2011


Ο υμνωδός την ονομάζει «πανεύφημον νύμφην Χριστού» την Αγίαν Αικατερίναν και πολύ δικαίως γιατί η Αγία ως μόνον νυμφίον της ψυχής της είχε κάνει τον Χριστόν. Η ζωή της πραγματικά πολύαθλος κατέπληξε τους πάντας. Η σοφία και η γνώσις, όλη η επιστήμη του καιρού της είχε γίνει κτήμα της. Όλα όμως τα περιφρόνησε για την αγάπη του μοναδικού Νυμφίου, του Χριστού.
Και όμως η σοφία του κόσμου αυτού δεν την παραπλάνησε, ούτε η γήινη φιλοσοφία. Την έθεσε στην υπηρεσία της αληθινής φιλοσοφίας, για να ελκύση στην πίστι του Χριστού τους φιλοσόφους του καιρού εκείνου και τους ρήτορας.
Υπέμεινε πολλά βασανιστήρια και φυλακίσεις και απ' όλα αυτά την εγλύτωσε θαυματουργικά ο Κύριος. Τέλος παρέδωσε την αγία ψυχή της με μαρτυρικόν διά ξίφους θάνατον, διά να πρεσβεύη από τότε για όλους, όσοι επικαλούνται την προστασία της. Ιδιαιτέρως τιμάται εις το όρος Σινά από τους μοναχούς της Μονής Σινά, γιατί θαυματουργικώς μετεφέρθη το σώμα της επί του όρους αυτού.
Νομίζομεν ότι μεγάλην ωφέλειαν θα λάβη ο αγαπητός αναγνώστης από την ανάγνωσιν του βίου της Αγίας Αικατερίνης, γι' αυτό και προβαίνομεν εις την έκδοσιν του φυλλαδίου αυτού με την ευχήν όπως η Μεγαλομάρτυς «αιτήται πάσι το μέγα έλεος».

