία της αυτοτελείωσης. Ο Χριστός στέκει αναλλοίωτος μπροστά στην ανθρωπότητα. Ο χριστιανός στέκει αναστημένος μπροστά στην πτώση της αμαρτίας. Ζούμε και Επιλέγουμε. Ζούμε είτε με την αγωνία να βρούμε τον Θεάνθρωπο τείνοντας προς την Ατέλεστη Τελειότητά Του ή θα κυλιόμαστε μέσα στα σπασμένα αυτοείδωλα της εγωπάθειας του κόσμου, χαμένοι μέσα στις κοσμικές αγορές τω/span>


Με τον Σταυρό αγιάζεται το νερό του Βαπτίσματος, επισφραγίζεται η συγχώρεση των αμαρτιών στην Εξομολόγηση, ευλογείται το λάδι του Ευχελαίου, στέφονται και ευλογούνται οι νεόνυμφοι, μεταβάλλονται τα Τίμια Δώρα σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Γενικά, σε όλες τις ιεροπραξίες χρησιμοποιείται ο Σταυρός. Στη Θεία Λειτουργία ιδιαίτερα ο λειτουργός ευλογεί πολλές φορές σταυροειδώς τους πιστούς. Τον Σταυρό μας τον κάνουμε με πίστη στον Χριστό και στη δύναμη του Σταυρού. Με τα τρία ενωμένα δάκτυλα φανερώνουμε την πίστη μας στην Αγία Τριάδα. Ενώ με τα δύο άλλα δάκτυλα, που τα κρατούμε ενωμένα μέσα στην παλάμη μας, δηλώνουμε την πίστη στην ένωση των δύο φύσεων του Χριστού, της θείας και της ανθρώπινης. Η κάθετη και η οριζόντια κίνηση στον Σταυρό πρέπει να σχηματίζουν κανονικό σχήμα Σταυρού, για να έρχεται η ευλογία και η χάρη του, διαφορετικά είναι βλασφημία κατά του Θεού. Όταν κάνουμε τον Σταυρό μας έξω από τη λατρεία και την ατομική προσευχή, είναι καλό να έχουμε στον νου και στην καρδιά μας κάποιες σκέψεις που θα μας βοηθούν πνευματικά. Με το χέρι στο μέτωπο: «Ύψιστε Θεέ, Σε αγαπώ εξ όλης της διανοίας μου». Με την κάθετη κίνηση προς την κοιλιά: «Εσένα που κατέβηκες στη γη κι έγινες άνθρωπος». Ενώ στην οριζόντια κίνηση: «Και στον Σταυρό έχυσες το αίμα Σου για μας». Στον λαιμό είναι αναγκαίο να κρέμεται ο Σταυρός με τον Εσταυρωμένο επάνω του. Αυτός μας προστατεύει από φυσικούς και πνευματικούς κινδύνους και μας υπενθυμίζει τον Σταυρό του πνευματικού μας αγώνα. Όταν αρχίζουμε η τελειώνουμε κάποιο έργο, είναι καλό να κάνουμε τον Σταυρό μας. Ευλογία είναι για το κάθε σπίτι να υπάρχει Σταυρός κάπου χαραγμένος, σημειωμένος ή ανάγλυφος. Οι καλοί γονείς οφείλουν να σταυρώνουν τα παιδιά τους, όταν κοιμούνται, όταν βγαίνουν έξω από το σπίτι για το σχολείο ή για το παιχνίδι. Στο τραπέζι μαζί με την προσευχή πάντα κάνουμε και τον Σταυρό μας. Όταν περνάμε μπροστά από κάποια Εκκλησία ή εξωκκλήσι, κι εκεί κάνουμε τον Σταυρό μας με ευλάβεια.

Ο Άγιος Ευφρόσυνος  υπήρξε αγράμματος, αλλά αληθινά ευσεβής και πιστός. Έκανε οικονομίες με στερήσεις του εαυτού του, μόνο και μόνο για να κάνει ελεημοσύνες.Το επάγγελμα του, του επέτρεπε να τρώει πρώτος τα καλύτερα φαγητά. Αυτός όμως, δεν θέλησε να το μεταχειριστεί ποτέ. Έτρωγε με μεγάλη ευχαρίστηση τα χόρτα και τις ελιές του, τη στιγμή που έβραζαν ή έψηναν μπροστά του τα ορεκτικότερα κρέατα και τα προκλητικότερα ψάρια. Κατόπιν ο Ευφρόσυνος πήγε σε μοναστήρι, όπου και εκεί εξασκούσε το έργο του μαγείρου. Αλλά αυτός, αντίθετα από ότι στα κοσμικά ξενοδοχεία, στο μοναστήρι έφτιαχνε μετριότατο φαγητό.
Σε μερικούς που τον ειρωνεύονταν γι' αυτή του την κατάσταση, ο Ευφρόσυνος με πραότητα απαντούσε: «Η καλή μαγειρική δεν είναι τόσο καλός βοηθός για την βασιλεία των ουρανών. Την πολλή ευφροσύνη που ζητούν τα σώματα, θα τη χάσουν κατ' ανάγκην οι ψυχές. Και εγώ δεν έχω εδώ προορισμό να σας κολάσω». Τελικά ο Ευφρόσυνος, πέθανε σ' ένα ερημικό ησυχαστήριο. Και η Εκκλησία, που ξέρει ότι στην αιώνια ζωή δεν έχει κανένα ανώτερο δικαίωμα από έναν μάγειρα ένας βασιλιάς ή φιλόσοφος, ανέγραψε μεταξύ των αγίων της τον μάγειρα Ευφρόσυνο, επειδή ήξερε και να πιστεύει και να ζει κατά το θέλημα του Θεού.

Σας έχει τύχει να θυμώνετε στο δρόμο, αν ακούτε κάποιον να βλασφημεί; Έχετε νιώσει πίκρα αν ειρωνεύεται κάποιος τα Θεία; Σας κατακρίνουν γιατί μιλάτε συνεχώς για το Θεό ή γιατί αντιμετωπίζετε με αγάπη τους γύρω σας; Ακόμα κι αν έχετε με τη σκέψη σας καταδικάσει όσους το έπραξαν, αλλά κι αν νιώσατε καταδικασμένοι από τους γύρω σας, σκεφτείτε πως κανείς δεν είναι τέλειος. Πραγματικά, ο φιλεύσπλαχνος Κύριος ανύψωσε την ανθρωπότητα, απαλλάσσοντάς την από την αμαρτία.«Εκείνος που πετάει το λιθάρι προς τα πάνω, το ρίχνει στο κεφάλι του» (Σοφ. Σειρ. 27:25). Εκείνος δη λαδή που πετάει μια πέτρα προς τα πάνω, δέχεται τελικά δυνατό χτύπημα στο κεφάλι του, γιατί η πέτρα δεν θα μπορέσει να διασχίσει τον ουρανό, αλλά θα επιστρέψει σ' αυτόν που την πέταξε (Μονή Παρακλήτου). Πρακτικά, όταν κάποιος βλασφημεί, γίνεται υποχείριο της αμαρτίας, γιατί στηρίζεται στον εαυτό του, αναζητώντας ο δόλιος να λύσει μόνος του το όποιο πρόβλημά του. Οι πατέρες αναφέρουν ότι ο βλάσφημος που έπεσε μοιάζει με φορτωμένο ζώο, γιατί δεν μπόρεσε να βαστάξει το φορτίο του θυμού του.Όμως, "τίποτε δεν είναι πιο άνανδρο από το να κάνεις τον γενναίο ενάντια στο Θεό" (Σκέψεις Πασκάλ) Εντούτοις η παραπτωματική μας συμπεριφορά δεν μας στέρησε το δικαίωμα να επιλέγουμε ελεύθερα αν θα ζούμε στην αλήθεια ή το ψέμα. Η αλήθεια είναι μόνο ο Χριστός και ο σκοπός του ανθρώπου είναι η Παραδείσια σωτηρία. Ψέμα είναι η ψυχρή και παγερή αδιαφορία μας απέναντι στο συνάνθρωπό μας, μια και με την επιφανειακή αγάπη μας δεν καταφέρνουμε να τον βοηθήσουμε να βρει το δρόμο, ώστε να απαλλαγεί από την πνευματική ασθένεια, την αμαρτία. Κι η οδός λέγεται μεταμέλεια και μετάνοια. Εξάλλου, όταν πλησιάζεις με συντριβή και μετάνοια το Σωτήρα, ικετεύεις με προσμονή Εκείνον που ίασε την ανθρώπινη ψυχή. Γι αυτό και ο φιλεύσπλαχνος Κύριος ανταποκρίνεται στην παράκλησή σου. Κυρίως το στοργικό Του βλέμμα κινείται με αγάπη προς κάθε ανθρώπινο πλάσμα. Κι είναι σημαντικό κι εσύ ο άνθρωπος να αντιμετωπίζεις με αγάπη, χρηστότητα και μεγαλοψυχία τον πλησίον, εφόσον "η ευγένεια ψυχής είναι καθοριστικό στοιχείο της καλής συνεργασίας" (Λαϊκή ρήση). Για να ακολουθήσεις το μονοπάτι που οδηγεί στο Χριστό, χρειάζεται ευγένεια ψυχής και καλοσύνη:"Η αληθινή ευγένεια είναι σαν το καθαρό χρυσάφι που δεν σκουριάζει ποτέ", έλεγε ο Βίκτωρ Ουγκώ. Μα και μια λαϊκή παροιμία μας λέει: "Ο καλός τρόπος βγάζει το θεριό από την τρύπα του". Και μήπως θηρίο δεν είναι ο άνθρωπος, αν δεν ανακαλύψει πως η γαλήνη της ψυχής εκπορεύεται από τον ίδιο το Χριστό; Πώς ο άνθρωπος να απαρνηθεί τον εαυτό του και να υποταχθεί σε Εκείνον που μας απάλλαξε από τα εσωτερικά μας τραύματα; Αλήθεια, όταν η ψυχή συνδέεται με την αμαρτία, νοσεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που φέρνει στο φως τη θεραπεία της άρρωστης ψυχής μας είναι η παραβολή του παραλυτικού της Καπερναούμ (Μάρκου β, 1-12). Εκεί αποδεικνύεται πως οι φυσικές μας ασθένειες είναι οι συνέπειες της αμαρτίας. Ο μεγάλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έλεγε ότι ο παράλυτος δείχνει ότι η ψυχή νοσεί κι ότι οι τέσσερις άνθρωποι που τον μεταφέρουν από τη στέγη του σπιτιού είναι οι αρετές του μετανοούντος ανθρώπου: αυτοκριτική, εξομολόγηση, διάθεση απομάκρυνσης από την αμαρτία και η θερμή προσευχή. Η οροφή που διαλύεται είναι το μυαλό μέσα στον εγωισμό, πουδεν επιτρέπει τη μετάνοια. Γι' αυτό και όταν θεραπεύεται η ψυχή, μεταφέρει μόνη της το σώμα της (το κρεβάτι της). Γιατί, αν η αμαρτία είναι τραύμα, η μετάνοια είναι το φάρμακο της. Έτσι, όταν ο άνθρωπος ανακαλύπτει το Χριστό, μετανοεί για την αμαρτωλότητά του και ανακαινούται. Ίσως το περίεργο μοναστικό ρητό να κρύβει μέσα του τη διέξοδο του ανθρώπου από την απελπισία, τη μοναξιά και την αβεβαιότητα: "αν πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις": αν απαλλαχτείς από τον εγωιστικό εαυτό σου πριν από το βιολογικό σου θάνατο, δεν θα βρεις τον αιώνιο θάνατο μακριά από το Θεό, όταν επιτελεστεί ο σωματικός θάνατος. Κι έπειτα, η πίστη, η ελπίδα κι η αγάπη είναι οι λυχνοστάτες της εν Χριστώ ζωής, μια και η καθημερινότητά μας έχει ανάγκη την υπομονή, την ταπείνωση, αλλά και το "Κύριε, ελέησον". Λύτρωση μοναδική η κολυμβήθρα της εκκλησίας, εφόσον μέσα στο χώρο της αναβαπτιζόμαστε ψυχικά και θεραπευτικά μέσω της Θείας λειτουργίας. Μεσίτριά μας η Παναγία: Πηγὴ ὑπάρχεις ἀληθῶς, ὕδατος ζῶντος Δέσποινα· ἐκπλύνεις οὖν νοσήματα, ψυχῶν σωμάτων χαλεπά, ἐν τῇ προσψαύσει μόνη σου ὕδωρ τῆς σωτηρίας, Χριστὸν ἡ προχέουσα. (Δέσποινα, αληθινά υπάρχεις ως πηγή ζωντανού νερού· καθαρίζεις λοιπόν τις επικίνδυνες αρρώστιες των ψυχών και των σωμάτων, επειδή μόνη σου και με το απαλό άγγιγμά σου ξεχύνεις μπροστά μας το Χριστό, το νερό της σωτηρίας) Η ανακάλυψη του Χριστού σημαίνει να κάνεις την ψυχή σου οίκο Κυρίου, σηκώνοντας το Σταυρό του Γολγοθά σου. Κι όταν το φως της ανάστασης το κρατάς μέσα σου αναμμένη δάδα, δεν υπάρχει φόβος, εφόσον ζεις ήδη στην νέα Ιερουσαλήμ, ελεύθερος κι ευτυχισμένος. Ποιος είναι ελεύθερος άνθρωπος; "Εκείνος είναι πραγματικά ελεύθερος ο οποίος υπακούει και συμμορφώνεται στο θέλημα του Θεού. Πάντοτε το όχι στην αμαρτία. Πάντοτε το ναι σε ό, τι μας ζητεί ο Χριστός (Κυριακοδρόμιο τόμος 5ος, Εκδόσεις Σωτήρ)" Και ποιος είναι ο ευτυχισμένος άνθρωπος; «Μακάριος ὅς κρατήσει καί ἐδαφιεῖ τά νήπιά σου πρός τήν πέτρα: ευτυχισμένος είναι όποιος θα συντρίψει τις αμαρτίες του με την πέτρα - τον Χριστό - όσο είναι ακόμη μικρές.» (Ψαλμ. 136,9). Μακάρι ο φιλάνθρωπος Κύριος να δίνει δύναμη στον καθένα μας, ώστε όχι μόνο να θαυμάζουμε το Δημιουργό μας μέσα από το μεγαλείο της φύσης, αλλά και με την προσευχή να ανακαλύπτουμε το Χριστό: "Κύριε Ιησού Χριστέ, δώρησέ μας αληθινή, δακρύβρεκτη μετάνοια. Εσύ μάς έμεινες μοναδική Ελπίδα σωτηρίας. Είσαι η Αλήθεια μέσα σε τόσα ψέματα. Είσαι η Χαρά μας μέσα σε τόσες θλίψεις. Είσαι η Λύτρωσίς μας μέσα σε τόση αμαρτία. Είσαι η Ειρήνη μέσα σ' ένα κόσμο τόσο ταραγμένο. Δόξα στη μακροθυμία και στην Ανοχή σου, Κύριε. Αμήν." ΕφραίμΦιλοθείτου





Πριν δυο εβδομάδες στο Ιερό προσκύνημα του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου στο Προκόπι Ευβοίας συνέβη ένα συγκλονιστικό γεγονός αφήνοντας άφωνους πιστούς και κληρικούς. Κατά το προσκύνημα της μία γυναίκα θέλησε εν κρυπτώ να πάρει μαζί της τη ζώνη του Αγίου, που μόλις είχε φορέσει στη μέση της, ώστε να θεραπευτεί συγγενικό της πρόσωπο, όπως υποστήριξε εκ των υστέρων.