Γνωριμία με τον Ιησού Χριστό
Η Αγία Αικατερίνη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και μαρτύρησε κατά την εποχή των ασεβών βασιλέων Μαξιμιανού, Μαξεντίου και Μαξιμίνου (305-313). Ήταν κόρη του ηγεμόνος της Αλεξανδρείας Κώνστα (η Κέστου) φημισμένη για το κάλλος της και τη σοφία, διότι είχε μορφωθή με τα διδάγματα της ελληνικής παιδείας και γνώριζε Όμηρο, Βιργίλιο, Αριστοτέλη, Πλάτωνα και άλλους αρχαίους συγγραφείς.
Πολλοί πλουσιώτατοι άρχοντες της συγκλήτου την ζήτησαν σε γάμο από την μητέρα της, που ήταν κρυφή χριστιανή εξ αιτίας του διωγμού, που κίνησε ο Μαξιμιανός. Οι συγγενείς και η μητέρα της την συμβούλευαν να παντρευθή για να μην περιέλθη η βασιλεία του πατέρα της σε ξένο άνδρα, αλλά η Αικατερίνη αγαπούσε την παρθενία και απέφευγε τις προτάσεις. Η παράδοση αναφέρει το εξής περιστατικό: Όταν άρχισαν να την ενοχλούν συστηματικά τους είπε:
Βρήτε ένα νέο να μου μοιάζη στα τέσσερα χαρίσματα που ομολογείτε, ότι ξεπερνώ τις άλλες νέες και τότε να τον κάνω σύζυγό μου, γιατί δεν καταδέχομαι να πάρω κατώτερό μου. Ερευνήστε αν υπάρχη κάποιος όμοιός μου στην ευγένεια, στον πλούτο, στη σοφία, και στην ωραιότητα. Αν του λείπη κάτι απ' αυτά δεν είναι άξιος για μένα.
Εγνώριζαν όλοι, ότι ήταν αδύνατο να βρεθή τέτοιος άνθρωπος και της έλεγαν, ότι ο γιος του βασιλιά της Ρώμης και άλλοι είναι ευγενείς και πλουσιώτεροι από αυτή, αλλά υστερούν στην σοφία και στην ομορφιά. Αλλά η κόρη δεν δεχόταν να πάρη «αγράμματο», όπως έλεγε.
Η μητέρα της είχε πνευματικό ένα άγιο άνθρωπο έξω από την πόλι. Πήρε, λοιπόν, την Αικατερίνη και πήγαν να τον συμβουλευθούν. Ο ασκητής άκουσε τα φρόνημα λόγια της και σκέφθηκε να την ελκύση στην πίστι του Χριστού. Της είπε λοιπόν: Γνωρίζω έναν θαυμάσιο άνθρωπο, που σε υπερβαίνει σ' όλα τα χαρίσματα και σ' άλλα αναρίθμητα. Η ωραιότητά του νικά στη λάμψη τον ήλιο, η σοφία του κυβερνά όλα τα όντα , ο πλούτος του διαμοιράζεται σ' όλο τον κόσμο και δεν λιγοστεύει ποτέ, η ευγένειά του είναι ασύλληπτη και ακατανίκητη.
Η κόρη νόμισε, ότι πρόκειται για επίγειο άρχοντα και ρωτούσε αν αυτά τα χαρίσματα ήταν αληθινά. Ρώτησε λοιπόν:
Τίνος είναι γιός;
Αυτός δεν έχει πατέρα στη γη, αλλά γεννήθηκε υπερφυσικά από μια Υπεραγία Παρθένο, που αξιώθηκε για την αγιότητά της να μείνη αθάνατη στην ψυχή και στο σώμα.
Είναι δυνατό να δω αυτό το νέο, για τον οποίο διηγείσαι τόσα θαυμαστά;
Αν κάμης ό,τι σου πω, θα αξιωθής να δης το πρόσωπό του.
Σε βλέπω άνθρωπο γνωστικό και σεβάσμιο, πιστεύω ότι δεν μου λες ψέματα. Είμαι έτοιμη να κάνω ό,τι μου πης.
Τότε ο ασκητής της έδωσε μιά εικόνα της Παναγίας, που κρατούσε το θείο Βρέφος και της λέει: Αυτή είναι η αειπάρθενος Μητέρα Εκείνου. Πάρε την και αφού κλείσης την πόρτα του δωματίου συ κάμε ολονύκτια προσευχή και παρακάλεσε αυτήν, που ονομάζεται Μαρία, να σου δείξη τον Υιόν της. Ελπίζω, ότι αν παρακαλέσης με πίστι, θα σε ακούση.
Πήρε η Αικατερίνη την εικόνα και όλη τη νύκτα κλεισμένη στο θάλαμό της προσευχόταν, όπως της είπε ο γέροντας. Από τον κόπο κοιμήθηκε και βλέπει σε όραμα την Παναγία με το θείο Βρέφος. Αλλά είχε στραμμένο το πρόσωπό του προς τη Μητέρα του, έτσι η κόρη έβλεπε τα νώτα του, επιθυμώντας να δη από μπροστά πήγε προς το άλλο μέρος, αλλά ο Χριστός έστρεφε πάλι το πρόσωπό του. Τούτο έγινε τρεις φορές. Τότε άκουσε την Παναγία να λέη:
Κύτταξε, παιδί μου, τη δούλη σου Αικατερίνη, πόσο είναι ωραία και καλή.
Το βρέφος αποκρίθηκε:
Είναι σκοτεινή και άσχημη, τόσο που δεν μπορώ να την δω καθόλου.
Δεν είναι πάνσοφη παραπάνω από όλους τους ρήτορες, πλούσια και ευγενή;
Μητέρα μου, είναι αμαθής και πολύ χαμηλά όσο βρίσκεται σε τέτοια κατάστασι, ώστε δεν πρέπει να με δη στο πρόσωπο.
Σε παρακαλώ, παιδί μου, να μην περιφρονήσεις το πλάσμα σου, αλλά να την νουθετήσης κα να την οδηγήσης για να απολαύση τη δόξα σου και να δη το πρόσωπό σου, που επιθυμούν και οι Άγγελοι να βλέπουν.
Ας πάη στο γέροντα, που της έδωσε την εικόνα και ας κάνη ό,τι θα την συμβουλεύση και τότε θα με δη.
Την άλλη μέρα ξεκίνησε το πρωί με λίγες γυναίκες κι έφθασε στο κελλί του γέροντα. Με δάκρυα του διηγήθηκε το όραμα και του ζήτησε τη συμβουλή του. Ο όσιος διηγήθηκε όλα τα Μυστήρια της αληθινής πίστεως, αρχίζοντας από τη δημιουργία του ανθρώπου.
Μετά την κατήχησι η Αγία αποθέτοντας τον παλαιό άνθρωπο και φορώντας στολή θεοΰφαντη, γύρισε στα ανάκτορα. Όλη τη νύκτα πέρασε προσευχόμενη μέχρι την ώρα που κοιμήθηκε και είδε σε οπτασία την Παρθένο με το βρέφος, που κοίτταζε την Αικατερίνη, με πολύ ιλαρότητα. Στην ερώτηση της Θεομήτορος αν ήταν τώρα αρεστή η κόρη, ο Δεσπότης απάντησε:
Τώρα έγινε ένδοξη η άσχημη και σκοτεινή, η πτωχή και χωρίς γνώσι έγινε πλούσια και πάνσοφη, η καταφρονεμένη και άσημη έγινε ευγενής και ένδοξη. Είναι στολισμένη με τέτοια χαρίσματα, ώστε επιθυμώ να τη μνηστευθώ για νύφη μου άφθορη.
Δεν είμαι άξια, Υπερένδοξε Δέσποτα, να βλέπω τη βασιλεία σου, αλλά αξίωσέ με να συναριθμηθώ με τους δούλους σου.
Η Θεοτόκος τότε πήρε το δεξί χέρι της κόρης και της είπε:
Δώσε της, παιδί μου, δακτυλίδι σαν αρραβώνα, για να την αξιώσης της βασιλείας σου.
Τότε ο Κύριος της έδωσε ένα ωραίο δακτυλίδι λέγοντας:
Σήμερα σε παίρνω για νύφη μου αιώνια και άφθορη. Να φυλάξης αυτή τη συμφωνία. Να μην πάρης άλλον νυμφίο στη γη.
Από τη στιγμή εκείνη ελκύσθηκε η Αικατερίνη από τον Ουράνιο Νυμφίο και αιχμαλωτίσθηκε η καρδιά της από τον θείο έρωτα του Χριστού.