Χωρίς να γίνει αντιληπτή, εξήλθε από τον Ιερό Ναό με τη ζώνη στη τσάντα της και κατευθύνθηκε στο λεωφορείο του ΚΤΕΛ για Αθήνα. Το λεωφορείο δεν ξεκινούσε, κατέβηκε ο οδηγός έλεγξε τα πάντα και διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε ένδειξη για τεχνικό πρόβλημα . Ξαφνικά άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες οι οποίες λειτουργούν μόνο χειροκίνητα, όπως υποστήριξαν στο ΄΄Αγιορείτικο Βήμα΄΄ άνθρωποι από οργανισμό της Ιεράς Μητρόπολης Χαλκίδος. Μετά από αυτά τα σημάδια, η γυναίκα που είχε τη ζώνη του Αγίου στη τσάντα της έτρεξε στον οδηγό και του είπε ΄΄ πρέπει να γυρίσω στο Ναό να αφήσω κάτι που πήρα για να θεραπευτεί ένας δικός μου άνθρωπος΄΄. Πήγε στο Ναό, άφησε διακριτικά τη ζώνη του Αγίου πάνω στο Ιερό Λείψανο του και επέστρεψε στο λεωφορείο. Αμέσως το λεωφορείο ξεκίνησε προκαλώντας έκπληξη στους επιβάτες. Το θαυμαστό γεγονός σκόρπισε δέος στην ευρύτερη περιοχή του Νομού Ευβοίας και έκανε ακόμα περισσότερους πιστούς να προσέρχονται στη χάρη του θαυματουργού Αγίου για να του ζητήσουν να επέμβει για την επίλυση διαφόρων προβλημάτων τους.

Η Τίμια ή Αγία Ζώνη της Παναγίας, αποτελεί το μοναδικό Ιερό Κειμήλιο που σχετίζεται με τον επίγειο βίο της Θεοτόκου. Είναι μια ζώνη που είχε φτιάξει η ίδια η Θεοτόκος από τρίχες καμήλας. Σήμερα το μοναδικό σωζόμενο μέρος της βρίσκεται στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου στο Άγιον Όρος.Η ιστορία της Αγίας Ζώνης ξεκινά με την Κοίμηση της Θεοτόκου. Σύμφωνα με τις Γραφές. Η Παναγία τάφηκε φορώντας τη. Έφτασε όμως στα χέρια του Αποστόλου Θωμά με θαυματουργικό τρόπο. Συγκεκριμένα, ο Θωμάς, ήταν ο μοναδικός Απόστολος που δεν βρέθηκε στην Γεσθημανή όταν η Παναγία τάφηκε. Η παράδοση θέλει τους υπόλοιπους να μεταφέρθηκαν κοντά στην Παναγία με νεφέλες . Αυτό έγινε και με τον Θωμά αλλά τρεις μέρες αργότερα. Όταν η νεφέλη του τον πήγαινε στη Γεσθημανή συνάντησε την Παναγία την στιγμή της μεταστάσεως Της. Όταν δηλαδή σώμα και πνεύμα ανέβαινε στους ουρανούς. Τότε ο ίδιος ζήτησε από την Παναγία να του δώσει κάτι για ευλογία, και Εκείνη του έδωσε τη ζώνη της.
Ο Θωμάς έδειξε τη Ζωνη στους υπόλοιπους μαθητές που όταν τους διηγήθηκε την ιστορία άνοιξαν το μνήμα όπου είχαν εναποθέσει το Σώμα της Παναγίας και είδαν ότι έλειπε. Από τότε η Αγία Ζώνη φυλασσόταν από χριστιανούς στην Ιερουσαλήμ, μέχρι την στιγμή που ο Αυτοκράτορας Αρκάδιος την μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Η υποδοχή ήταν μεγαλειώδης και την οποία παρακολούθησαν με κατάνυξη πιστοί από κάθε γωνιά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο αυτοκράτορας κατέθεσε την Τίμια Ζώνη σε λειψανοθήκη που ονόμασε «Αγίαν Σορόν». Λέγεται πως ήταν θαυματουργή και πως έσωσε την Αυτοκρατορία από μεγάλες καταστροφές. Πλήθος πιστών συνέρρεαν για να την προσκυνήσουν, ζητώντας της να τους λυτρώσει από τα βάσανα και τις συμφορές.
 Ήταν το καταφύγιό τους, η ελπίδα τους για μια καλύτερη ζωή. Το 1204, κατά την Άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους έγιναν λεηλασίες και αρπαγές πολύτιμων κειμηλίων και θησαυρών. Ορισμένα από αυτά, ήταν και κάποια τεμάχια της Αγίας Ζώνης. Ένα μέρος τους διασώθηκε και παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη. Ὁ Άγιος Κωνσταντίνος είχε κατασκευάσει ένα χρυσό σταυρό για να τον προστατεύει στις εκστρατείες. Πάνω του είχε τοποθετηθεί τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, θήκες με Άγια Λείψανα Μαρτύρων, και ένα τεμάχιο της Τίμιας Ζώνης.
Κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας εναντίον των Βουλγάρων το Κειμήλιο χάθηκε. Σε μία μάχη εναντίον των Σέρβων, ο βουλγαρικός στρατός νικήθηκε από τον Σέρβο ηγεμόνα Λάζαρο, ο οποίος αργότερα δώρισε το Σταύρο του Αγίου Κωνσταντίνου στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου μαζί με το τεμάχιο της Τίμιας Ζώνης. Η άλλη εκδοχή και επικρατέστερη είναι ότι το Κειμήλιο δόθηκε στην Ιερά Μονή Βατοπαιδίου από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνό, ο οποίος παραιτήθηκε από το αξίωμα και μόνασε στη Μονή. Στο Ιερό Κειμήλιο καταφεύγουν πολλές στείρες γυναίκες, με την ελπίδα ότι η Παναγία ως μητέρα και αυτή, θα της βοηθήσει να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και να αποκτήσουν παιδί.

 ΄΄Εχω διαβάσει αρκετά πράγματα για την πορεία της ψυχής μετά τον χωρισμό της από το σώμα ,(ένα θέμα που πρέπει να προβληματίσει όλους )και κοινή διαπίστωση είναι η ομοιότης και η σειρά που αφηγούνται φωτισμένοι κυρίως Πατέρες της εκκλησίας αλλά και επίσης φωτισμένοι μοναχοί αναζητητές για τί μέλλει γεννέσθαι για την κάθε μια ψυχή που στο πλήρωμα του χρόνου αποχωρίζεται από το σώμα.Σημειωτέον δε εχει αξία και πορίσματα κυρίως γιατρών πιστών και άπιστων που τους έχουν διηγηθεί ασθενείς τους μεταθανάτια εμπειρία ,αφού δια λίγο χρόνο ήταν νεκροί και ύστερα επανήλθαν..Πολλές μαρτυρίες συμπίπτουν ταυτόσημες με αυτές της εκκλησίας αλλα το σίγουρο είναι ότι όλες μιλούν για τις δυο καταστάσεις-τόπους δλδ παράδεισο--κόλαση πού βίωσαν...
Οι πρώτες δύο ημέρες μετά το θάνατο
 Για διάστημα δύο ημερών η ψυχή απολαύει σχετικής ελευθερίας και έχει δυνατότητα να επισκεφθεί τόπους που της ήταν προσφιλείς στο παρελθόν, αλλά την Τρίτη ημέρα μετακινείται σε άλλες σφαίρες.
Εδώ ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης απλώς επαναλαμβάνει τη διδασκαλία που η Εκκλησία ήδη γνωρίζει από τον 4ο αιώνα, όταν ο άγγελος που συνόδευσε τον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας στην έρημο, του είπε, θέλοντας να ερμηνεύσει την επιμνημόσυνη δέηση της Εκκλησίας για τους νεκρούς την Τρίτη ημέρα μετά θάνατο: «Όταν γίνεται η προσφορά της αναίμακτης θυσίας (μνημόσυνο στη θεία λειτουργία) στην Εκκλησία την τρίτη ημέρα, η ψυχή του κεκοιμημένου δέχεται από τον φύλακα άγγελο της ανακούφιση για τη λύπη που αισθάνεται λόγω του χωρισμού της από το σώμα…  Στο διάστημα των δύο πρώτων ημερών επιτρέπεται στην ψυχή να περιπλανηθεί στον κόσμο, οπουδήποτε εκείνη επιθυμεί, με τη συντροφιά των αγγέλων που τη συνοδεύουν. Ως εκ τούτου η ψυχή, επειδή αγαπά το σώμα, μερικές φορές περιφέρεται στο οίκημα στο οποίο το σώμα της είχε σαβανωθεί, περνώντας έτσι δύο ημέρες όπως ένα πουλί που γυρεύει τη φωλιά του. Αλλά η ενάρετη ψυχή πλανιέται σε εκείνα τα μέρη στα οποία συνήθιζε να πράττει αγαθά έργα. Την τρίτη ημέρα,
 Εκείνος ο Οποίος ανέστη ο Ίδιος την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς καλεί την ψυχή του Χριστιανού να μιμηθεί τη δική Του ανάσταση, να ανέλθει στους Ουρανούς όπου θα λατρεύει το Θεό όλων.» Στην Ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία, ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός περιγράφει παραστατικά την κατάσταση της ψυχής η οποία, έχοντας μεν αφήσει το σώμα αλλά παραμένοντας στη γη, είναι ανίκανη να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους της τους οποίους βλέπει: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος». Σε γράμμα του προς τον αδελφό μιας αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος γράφει: «Η αδελφή σου δεν θα πεθάνει. Το σώμα του ανθρώπου πεθαίνει, αλλά η προσωπικότητά του συνεχίζει να ζει. Απλώς μεταφέρεται σε μια άλλη τάξη ζωής… Δεν είναι εκείνη που θα βάλουν στον τάφο. Εκείνη βρίσκεται σε έναν άλλο τόπο όπου θα είναι θα είναι ακριβώς το ίδιο ζωντανή όσο και τώρα. Τις πρώτες ώρες και ημέρες θα βρίσκεται γύρω σου. Μόνο που δεν θα λέει τίποτα και εσύ δεν θα μπορείς να την δεις. Θα είναι όμως ακριβώς εδώ. Να το έχεις αυτό στο νου σου. Εμείς που μένουμε πίσω θρηνούμε για τους κεκοιμημένους, όμως για εκείνους τα πράγματα είναι αμέσως πιο εύκολα. Είναι πιο ευτυχισμένοι στη νέα κατάσταση. Όσοι έχουν πεθάνει και κατόπιν επαναφέρθηκαν στο σώμα διαπίστωσαν ότι το σώμα ήταν μια πολύ στενάχωρη κατοικία. Και η αδελφή σου θα αισθάνεται έτσι. Είναι πολύ καλύτερα εκεί, και εμείς νοιώθουμε οδύνη σαν να της έχει συμβεί κάτι απίστευτα κακό! Θα μας κοιτάζει και σίγουρα θα μένει κατάπληκτη με την αντίδρασή μας». Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η ανωτέρω περιγραφή των πρώτων δύο ημερών του θανάτου αποτελεί γενικό κανόνα, ο οποίος κατά κανένα τρόπο δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι τα περισσότερα παραδείγματα από την Ορθόδοξη γραμματεία, δεν συνάδουν με αυτόν τον κανόνα, και ο λόγος είναι φανερός: οι άγιοι, μην έχοντας καμιά απολύτως προσκόλληση στα εγκόσμια και ζώντας σε διαρκή προσδοκία της αναχώρησής τους για την άλλη ζωή, δεν ελκύονται καν από τους τόπους όπου έπρατταν τα αγαθά τους έργα αλλά ξεκινούν αμέσως την άνοδο τους στους Ουρανούς.
 Άλλοι, ξεκινούν την άνοδο τους πριν το τέλος των δύο ημερών για κάποιον ειδικό λόγο που μόνον η Θεία Πρόνοια γνωρίζει. Από την άλλη οι σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες, ατελείς καθώς είναι, ανήκουν όλες στον εξής κανόνα: η «εξωσωματική» κατάσταση αποτελεί μόνο το ξεκίνημα της αρχικής περιόδου ασώματης «περιπλάνησης» της ψυχής στους τόπους των επιγείων δεσμών της. Όμως κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει παραμείνει νεκρός για αρκετό χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να συναντήσει τους αγγέλους που πρόκειται να τον συνοδεύσουν. Μερικοί επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας για την μετά θάνατον ζωή, θεωρούν ότι τέτοιες αποκλίσεις από το γενικό κανόνα για την μεταθανάτια εμπειρία αποδεικνύουν την ύπαρξη «αντιφάσεων» στην Ορθόδοξη διδασκαλία. Αυτοί οι επικριτές όμως είναι απλώς και μόνο προσκολλημένοι στις «κατά γράμμα» ερμηνείες. Η περιγραφή των πρώτων δύο ημερών, καθώς και των επομένων, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κάποια μορφή δόγματος. Είναι απλώς ένα «μοντέλο», το οποίο μάλιστα εκφράζει την πιο συνηθισμένη χρονική σειρά των εμπειριών της ψυχής μετά τον θάνατο.