Ενώπιον του βασιλέως Μαξεντίου
Εκείνη την εποχή ο βασιλιάς έβγαλε την εξής διαταγή: «Εγώ ο βασιλιάς, προστάζω όλους, όσοι είναι υπό την εξουσία μου, να μαζευθούν στ' ανάκτορα για να τιμήσωμε τους μεγάλους θεούς, δείχνοντας την ευγνωμοσύνη μας με θυσίες για όσες ευεργεσίες μας έκαναν. Όποιος περιφρονήσει αυτή την εντολή και τολμήσει να προσκυνήση άλλον θεό θα τιμωρηθή σκληρά».
Μετά από αυτά τα προστάγματα συγκεντρώθηκε πλήθος κόσμου για να προσφέρη θυσία, ό,τι ο καθένας μπορούσε. Ο βασιλιάς θυσίασε εκατόν τριάντα ταύρους, ενώ οι άλλοι άρχοντες και ηγεμόνες λιγώτερους.
Η Αικατερίνη εστενοχωρείτο, που έβλεπε την ασέβεια των ανθρώπων, που πρόδιδαν τη ψυχή τους από φόβο. Από ζήλο θεϊκό παρακινημένη πήρε λίγους δούλους και πήγε στον ειδωλολατρικό ναό, όπου θυσίαζαν. Στάθηκε στην πόρτα ελκύοντας τα βλέμματα όλων. Ειδοποίησε εν συνεχεία τον βασιλιά, ότι έχει να του πη κάτι σπουδαίο για μια υπόθεσι. Ο βασιλιάς πρόσταξε να πλησιάση. Η Αικατερίνη υποκλίθηκε και με παρρησία είπε:
Έπρεπε, βασιλιά, πρώτα συ να γνωρίσης την πλάνη, που έχετε λατρεύοντας σαν θεούς τα είδωλα. Είναι ντροπή και μεγάλη ανοησία να προσκυνάτε φθαρτά και αναίσθητα δημιουργήματα. Δεν πιστεύετε τουλάχιστον τον σοφό Διόδωρο, που λέγει, ότι οι θεοί αυτοί ήταν άνθρωποι με πάθη και ελαττώματα, αλλά επειδή μερικές φορές έδειξαν ανδρεία, ωνομάσθηκαν αθάνατοι. Αργότερα οι άνθρωποι νομίζοντας ότι είναι πράγματι θεοί τους προσκυνούσαν και τους τιμούσαν. Ακόμη και ο Πλούταρχος κατηγορεί και περιφρονεί όσους σέβονται τέτοια αγάλματα. Πρέπει να υπακούσης, βασιλιά, σ΄ αυτούς τους διδασκάλους και να μην γίνης αιτία να χαθούν τόσες ψυχές. Ένας είναι ο Θεός, Αΐδιος και Αθάνατος, που για την σωτηρία μας έγινε άνθρωπος. Αυτός ο Παντοδύναμος Θεός δεν έχει ανάγκη από τέτοιες θυσίες, αλλά μόνο προστάζει να τηρούμε τις εντολές του.
Ο βασιλιάς θύμωσε στο άκουσμα των συνετών λόγων της Αικατερίνης, αλλά μη μπορώντας να αναντιωθή αποκρίθηκε:
Άφησε να τελειώσουμε τη θυσία και τότε θα ακούσουμε τα λόγια σου.
Όταν τελείωσε την ανόητη πανήγυρι και τελετή, πρόσταξε να φέρουν την Αγία στ' ανάκτορα και της είπε:
Πες μας ποια είσαι και τι σημαίνουν τα λόγια, που προηγουμένως έλεγες;
Είμαι κόρη του ηγεμόνα Κώνστα. Ονομάζομαι Αικατερίνη και έχω σπουδάσει Ρητορική, Φιλοσοφία, Γεωμετρία και τις άλλες επιστήμες. Αλλά όλα αυτά τα περιφρόνησα και ήλθα να γίνω νύφη του Δεσπότη Χριστού, που λέγει με το στόμα του προφήτου: «Απολώ την σοφία των σοφών και την σύνεσιν των συνετών αθετήσω».
Ο βασιλιάς θαύμασε την σοφία, την ευστροφία και την ωραιότητα της παρθένου κι' ενόμισε ότι δεν ήτο γεννημένη στη γη από θνητούς, αλλά ότι ήταν θεότης απ' εκείνες, που σεβόταν ο ίδιος και λάτρευε. Επειδή ο βασιλιάς φανέρωσε αυτή τη γνώμη του, η Αικατερίνη του είπε:
Βέβαια, αληθινά είπες αυτά, βασιλιά, διότι ονομάζεις θεούς τους δαίμονες, που σας δείχνουν διάφορα φαντάσματα και σας παρακινούν σε ασέλγειες και σ' άλλες άτοπες επιθυμίες. Εγώ είμαι απ' τη γη και μ' έπλασε ο Θεός με τέτοια μορφή και με τίμησε με το κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσι» και γι' αυτό πρέπει να θαυμάζεται η σοφία του Πλάστη, επειδή από ευτελή ύλη κατώρθωσε να δώση τόση ομορφιά.
Μη λέγης κακό για τους θεούς, που έχουν δόξα αθάνατη, είπε πειραγμένος ο βασιλιάς.
Αν θελήσης να αποτινάξης το σκοτάδι της απάτης θα γνωρίσης την ευτέλια των θεών σου και θα καταλάβης τον αληθινό Θεό. Και μόνο το όνομα του Θεού η και ο Σταυρός του τυπούμενος στον αέρα αφανίζει τους θεούς σου, κι' αν θέλης μπορώ να στο αποδείξω.
Ο βασιλιάς φοβήθηκε μήπως τον νικήση με αποδείξεις και ντροπιασθή και της είπε:
Είναι άπρεπο να συζητά ο βασιλιάς με γυναίκες. Θα μαζέψω τους σοφούς ρήτορές μου και τότε θα καταλάβης την αδυναμία των λόγων σου και θα πιστέψης αυτά που λέω εγώ.

Συνομιλία με τους ρήτορες.Μαρτύριον των ρητόρων
Μετά απ' αυτή τη συνομιλία ο βασιλιάς με επιστολές κάλεσε όλους τους σοφούς και ρήτορες. Το περιεχόμενο των επιστολών ήταν περίπου έτσι:
«Εγώ ο βασιλιάς χαιρετώ όλους τους σοφούς και τους ρήτορες των Ελλήνων και σας παρακαλώ να έλθετε εδώ γρήγορα, για να αποστομώσετε μια γυναίκα σοφή, με τη βοήθεια του σοφώτατου θεού Ερμή. Αυτή η γυναίκα χλευάζει τους θεούς μας, ονομάζει τις πράξεις τους μύθους και φλυαρίες. Αν την νικήσετε, θα αξιωθήτε πολλών τιμών».
Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, εκατόν πενήντα σοφοί, οξείς στο νου και ικανώτατοι στην ομιλία. Τους είπε λοιπόν ο βασιλιάς.
Ετοιμασθήτε με επιμέλεια ν' αγωνισθήτε καλά και μην αμελήσετε, νομίζοντας ότι είναι εύκολο το έργο σας, επειδή έχετε να αντιμετωπίσετε μια γυναίκα. Αλλά ετοιμασθήτε σαν να έχετε ανταγωνιστή σοφώτατον ρήτορα. Δείξτε την σοφίαν σας, που νομίζω ότι υπερβαίνει τη σοφία και αυτού του Πλάτωνος.
Σ' αυτά τα λόγια απάντησε κάποιος απ' τους ρήτορες που ξεχώριζε:
Έστω κι' αν είναι η φρονιμώτερη γυναίκα και η σοφώτερη δεν θα μπορέση να συζητήση μαζί μας. Πρόσταξέ την, λοιπόν, να έλθη.
Γεμάτος χαρά ο βασιλιάς, ελπίζοντας ότι θα νικήση την πλήρη χάριτος φιλοσοφία διατάζει να φέρουν την κόρη στο θέατρο, όπου είχε συγκεντρωθή πλήθος κόσμου. Πριν φθάσουν οι απεσταλμένοι στην Αγία ήλθε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ και της λέγει:
Μη ταράζεσαι, κόρη. Ο Κύριος θα προσθέση σοφία στην σοφία σου, για να νικήσης τους ρήτορες και όχι μόνο αυτοί, αλλά και πολλοί άλλοι θα πιστέψουν και θα αξιωθήτε όλοι να λάβετε το στεφάνι του μαρτυρίου.
Όταν παρουσιάσθηκε εμπρός στους σοφούς η παρθένος, ο υπερήφανος ρήτορας, που είχε διαβεβαιώσει τον βασιλιά για την νίκη, της είπε:
Συ είσαι εκείνη, που βλασφημεί τους θεούς μας τόσο αναίσχυντα;
Εγώ είμαι. Δεν βλασφημώ όμως αναίσχυντα, όπως είπες, αλλά ήπια και με φιλαλήθεια μιλώ για τους ψεύτικους θεούς σας.
Ενώ οι μεγάλοι ποιητές τους ονομάζουν υψηλούς, συ, που γνώρισες την σοφία τους, τολμάς να μιλάς με τόση θρασύτητα;
Την φοβία μου την έχω δώρο από τον Θεό, που είναι η Σοφία και η Ζωή. Εκείνος, που σέβεται και τηρεί τις θείες εντολές είναι πράγματι φιλόσοφος. Τα έργα των θεών σας και οι διηγήσεις γι' αυτούς είναι γεμάτες απάτη. Πες μου ποιος από τους μεγάλους ποιητές τους ονόμασε θεούς!...
Πρώτος ο Όμηρος και ο Ορφέας και όλοι οι άλλοι. Μην απατάσαι, λοιπόν, συ η σοφή να προσκυνάς τον Εσταυρωμένο, που κανένας ποιητής δεν τον ωνόμασε Θεό.
Μα ο ίδιος ο Όμηρος λέγει για τον Δία, ότι είναι απατεώνας, πανούργος και ψεύτης και ότι ήθελαν να τον δέσουν η Ήρα, ο Ποσειδών κι' η Αθηνά, αν δεν πρόφθαινε να κρυφθή. Και οι άλλοι αναφέρουν τέτοια υβριστικά για τους Θεούς. Είπες, ότι τον Εσταυρωμένο δεν τον αναφέρει κανένας παλαιός σοφός, και γι' αυτό να μην ασχολούμεθα μ' αυτόν, που είναι ο αληθινός Θεός, Δημιουργός πάσης κτίσεως και όλου του ανθρώπινου γένους. Θυμίσου τι λέγει για τη σάρκωσί του και τη σωτήρια Σταύρωσί Του η Σίβυλλα και ο Απόλλων. Αυτός ο Θεός έγινε άνθρωπος, περπάτησε στη γη, δίδαξε, εθαυματούργησε. Έπειτα καταδέχτηκε και τον θάνατον για να λύση την πρώτη καταδίκη και να ανοίξη τις πύλες του Παραδείσου. Μετά το μαρτύριό του πέθανε και αναστήθηκε. Όταν ανέβηκε στους Ουρανούς 'έστειλε στον κόσμο τους Μαθητές φωτισμένους απ' το Άγιο Πνεύμα, για να λυτρώσουν τις ψυχές από την πλάνη της απιστίας. Αυτά πρέπει και συ να τα πιστέψης και να γνωρίσης τον αληθινό Θεό και να γίνης δούλος του, αν θέλης το συμφέρον σου. Ο ίδιος ο Χριστός λέγει καλώντας όλους: «Δεύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς»...
Με τέτοια λόγια γεμάτα σοφία κατέπληξε η πάνσοφη τον φιλόσοφο, που έμεινε άφωνος. Ο βασιλιάς βλέποντας την ήττα του σοφού διέταξε τους άλλους να συζητήσουν με την χριστιανή. Εκείνοι όμως δήλωσαν:
Δεν μπορούμε ν' αντισταθούμε στην αλήθεια, τώρα μάλιστα, που βλέπομε ότι ο καλύτερος ρήτορας νικήθηκε.
Τότε ο βασιλιάς θύμωσε και πρόσταξε να τους κάψουν στο μέσον της πόλεως. Εκείνοι έπεσαν στα πόδια της Αγίας παρακαλώντας να τους συγχωρήση ο Θεός για όσα από άγνοια έκαμαν, γιατί τώρα πιστεύουν στην αληθινή πίστι και επιθυμούν να βαπτιστούν και να πάρουν την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος. Η Αγία λοιπόν τους είπε:
Είσθε τώρα ευτυχείς και καλότυχοι, γιατί αφήσατε το σκοτάδι και ακολουθήσατε το φως της αλήθειας. Η φωτιά, που σας απειλεί ο ασεβής βασιλιάς, θα γίνη για σας Βάπτισμα, που θα σας καθαρίση από κάθε ακαθαρσία της ψυχής και του σώματος.
Έτσι τους παρακίνησε όλους και τους σφράγισε με το σημείο του Σταυρού στέλνοντάς τους στο μαρτύριο.
Τους έρριξαν οι στρατιώτες στη φωτιά στις 17 Νοεμβρίου. Το βράδυ της ίδιας ημέρας πήγαν μερικοί ευσεβείς να συνάξουν τα λείψανα και τα βρήκαν όλα σώα και ακέραια χωρίς να τα έχη βλάψει η φωτιά,