 Οι πολλές περιπτώσεις, τόσο στην Ορθόδοξη γραμματεία όσο και στις αναφορές σύγχρονων σχετικών εμπειριών, όπου οι νεκροί έχουν στιγμιαία εμφανιστεί στους ζωντανούς μέσα στην πρώτη ή τις δύο πρώτες ημέρες μετά το θάνατο, μερικές φορές σε όνειρα, είναι παραδείγματα που επαληθεύουν το ότι όντος η ψυχή συνήθως παραμένει κοντά στη γη για κάποια σύντομη χρονική περίοδο. Κατά την τρίτη ημέρα, και συχνά πιο πριν, η περίοδος αυτή φθάνει στο τέλος της. Τα τελώνια Την ώρα αυτή (την τρίτη ημέρα), η ψυχή διέρχεται από λεγεώνες πονηρών πνευμάτων που παρεμποδίζουν την πορεία της και την κατηγορούν για διάφορες αμαρτίες, στις οποίες αυτά τα ίδια την είχαν παρασύρει. Σύμφωνα με διάφορες θεϊκές αποκαλύψεις υπάρχουν είκοσι τέτοια εμπόδια, τα επονομαζόμενα «τελώνια», σε καθένα από τα οποία περνά από δοκιμασία κάθε μορφή αμαρτίας. Η ψυχή αφού περάσει από ένα τελώνιο, συναντά το επόμενο, και μόνον αφού έχει διέλθει επιτυχώς από όλα τα τελώνια μπορεί αν συνεχίσει την πορεία της χωρίς να απορριφθεί βιαίως στη γέεννα. Το πόσο φοβεροί είναι αυτοί οι δαίμονες και τα τελώνια τους φένεται στο γεγονός ότι η ίδια η Παναγία, όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατο Της, ικέτευσε τον Υιό Της να διασώσει την ψυχή Της από αυτούς τους δαίμονες και απαντώντας στην προσευχή Της, ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε από τους Ουρανούς για να παραλάβει την ψυχή της Πάναγνου Μητρός Του και να την οδηγήσει στους Ουρανούς.
Φοβερή είναι πράγματι, η τρίτη ημέρα για την ψυχή του απελθόντος, και για το λόγο αυτό η ψυχή έχει ιδιαίτερη ανάγκη τότε από προσευχές για την σωτηρία της. Σύντομα, μετά τον θάνατο, η ψυχή πράγματι βιώνει μια κρίση, τη Μερική Κρίση, ως τελική συγκεφαλαίωση του «αοράτου πολέμου» που έχει διεξαγάγει ή που απέτυχε να διεξαγάγει, στην επίγεια ζωή κατά τω πεπτωκότων πνευμάτων. Συνεχίζοντας την επιστολή του προς τον αδελφό της αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο έγκλειστος γράφει: «Λίγο μετά το θάνατο, η ψυχή αρχίζει έναν αγώνα για να καταφέρει να διέλθει από τα τελώνια. Στον αγώνα της η αδελφή σου χρειάζεται βοήθεια! Θα πρέπει να στρέψεις όλη σου την προσοχή και όλη σου την αγάπη γι’ αυτήν στο πως θα την βοηθήσεις. Πιστεύω πως η μεγαλύτερη έμπρακτη απόδειξη της αγάπης σου θα είναι να αφήσεις την φροντίδα του νεκρού της σώματος στους άλλους, να αποχωρήσεις και, μένοντας μόνος σου οπουδήποτε μπορείς, να βυθιστείς σε προσευχή για την ψυχή της, για τη νέα κατάσταση στην οποία βρίσκεται και για τις καινούριες, απροσδόκητες ανάγκες της. Συνέχισε την ακατάπαυστη ικεσία σου στον Θεό για έξι εβδομάδες και περισσότερο. Όταν πέθανε η Οσία Θεοδώρα, το σακούλι από το οποίο πήραν χρυσό οι άγγελοι για να τη γλιτώσουν από τα τελώνια ήταν οι προσευχές του πνευματικού της πατέρα. Έτσι θα γίνει και με τις δικές σου προσευχές. Μην παραλείψεις να κάνεις όσα σου είπα. Αυτό είναι η πραγματική αγάπη.» Το «σακούλι» από το οποίο πήραν «χρυσό» οι άγγελοι και «εξόφλησαν τα χρέη» της Οσίας Θεοδώρας στα τελώνια έχει συχνά παρανοηθεί από κάποιους επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας. Μερικές φορές συγκρίνεται με τη λατινική έννοια του «πλεονάσματος χάριτος» των αγίων. Στην περίπτωση αυτή, τέτοιοι επικριτές ερμηνεύουν κατά γράμμα τα Ορθόδοξα κείμενα. Σε τίποτε άλλο δεν αναφέρεται το παραπάνω απόσπασμα παρά στις προσευχές της Εκκλησίας για τους αναπαυθέντες και ειδικότερα στις προσευχές ενός αγίου ανθρώπου και πνευματικού πατέρα. Είναι σχεδόν περιττό να πούμε ότι όλες αυτές οι περιγραφές έχουν μεταφυσική έννοια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη διδασκαλία περί τελωνίων τόσο σημαντική, ώστε έχει συμπεριλάβει σχετικές αναφορές σε πολλές από τις ακολουθίες της, μερικές εκ των οποίων αναφέρονται στο κεφάλαιο περί τελωνίων. Ειδικότερα, η Εκκλησία θεωρεί ιδιαιτέρως απαραίτητο να συνοδεύει με αυτήν τη διδασκαλία κάθε τέκνο της που αποθνήσκει.