Βασανιστήρια και φυλάκισις της Αγίας
Ο βασιλιάς από την πλευρά του είχε συγκεντρώσει όλη του την φροντίδα στην Αγία. Επειδή δεν μπορούσε να την νικήση με συλλογισμούς φιλοσοφίας, προσπαθούσε να επιτύχη το σκοπό του με κολακείες και πανουργίες λέγοντας:
Υπάκουσε σε μένα, που σε συμβουλεύω σαν φιλόστοργος πατέρας να προσκυνήσης τους μεγάλους θεούς και ιδιαίτερα τον Ερμή, που σε στόλισε με της φιλοσοφίας τα χαρίσματα και θα σου δώσω το μισό της εξουσίας μου και θα κατοικής μαζί μου στ' ανάκτορα.
Βγάλε το προσωπείο, βασιλιά, και μην υποκρίνεσαι, απάντησε η Αγία. Εγώ είμαι χριστιανή και θα γίνω νύφη Χριστού, που τον έχω μοναδικό Νυμφίο και σύμβουλο, στολισμό της παρθενίας μου και ποθώ το μαρτύριο περισσότερο από κάθε βασιλικό ένδυμα και στεφάνι.
Μη μ' αναγκάσης να βρίσω την αξία σου χωρίς να το θέλω, είπε πάλι ο βασιλιάς.
Κάνε ό,τι θέλεις, γιατί με την πρόσκαιρη αυτή ατιμία θα γίνης αφορμή να δοξασθώ με δόξα αθάνατη και να πιστέψη πλήθος κόσμου στον Χριστό μου ακόμη και μέσα από το παλάτι σου.
Ωργίσθηκε ο βασιλιάς ύστερα απ' αυτήν την απάντησι και διέταξε να την κτυπήσουν με νεύρα βοδιών. Κτυπούσαν, λοιπόν, την Μάρτυρα επί δύο ώρες δυνατά στην κοιλιά και στην ράχη, μέχρις ότου ξέσκισαν το παρθενικό της σώμα. Η Αγία στεκόταν με τόση ανδρεία και γενναιότητα, ώστε εθαύμαζαν όσοι την έβλεπαν. Το βράδυ δόθηκε διαταγή να την φυλακίσουν και να μην της δώσουν φαγητό και νερό για δώδεκα μέρες, μέχρι να βγη η απόφασι με ποιο τρόπο θα θανατωθή.