Στον «Κανόνα για την Αναχώρηση της Ψυχής», που διαβάζεται από τον ιερέα στο νεκρικό κρεβάτι κάθε πιστού, υπάρχουν τα παρακάτω τροπάρια: «Καθώς φεύγω από τη γη, αξίωσέ με να διέλθω ανεμπόδιστα από τον άρχοντα του αέρα, το διώκτη και βασανιστή, εκείνον που ως άδικος ανακριτής στέκεται πάνω στους φοβερούς δρόμους». (4η Ωδή) «Ω Πανένδοξε Θεοτόκε, οδήγησέ με εις τους Ουρανούς, στα ιερά και πολύτιμα χέρια των αγίων αγγέλων ώστε, προστατευμένος μέσα στα φτερά τους, να μην αντικρύσω τη ρυπαρή, αποκρουστική και σκοτεινή μορφή των δαιμόνων». (6η Ωδή) «Ω Αγία Θεοτόκε, Εσύ η Οποία γέννησες τον Παντοδύναμο Κύριο, απομάκρυνε από εμένα τον άρχοντα των φοβερών τελωνίων, τον κυβερνήτη του κόσμου, όταν φθάσει η στιγμή του θανάτου μου, ώστε να Σε δοξολογώ αιωνίως». (8η Ωδή) Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα λόγια της Εκκλησίας προετοιμάζουν τον αποθνήσκοντα Ορθόδοξο Χριστιανό για τις δοκιμασίες που θα συναντήσει μπροστά του. Οι σαράντα ημέρες Κατόπιν, έχοντας επιτυχώς διέλθει από τα τελώνια και υποκλιθεί βαθιά ενώπιον του Θεού, η ψυχή για διάστημα τριάντα επτά επιπλέον ημερών επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τις αβύσσους της κολάσεως, μη γνωρίζοντας ακόμα που θα παραμείνει, και μόνον την τεσσαρακοστή ημέρα καθορίζεται η θέση στην οποία θα βρίσκεται μέχρι την ανάσταση των νεκρών. Σίγουρα δεν είναι παράξενο ότι η ψυχή, έχοντας διέλθει από τα τελώνια και παύσει μια για πάντα κάθε σχέση με τα επίγεια, εισάγεται στον αληθινά άλλο κόσμο, σε ένα τμήμα του οποίου θα παραμείνει αιωνίως. Σύμφωνα με την αποκάλυψη του Αγγέλου στον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας, η ειδική επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο (πέραν του γενικού συμβολισμού των εννέα αγγελικών ταγμάτων) πραγματοποιείται επειδή μέχρι τότε παρουσιάζονται στην ψυχή τα θαυμάσια του Παραδείσου, και μόνον κατόπιν αυτού, για το υπόλοιπο των σαράντα ημερών, της παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως, πριν τοποθετηθεί την τεσσαρακοστή ημέρα στη θέση στην οποία θα αναμένει την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση. Θα πρέπει και πάλι να τονίσουμε ότι οι αναφερόμενοι αριθμοί αποτελούν γενικό κανόνα ή «μοντέλο» της μεταθανάτιας πραγματικότητας, και αναμφισβήτητα δεν ολοκληρώνουν όλες οι ψυχές των απελθόντων την πορεία τους ακριβώς σύμφωνα με τον «κανόνα». Γνωρίζουμε σαφώς ότι η Οσία Θεοδώρα, στην πραγματικότητα, ολοκλήρωσε το «γύρο της κολάσεως» ακριβώς την τεσσαρακοστή ημέρα, σύμφωνα με τη γήινη μέτρηση του χρόνου. Η κατάσταση των ψυχών μέχρι την Τελική Κρίση Μερικές ψυχές βρίσκονται (μετά τις σαράντα ημέρες) σε μια κατάσταση πρόγευσης της αιώνιας αγαλλίασης και μακαριότητας, ενώ άλλες σε μια κατάσταση τρόμου εξαιτίας των αιωνίων μαρτυρίων τα οποία θα υποστούν πλήρως μετά την Τελική Κρίση. Μέχρι τότε εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της κατάστασής τους, ιδιαιτέρως μέσω της υπέρ αυτών προσφοράς της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία), και παρομοίως μέσω άλλων προσευχών. Τα οφέλη της προσευχής, τόσο της κοινής όσο και της ατομικής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση, έχουν περιγραφεί σε πολλούς βίους Αγίων και ασκητών καθώς και σε Πατερικά κείμενα. Στο βίο της μάρτυρος του 3ου αιώνα Περπετούας, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκα με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από τον ρυπαρό, καυτό τόπο όπου ήταν περιορισμένος. Χάρη στην ολόθερμη προσευχή της Περπετούας επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα ο Δημοκράτης έφτασε τη στέρνα και τον είδε να βρίσκεται σε έναν φωτεινό τόπο. Από αυτό η Περπετούα κατάλαβε ότι ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεινά της κολάσεως. Στο βίο μιας ασκήτριας που πέθανε μόλις τον 20ο αιώνα αναφέρεται μια παρόμοια περίπτωση. Πρόκειται για τη Οσία Αθανασία (Αναστασία Λογκάτσεβα), πνευματική θυγατέρα του Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Όπως διαβάζουμε στο βίο της: «Η Αναστασία είχε έναν αδελφό που τον έλεγαν Παύλο. Ο Παύλος κάποτε ήταν μεθυσμένος και κρεμάστηκε. Κι η Αναστασία αποφάσισε να προσευχηθεί πολύ για τον αδελφό της. Μετά το θάνατο του, η Αναστασία πήγε στο μοναστήρι Ντιβέγιεβο, του Οσίου Σεραφείμ, για να μάθει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση του αδελφού της, ο οποίος έδωσε τέλος στη ζωή του με τρόπο δυσσεβή και ατιμωτικό… Ήθελε να συναντήσει την Πελαγία Ιβάνοβνα και να ζητήσει τη συμβουλή της… Η Αναστασία επισκέφθηκε την Πελαγία. Εκείνη της είπε να κλειστεί στο κελί της σαράντα μέρες, να προσευχηθεί και να νηστέψει για τον αδελφό της και κάθε μέρα να λέει εκατόν πενήντα φορές: «Υπεραγία Θεοτόκε, ανάπαυσον τον δούλον σου.» Όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες, η Αναστασία είδε ένα όραμα. Βρέθηκε μπροστά σε μία άβυσσο. Στο βάθος της ήταν ένας βράχος από αίμα. Πάνω στο βράχο κείτονταν δύο άνδρες με σιδερένιες αλυσίδες στο λαιμό τους. Ο ένας ήταν ο αδελφός της. Η Αναστασία διηγήθηκε το όραμα στην Πελαγία και κείνη της είπε να συνεχίσει την νηστεία και την προσευχή. Τελείωσαν κι άλλες σαράντα ημέρες με νηστεία και προσευχή κι η Αναστασία είδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος κι ο βράχος πάνω στον οποίο βρίσκονταν οι δύο άνδρες με αλυσίδες στο λαιμό τους. Αυτή τη φορά όμως ο αδελφός της ήταν όρθιος. Περπατούσε πάνω στο βράχο, έπεφτε και ξανασηκωνόταν. Οι αλυσίδες ήταν ακόμα στο λαιμό του.
Η Πελαγία Ιβάνοβνα, στην οποία κατέφυγε και πάλι η Αναστασία, της είπε να επαναλάβει την ίδια άσκηση για Τρίτη φορά. Όταν τελείωσε και το τρίτο σαρανταήμερο της νηστείας και της προσευχής, η Αναστασία ξαναείδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος, ο ίδιος βράχος. Τώρα όμως πάνω στο βράχο ήταν μόνο ένας άνδρας, αγνωστός της. Ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά. Δε φαίνονταν πουθενά. Ο άγνωστος άνδρας ακούστηκε να λέει: «Είσαι τυχερός εσύ. Έχεις πολύ ισχυρούς μεσίτες στη γη.» Η Αναστασία ανέφερε στην Πελαγία Ιβάνοβνα το τρίτο όραμά της και εκείνη της απάντησε: «Ο αδελφός σου λυτρώθηκε από τα βάσανα. Δεν μπήκε όμως στη μακαριότητα του Παραδείσου.» Πολλά παρόμοια περιστατικά αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών. Σε περίπτωση που κάποιος έχει την τάση να ερμηνεύει κατά γράμμα τέτοια οράματα, ίσως θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι βεβαίως οι εικόνες με τις οποίες εμφανίζονται τέτοια οράματα, συνήθως σε όνειρα, δεν «φωτογραφίζουν» κατ’ ανάγκη τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο. Πρόκειται περισσότερο για εικόνες οι οποίες μεταβιβάζουν την πνευματική αλήθεια της βελτιώσεως της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον κόσμο τούτο.