Επιστροφή εις την πίστιν της βασιλίσσης και του Πορφυρίωνος

Η Φαυστίνα, σύζυγος του βασιλιά, είχε πόθο να γνωρίση την Αγία, που την είχε αγαπήσει ακούγοντας τις αρετές και τα ανδραγαθήματά της. Βρήκε, λοιπόν, την ευκαιρία, όταν έλειπε ο σύζυγός της από την πόλι. Κάλεσε την στρατοπεδάρχη Πορφυρίωνα, άνθρωπο άξιο και έμπιστο, και του είπε:
Την περασμένη νύκτα είδα σ' όραμα την Αικατερίνη καθισμένη μεταξύ πολλών παρθένων. Όταν με είδε με κάθισε κοντά της και μου έβαλε στο κεφάλι χρυσό στεφάνι λέγοντας: «Ο Δεσπότης Χριστός σου στέλλει αυτό το στεφάνι». Σε παρακαλώ, λοιπόν, Πορφυρίωνα, να βρης ένα τρόπο να συναντήσω απόψε την κόρη αυτή.
Θα εκπληρώσω την επιθυμία σου, δέσποινα, απάντησε ο Πορφυρίων.
Όταν νύκτωσε λοιπόν πήρε διακόσιους στρατιώτες και πήγαν στη φυλακή με τη βασίλισσα. Έδωσαν χρήματα στον δεσμοφύλακα κι' εκείνος τους άνοιξε την πόρτα της φυλακής. Η Αυγούστα έπεσε με δάκρυα στα πόδια της Μάρτυρος λέγοντας:
Τώρα είμαι καλότυχη και ευτυχισμένη, είπε η βασίλισσα, γιατί σε γνώρισα. Ποθούσα να δω το βασιλικό σου πρόσωπο και διψούσα ν' ακούσω τα μελίρρυτα λόγια σου. Τώρα κι' αν στερηθώ τη ζωή και την βασιλεία μου δεν θα λυπηθώ καθόλου. Είσαι ζηλευτή συ, που προσκολλήθηκες σε τέτοιο Δεσπότη, που σου χαρίζει τόσες δωρεές και χαρίσματα.
Κι' εσύ είσαι ευτυχισμένη, βασίλισσά μου, γιατί βλέπω, το στεφάνι που σου βάζουν στο κεφάλι οι Άγιοι Άγγελοι. Μετά τρεις μέρες θα το πάρης, αφού υπομείνης μαρτύριο. Τότε θα πας κοντά στον Αληθινό Βασιλέα, για να βασιλεύσης αιώνια.
Φοβάμαι τα βασανιστήρια και τον σύζυγό μου, γιατί είναι πολύ σκληρός κι' απάνθρωπος.
Έχε θάρρος. Στην καρδιά σου θα βρίσκεται ο Χριστός, που θα σε δυναμώνη στη δύσκολη ώρα του μαρτυρίου. Πολύ λίγο θα πονέση το σώμα σου εδώ, για να αναπαύεται εκεί αιώνια.
Ενώ οι δυό γυναίκες έλεγαν αυτά, ρώτησε ο Πορφυρίων την Αγία:
Τι χαρίζει ο Χριστός σ' όσους πιστεύουν; Θέλω κι΄ εγώ να τον γνωρίσω και να γίνω οπαδός του.
Δεν διάβασες ποτέ καμμιά γραφή των χριστιανών; Ούτε έχεις ακούσει τίποτε γι' αυτά;
Από παιδί βρίσκομαι στους πολέμους και μόνο μ' αυτούς ασχολούμαι. Δεν έχω φροντίσει γι' άλλα πράγματα.
Δεν μπορεί η γλώσσα να διηγηθή τα αγαθά, που ο Θεός ετοιμάζει για όσους Τον αγαπούν και τηρούν τις εντολές του.
Τότε η χάρις γέμισε τη καρδιά του Πορφυρίωνα. Πίστεψε μ' όλη του την καρδιά στον Χριστό μαζί με τους διακόσιους στρατιώτες του και αφού πήραν όλοι δύναμι από την Μάρτυρα έφυγαν.

Τροφή από τον Θεόν. Νέα βασανιστήρια
Ο φιλάνθρωπος Χριστός δεν άφησε μόνη την Αγία. Σαν φιλόστοργος πατέρας έστελνε τροφή μ' ένα περιστέρι και την δυνάμωνε λέγοντάς της: «Μη δειλιάσης, κόρη, γιατί εγώ είμαι μαζί σου. Θα μείνης ανέγγιχτη από τα μαρτύρια και με την υπομονή σου θα επιστρέψης πολλούς στην ορθή πίστι και θα αξιωθής πολλών αφθάρτων τιμών».
Την άλλη μέρα ο βασιλιάς πρόσταξε να φέρουν την Μάρτυρα μπροστά του. Μόλις την είδε απόρησε, γιατί ενώ περίμενε να την δη αδυνατισμένη κα καταβεβλημένη, την είδε να λάμπη από ομορφιά και χάρι. Σκέφθηκε, ότι ίσως κάποιος φύλακας να την έτρεφε κρυφά και σχεδίαζε να τιμωρήση τους φύλακες. Η Αγία όμως για να μην τιμωρηθούν ανεύθυνοι άνθρωποι, ωμολόγησε την αλήθεια:
Κανένας άνθρωπος, βασιλιά, δεν μου έδωσε τροφή, αλλά με έτρεφε ο Δεσπότης Χριστός, που φροντίζει για τους δούλους του.
Ο βασιλιάς προσπάθησε για τελευταία φορά να την μεταπείση με κολακείες:
Σε σένα, ηλιόμορφη κόρη, αξίζει το βασίλειο, Σε σένα, που υπερβαίνεις κι' αυτή την Αφροδίτη στην ομορφιά. Έλα, λοιπόν, να θυσιάσης στους θεούς και να γίνης βασίλισσά μου. Μη θελήσης, σε παρακαλώ, να χαθή τέτοια ομορφιά με βασανιστήρια.
Εγώ είμαι γη και πηλός και κάθε ομορφιά μαραίνεται σαν άνθος και σαν όνειρο χάνεται η από αρρώστια η από τα γηρατειά η από τον θάνατο. Λοιπόν, μη νοιάζεσαι για την ομορφιά μου.
Ενώ συνομιλούσε η Αγία με τον βασιλιά, κάποιος έπαρχος, Χουρσασαδέν ονομαζόμενος, θέλοντας να δείξη στο βασιλιά αγάπη κι' εύνοια, είπε:
Εγώ, βασιλιά, ξέρω μια μηχανή, που μ' αυτήν θα νικήσης την κόρη η θα θανατωθή με πόνους. Διάταξε να κάμουν τέσσερους ξύλινους τροχούς. Γύρω σ' αυτούς να καρφώσουν ξυράφια κι' άλλα σίδερα κοφτερά. Οι δυό να γυρίζουν αριστερά κι' οι άλλοι δυό δεξιά. Στη μέση τους θα βάλουν δεμένη αυτήν και έτσι γυρίζοντας οι τροχοί θα κατασχίσουν τις σάρκες της.
Το σχέδιο άρεσε στο βασιλιά κι' έδωσε διαταγή να κατασκευασθή το μηχάνημα. Σε τρεις μέρες κατασκευάσθηκε ο τροχός και για να φοβίσουν την Αγία έκαναν επίδειξι γυρίζοντας γρήγορα τους τροχούς. Ο βασιλιάς απευθύνθηκε στην Αικατερίνη λέγοντας:
Βλέπεις; Σ' αυτό το μηχάνημα θα δοκιμάσης τον θάνατο, αν δεν προσκυνήσης τους θεούς.
Σου είπα πολλές φορές την απόφασί μου. Μη χάνης καιρό. Κάμε ό,τι θέλεις, του είπε με θάρρος η Αικατερίνη.
Ύστερα από τη σταθερή απόφασί της την έρριξαν στους τροχούς δεμένη, αλλά η θεία χάρις βοήθησε την Αγία, που βρέθηκε λυμένη και αβλαβής, με τη βοήθεια ενός Αγγέλου. Όταν οι παριστάμενοι είδαν το παράδοξο θέαμα φώναξαν: «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών».

Μαρτύριον της βασιλίσσης.
Ο βασιλιάς σκοτισμένος από το θυμό του έκανε σαν τρελλός και απειλούσε ότι θα της επιβάλη νεώτερη τιμωρία. Όταν πληροφορήθηκε τα γεγονότα η βασίλισσα βγήκε από τα ιδιαίτερα διαμερίσματά της και ελέγχοντας τον σύζυγό της είπε με παρρησία:
Στ' αλήθεια είσαι μωρός κι' ανόητος να πολεμάς τον ζωντανό Θεό και να βασανίζης άδικα την δούλη του.
Στο άσκουσμα αυτών των λόγων ο βασιλιάς έγινε αγριώτερος και από τα θηρία. Άφησε λοιπόν την Αικατερίνη και στράφηκε κατά της συζύγου του. Διέταξε να της κόψουν τους μαστούς. Η Φαυστίνα αντιμετωπίζει με χαρά τα βασανιστήρια. Προσεύχεται να της δώση ο Θεός δύναμι και βοήθεια. Η θηριωδία του συζύγου της φθάνει στο αποκορύφωμα. Διατάζει να της κόψουν το κεφάλι. Η βασίλισσα δέχθηκε με αγαλλίασι την απόφασι λέγοντας στην Αγία:
Δούλη του αληθινού Θεού, κάνε προσευχή για μένα.
Πήγαινε να βασιλεύσης με τον Χριστόν αιώνια, της αποκρίθηκε η Αγία.
Η μακάρια Φαυστίνα μαρτύρησε στις 23 Νοεμβρίου. Τη νύκτα ο Πορφυρίων με τους συντρόφους του κρυφά έθαψε το λείψανό της.

Μαρτύριον του Πορφυρίωνος και των πιστευσάντων στρατιωτών
Το άλλο πρωί επειδή ήθελε να τιμωρήση ο βασιλιάς μερικούς σαν υπεύθυνους, παρουσιάσθηκε ο Πορφυρίων με τους λοιπούς στο κριτήριο και είπε:
Και εμείς είμαστε Χριστιανοί, στρατιώτες του Μεγάλου Θεού.
Ο βασιλιάς αναστέναξε από λύπη και φώναξε.
Χάθηκα, γιατί έχασα τον θαυμαστό Πορφυρίωνα. Και σεις στρατιώτες μου, τι πάθατε και περιφρονήσατε τους θεούς των πατέρων μας; Τι σας έκαναν;
Ο Πορφυρίων λοιπόν είπε στον τύραννο:
Γιατί αφήνεις το κεφάλι και ρωτάς τα πόδια; Με μένα να μιλήσης.
Συ είσαι η αιτία της καταστροφής τους. Διατάζει λοιπόν να τους αποκεφαλίσουν. Ήταν 24 Νοεμβρίου.

Μαρτυρικόν τέλος της Αγίας
Την επομένη έφεραν την Αικατερίνη στο κριτήριο. Της λέει ο βασιλιάς:
Πολλή θλίψι και ζημιά μου έδωσες, συ πλάνησες την γυναίκα μου και τον ανδρείο μου στρατηλάτη, που ήταν η δύναμη του στρατού μου. Πρέπει να σε θανατώσω αλύπητα. Αλλά σε συγχωρώ, γιατί λυπάμαι να χαθή μια κόρη σοφή και όμορφη, όπως συ. Θυσίασε στους θεούς και θα σε κάνω μόνιμη βασίλισσα.
Άδικα όμως προσπάθησε να της αλλάξη τη γνώμη. Απελπίσθηκε λοιπόν κι' έδωσε εντολή να την αποκεφαλίσουν. Οι στρατιώτες πήραν την Αγία και πήγαν στον τόπο της καταδίκης. Ακολουθούσε πολύς λαός πίσω, άνδρες και γυναίκες, που έκλαιγαν πικρά για την κόρη, την ωραία, την πάνσοφη, την Αγία, που επρόκειτο να χαθή.
Εκείνη όμως τους παρηγορούσε λέγοντάς τους:
Αφήστε τον ανώφελο θρήνο και χαρήτε, γιατί εγώ βλέπω τον Νυμφίον μου Ιησού Χριστόν, τον πλάστη και Σωτήρα μου, που με προσκαλεί στα άρρητα κάλλη του Παραδείσου, να βασιλεύσω μαζί του αιώνια.
Όταν έφθασαν στον τόπο του μαρτυρίου της έκαμε την προσευχή της λέγοντας:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, σ' ευχαριστώ, γιατί μου έδωσες υπομονή και ωδήγησες τα βήματά μου. Συγχώρησε , Κύριε, τα σφάλματά μου και κράτησε αθέατο το σώμα μου από εκείνους, που θα το ζητούν. Φύλαξέ το σώο και ακέραιο, όπου ορίσης συ ο Βασιλεύς μου. Δώσε τα προς το συμφέρον αιτήματα σ' όσους Σε επικαλούνται. Αμήν».
Τότε ο δήμιος έκοψε με το ξίφος την τίμια κεφαλή της στις 25 Νοεμβρίου του 307. Το τίμιο λείψανό της Άγιοι Άγγελοι το μετέφεραν στο όρος Σινά, όπου και ιδιαίτερα τιμούν την Αγία.
Αυτός είναι ο βίος της πάνσοφης Αικατερίνης και το μαρτύριό της. Αγάπησε τον Κύριο τόσο ώστε θυσίασε τα πάντα για την δόξα Του. Η μνήμη της εορτάζεται την ημέρα του μαρτυρίου της, στις 25 Νοεμβρίου.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ
Ήχος πλ. α' Τον συνάναρχον Λόγον.