Ιωαννη Μαξίμοβιτς

Όλα τα κτίσματα έχουν προσφέρει, το κάθε ένα με τη σειρά του, τον τρόπο της εξυπηρετήσεως τους στο -θέμα της σαρκώσεως του Θεού Λόγου. Εκείνο δε πού προσφέραμε εμείς, η ανθρώπινη φύση, ως αντιπροσφορά για το μέγιστο δώρο της θείας κενώσεως του Ιησού μας, το κατ’ εξοχήν τελειότατον των δώρων, είναι η Παναγία μητέρα Του και μητέρα όλων μας. Έτσι εδώ έγινε κάτι το απερίγραπτο. Πώς ευρέθη η ικανότητα σε αυτήν την Κόρη, ούτως ώστε να μπορέσει να εξυπηρέτηση έναν τέτοιο σκοπό, όπου όλα τα υπόλοιπα κτίσματα δεν ήσαν πλέον ικανά να προσφέρουν αυτό πού έλειπε; Εάν ο άνθρωπος δεν είχε την δυνατότητα να προσφέρη την Παναγία ως δώρο, τότε θα μπορούσε να πή κανείς ότι εματαιώνετο το θέμα της θείας οικονομίας, έτσι η σωτηρία του ανθρώπου, η επιστροφή και επαναφορά των κτισμάτων στην θέση τους και η αποκατάσταση στην ισορροπία της διεφθαρμένης κτίσεως, δεν θα εγίνετο.
Αυτό το επίτευγμα πού η ανθρώπινη φύση κατόρθωσε, είναι το μεγαλύτερο πού έγινε και δεν πρόκειται ποτέ να επαναληφθή.
Διεθέσαμε αυτό το μεγάλο δώρο στο να κολακεύσωμε, τρόπον τινά, την θείαν αγάπη για να μας πλησίαση. Άπαξ δοθείσα η χαριτωμένη αυτή Κόρη, η οποία τώρα είναι Θεοτόκος, μένει πλέον στο διηνεκές να έχη ιδιαιτέραν θέση έναντι στον Θεό και σε μας. Μέσω της δικής της μεσολαβήσεως ο Υιός του Θεού απέκτησε την ανθρωπινή φύση και έγινε ταυτοχρόνως Θεάνθρωπος. Ότι είχε, αυτή του το έδωσε όλο, αφού του πρόσφερε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση της. Έτσι και Αυτός με την σειρά Του της μετέδωσε την θέωση, όσο μπορεί βέβαια να χωρέση η ανθρώπινη φύση. Διότι να την μεταβολή σε κατά φύσιν Θεόν ήταν αδύνατο. Κατά Χάριν όμως την εθέωσε στο σημείο εκείνο πού, κατά τους θεολόγους της Εκκλησίας, να μην της λείπη τίποτα. Με την προσφορά μας αυτή κατορθώσαμε και ανεβήκαμε και εμείς και πλησιάσαμε τον Θεό. Διότι έχομε από την δική μας φύση πλέον, τέτοιας μορφής συγγένεια, μέσω αυτής της Κόρης, πού απεκτήσαμε τον θεανθρωπισμό σε τέτοιο αναφαίρετο και πλούσιο σημείο, ώστε να είμεθα όντως «κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Υιού Αυτού». Γι΄ αυτό και η Εκκλησία μας μετά τα Χριστούγεννα, πού εορτάζει την εξ αυτής άσπορο Γέννηση του Θεού Λόγου, εορτάζει την Σύναξή της. Την παρουσιάζει στην θέση της μητρότητας πλέον και τιμά την προσφορά της, πού συνήργησε σαν κανένας άλλος στο υπέρτατον αυτό μυστήριο. Κοιτάξετε με ποια σοφία η Θεία Πρόνοια αναμόρφωσε την «παλαιωθείσαν» εικόνα! Ο διάβολος κατόρθωσε να πλανέση το ένα εκ των δύο όντων πού εδημιούργησε ο Θεός. Επλάνεσε την γυναίκα και την έκανε όργανο απάτης και αφορμή καταστροφής. Η Θεία Πρόνοια οικονόμησε να συγκεντρωθή σ’ αυτή την αγνή Κόρη ολόκληρη η αρετή της ανθρώπινης τελειότητας, ούτως ώστε το όργανο της απώλειας και της απάτης να γίνη τώρα όργανο σωτηρίας και επιστροφής. Και όχι μόνο να γίνη, αλλά να παραμείνη στον αιώνα. Στην θέση πού ευρίσκεται τώρα η Δέσποινα μας Θεοτόκος, θεωθείσα πλέον, απέκτησε και ολόκληρη την μητρότητα, διότι είναι η πηγή της πραγματικής και αδιάφθορου μητρότητος. Η πρώτη Εύα, σαν πρώτη μητέρα, απώλεσε την αξία της μητρότητος, εφ’ όσον μαζί με μας γέννησε και τον θάνατο και μαζί του την έχθρα, το μίσος, την φθορά, την καταστροφή. Δεν είχε πλέον προσωπικότητα μητρότητος. Η Δέσποινα μας Θεοτόκος με το αδιάφθορον της αγνότητας της, ολοκλήρωσε την μητρότητα στην εντέλεια.
 Όπως στον Θεό Πατέρα ευρίσκεται ολόκληρος η πατρική στοργή, ώστε «ουδέ του ιδίου Υιού να φεισθή», αλλά «υπέρ πάντων ημών» να παραδώση Αυτόν, έτσι και τώρα στα σπλάχνα της Δέσποινας μας Θεοτόκου, της Θεωθείσης αυτής Κόρης, ευρίσκεται ολόκληρος η προσωπικότης, ολόκληρος η θέση της τελείας μητρότητος. Και τώρα μετά παρρησίας προσερχόμεθα σ’ αυτόν τον θρόνον της Χάριτος της μητρότητος και σαν υιοί προς την μανούλα μας την ικετεύαμε και είναι αδύνατο να μην μας ακούση. Είναι αδύνατον διότι πώς γίνεται στην τελειότητα της μητρότητος να κλείσουν τα σπλάχνα, όταν φωνάζουν και ζητούν τα παιδιά; Δεν είναι δύσκολο να δανεισθούμε από την οικογενειακή μας πείρα, ζωντανά παραδείγματα της μητρικής ιδιότητος. Αντικρίσαμε κάποτε να μεταβάλλεται η στοργή και η αγάπη της μητέρας εξ αιτίας της αταξίας και σκληρότητας του παιδιού, ώστε να πάρη την θέση της αγάπης η απειλή. Όταν όμως το παιδί πόνεσε, ταπεινώθηκε και έκλαψε, μεταβλήθη αμέσως η οργή της μητέρας σε συμπάθεια και φίλτρο και όλο το δυσάρεστο το αντικατέστησε η μητρική αγκάλη. Εάν αυτά υπάρχουν μέσα στην ευτελή, την ατελή, την διαβεβλημένη, την ασθενή ανθρώπινη φύση, σε πόση έκταση ευρίσκονται αυτά μέσα στην τελειότητα της πνευματικής, της θεοπρεπούς μητρότητος; Έχοντες αυτήν την μητέρα σαν εχέγγυο και ισταμένην μεταξύ ημών και του Θεού, έχομε την τελεία ελπίδα ότι καμμιά προσδοκία μας, καμμιά επιθυμία μας εν Θεώ, κανένα αίτημα μας, αλλά και καμμιά ανάγκη τωρινή και μέλλουσα είναι δυνατόν να μην ικανοποιηθούν. Διότι, όταν τρέχωμε στην μητρικήν της αγάπη, δεν μπορεί να αρνηθή, δεν θέλει να το κάνη. Αρκεί φυσικά από μέρους μας να γίνεται ή ελαχίστη προσπάθεια, να στεκώμεθα σαν λογικά όντα πάνω στην βάση του προορισμού μας.
 Και έτσι, έχοντας την Δέσποινα μας Θεοτόκο σαν εγγύηση, καθ’ ότι έγινε αφορμή της σωτηρίας μας, λύνομε κάθε πρόβλημα μας και στο παρόν και στο μέλλον. Άρα λοιπόν τί απόκειται σε μας; Να ερευνήσωμε βαθύτερα την υίική μας πλέον κατάσταση απέναντι της, να την αγαπήσωμε ειλικρινέστερα, πιστότερα, υπολογίζοντες την πραγματική της θέση και να είμεθα βέβαιοι ότι το θέμα όλων μας των προβλημάτων είναι ήδη λελυμένο διότι, είναι μεσίτης μεταξύ ημών και του Υιού της, διότι, πλέον γι΄ αυτήν ο Θεός, ο Σωτήρ του κόσμου, ο Χριστός, δεν είναι Κύριος και Θεός μόνον, αλλά είναι και ο κατά φύσιν Υιός της. Και δεν είναι δυνατόν, όπως έχομε πείρα, να πλησίαση η ιδανική μητέρα τον ιδανικόν υιόν ζητώντας του κάποια χάρη και αυτός να της αρνηθή. Αυτό δεν γίνεται. Εκείνο το όποιο απομένει σε μας είναι να ερεθίσωμε μέσα μας ο,τιδήποτε υπάρχει έναντι της μητρικής της αγάπης και ο,τιδήποτε άφορα αυτό, στην υμνολογία της, στην ευχαριστία της, στην δοξολογία της, στην παράκληση της, στην επίκληση της, ακόμα και σε κάθε άλλο το όποιον ευρίσκεται και αρμόζει στον θεοπρεπή χαρακτήρα της. Αυτή είναι κατάφορτη με όλες τις αρετές. Ιδιαίτερα όμως περισσεύει η ταπεινοφροσύνη και η αγνότης, γι’ αυτό λέγεται Αειπάρθενος. Δεν είναι μόνο Αειπάρθενος στο ότι πράγματι ήταν Παρθένος και δεν εγνώρισε ούτε καν την έννοια του ανδρός, αλλά και μέσα στην αγνότατη της ύπαρξη δεν συνελήφθη η αμαρτία ούτε κατά διάνοιαν. Ούτε στον αγνό ψυχικό της κόσμο εισήλθε η φθορά και η αμαρτία. Και έτσι ακριβώς είναι και μένει Παναγία και Αειπάρθενος. Στους νέους, στους αγάμους, στους μοναχούς, πού το κέντρο της ιδιότητος τους είναι η παρθενία απευθύνομαι. Όποιος θέλει να την τίμηση, ας κάνη περισσότερη προσφορά κρατώντας την αγνότητα του. Να πώς δοξάζεται αυτή. Το δεύτερο στοιχείο πού την χαρακτηρίζει – αν και είναι πλήρης από αρετές – είναι ειδικά η ταπεινοφροσύνη. Όταν ήλθε ο Αρχάγγελος και της είπε καθαρά: «Χαίρε, Μαρία, ευρήκες χάριν από τον Θεό και συ θα γίνης μητέρα του Θεού», δεν υπερηφανεύθη και να σκεφθή, «ώστε λοιπόν, εγώ θα είμαι πλέον μητέρα του Θεού;» Άλλα απάντησε ταπεινά. «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου». Αρπάζει την πρακτική ταπείνωση, ονομάζοντας τον εαυτό της «δούλην Κυρίου» και προσφέρει την απόλυτη υποταγή, «γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου». «Αμέσως τώρα, τί προστάζεις, Κύριε μου; Έτοιμη είμαι». Βλέπετε με ποιο χειρισμό; Με δυο άπλες λέξεις, με δυο άπλες κινήσεις αυτό το τρυφερό κοριτσάκι, όπως ήτο τότε, προσέφερε όλη την δύναμη της τελειότητας της αρετής. Ταπείνωση και υποταγή. Αυτές οι αρετές είναι και για μας οι βάσεις.
 Διότι αυτές συγκροτούν το κεφάλαιο της ιδιότητος μας της πρακτικής – για μας τουλάχιστον τους μοναχούς – μέσω του οποίου και προσωπικά θα κρατήσωμε την μοναχική μας ιδιότητα, αλλά και στους συνανθρώπους μας και στην Εκκλησία θα φανούμε ποίοι είμεθα και θα δώσωμε το παράδειγμα και την γραμμή πλεύσεως στο υπόλοιπο χριστεπώνυμο πλήρωμα. Όποιος λοιπόν θέλει να τίμηση την Πανάχραντο μας Δέσποινα και να την προκαλέση να σκορπίση πάνω του την μητρική της στοργή, θα καλλιεργήση αυτές τις αρετές, την ταπείνωση και την υποταγή. Όσο για την αγνότητα, δεν θα μιλήσω, διότι αλοίμονο αν δεν υπάρχη στον μοναχό αγνότης! Τότε χάθηκαν όλα τα κεφάλαια! Και σεις λοιπόν, εκεί πού ευρίσκεσθε, μπορείτε να πήτε έναν δικό της ύμνο. Ψάλλετε ένα τροπάριο δικό της. Φέρτε στα χείλη σας την ευωδιά του ονόματος της. Είδατε τί είπε μόνη της; Μόλις επλήσθη Πνεύματος Αγίου, άρχισε να προφητεύη για τον εαυτό της, ότι: «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί». Αυτό της το φανέρωσε η Χάρις του Αγίου Πνεύματος πού κατοίκησε μέσα της μόνιμα.
Την ανάγκασε να το πη. Εδανείσθη τα χείλη της η ενοικούσα σε αυτήν Χάρις του Αγίου Πνεύματος, σαν ένας μουσουργός πού κινεί τις χορδές για να παραγάγη μέλος. Και άρχισε να λέη μέσα της ταπεινά: «Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί, ότι εποίησέ μοι μεγαλεία ο δυνατός». Βέβαια μεγαλεία! Εφ’ όσον κατοίκησε μέσα της ολόκληρο το πλήρωμα της θεότητος σωματικώς, τί άλλο μπορούσε να γίνη; Μία ακτίνα Χάριτος, μία μόνον ακτίνα εάν επιλάμψη σε ολόκληρη την κτίση, είναι ικανή αυτή και μόνη να την μεταφέρη σε θέση θεότητος, κατά Χάριν. Εδώ όμως, σ’ αυτήν δεν πήγε απλώς ακτίνα Χάριτος. Κατοίκησε μέσα της ολόκληρο το πλήρωμα της Θεότητος σωματικώς. Αυτά ήθελα να ενθυμίσω σήμερα στην αγάπη σας και να σας κάνω θερμούς και φλογερούς απέναντι της δικής της αγάπης. Διότι έχομε και ένα ζωντανό παράδειγμα, του αειμνήστου μας Γέροντα, πού τόσο πολύ τον αγαπούσε, γιατί και αυτός την αγάπησε. Ήταν αδύνατον, αν ήταν εδώ ο αείμνηστος και άκουγε αυτά, να μην χύση άφθονα δάκρυα. Μόνο πού άκουγε το όνομα της, σκιρτούσε σαν μωρό! Άλλα του έδειξε τόσες φορές την αγάπη της αισθητά και τον αξίωσε να φυγή την ήμερα πού και αυτή έφυγε οπό τον κόσμον αυτόν. Η Χάρις της και οι πρεσβείες της και πάντων των αγίων να ενισχύουν και μας. Αμήν.

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.