Την πανεύφημον νύμφην Χριστού υμνήσωμεν, Αικατερίναν την θείαν, και πολιούχον Σινά, την βοήθειαν ημών και αντίληψιν, ότι εφίμωσε λαμπρώς τους κομψούς των ασεβών, του Πνεύματος τη δυνάμει, και νυν ως Μάρτυς στεφθείσα, αιτείται πάσι το μέγα έλεος.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος γ'. Η Παρθένος σήμερον.

Την σοφίαν άνωθεν, κομισαμένη του λόγου, των ρητόρων ήλεγξας, τας φληναφίας ευτόνως, κάλλεσι, της παρθενίας ωραϊσμένη, αίμασι, της μαρτυρίας πεποικιλμένη, διά τούτο σε ως νύμφην, Αικατερίνα Χριστός προσήκατο.

Αν δεν προσκολληθείς στα γήινα πράγματα, θα μείνεις ελεύθερος και από τα δεσμά των θλίψεων. Ας μη σαγηνεύεται η καρδιά σου από τα υλικά, για να μη γίνει αιχμάλωτή τους. Μην ζητάς ανάπαυση και παρηγοριά στις σαρκικές απολαύσεις, γιατί δεν θα αναπαυθείς ποτέ σ'αυτές. Αναζήτησε τον Κύριο, τον πλάστη και ευεργέτη σου. Όλα τα επίγεια είναι πρόσκαιρα και απατηλά, μόνο ο Θεός και η αγάπη Του μένουν στον αιώνα. Σε ώρες μεγάλης θλίψεως και αφόρητου πόνου, η ψυχή επιζητώντας διέξοδο, στρέφεται, πολλές φορές με μανία αληθινή, σε επίγειες παρηγορίες. Αναζητά σ'αυτές το αντίδοτο του πόνου. Ξεξελασμένη έτσι από τον διάβολο, αφού ικανοποιηθεί για λίγο, πέφτει μετά σε βαθύτερη θλίψη και απόγνωση. Γιατί η παρηγοριά που δίνουν τα φθαρτά πράγματα στον άνθρωπο είναι και αυτή φθαρτή. Γι'αυτό και πολλοί που έζησαν όλη τους τη ζωή τους μέσα στις ηδονές, φθάνοντας στο τέλος της ζωής τους συνειδητοποίησαν πως τίποτα δεν απόλαυσαν, πως όλα ήταν φευγαλέο όνειρο που άφησε πίσω του μόνο πίκρα.
Αδιάκοπα η ψυχή πάσχει και υποφέρει και βασανίζεται και παλεύει. Από τη μία μεριά οι εξωτερικές πιέσεις και τα προβλήματα, που δεν την αφήνουν σε ησυχία. Το ένα κακό φεύγει, το άλλο έρχεται, το ένα πρόβλημα λύνεται, άλλο εμφανίζεται. Από την άλλη πάλι η ψυχή ταλαιπωρείται εσωτερικά από τα πάθη και τις συγκρούσεις τους, που της δημιουργούν τύψεις, αθυμία, πόνο, θυμό, ταραχή, ανησυχία. Που λοιπόν θα μπορέσει να ακουμπήσει λυτρωτικά η ψυχή με όλα αυτά; Ποιος θα της δώσει ειρήνη και ανάπαυση; Ποιος έχει τη δυνατότητα να της εμπνεύσει ηρωισμό και καρτερία για τα εξωτερικά προβλήματα, αλλά και να την λυτρώσει από τις εσωτερικές συγκρούσεις των παθών και τις τύψεις; Ποιος; ....Ξέρεις άλλον από τον Κύριο μας, τον Ιησού;
Γι'αυτό λοιπόν νύχτα και μέρα αναζήτα με πόνο και πόθο τον Κύριο. Αναζήτησέ Τον μέχρι να Τον βρεις και να Τον αποκτήσεις. Που θα τον αναζητήσεις όμως; Ψάξε σε όλα τα σημεία της γης, ζήτησέ Τον στα πέρατα Του κόσμου, ζήτησέ Τον στα πλούτη, στη δόξα, στο σωματικό κάλλος, στις απολαύσεις και τις ηδονές;....Πουθενά δεν θα Τον βρείς. Γιατί Εκείνος σε κρατά ολόκληρο μέσα στα χέρια Του, κι εσύ δεν το γνωρίζεις. Βρίσκεται όλος μέσα σου, κι ούτε που το νιώθεις. Η βασιλεία του ουρανού μέσα σου είναι, μην την ψάχνεις σε άλλους τόπους.

(Αγίου Δημητρίου Ροστόβ)


  

Πάντα με πολλή παρρησία πρέπει να πλησιάζουμε τον Θεό, Να Τον ικετεύουμε σαν τα μικρά παιδιά που περιμένουν βοήθεια από την μητέρα τους και απλώνουν προς αυτήν τα μικρά τους χεράκια.
Να Τον ικετεύουμε σαν ένας φτωχός που πεθαίνει της πείνας και ήρθε να παρακαλέσει τον άνθρωπο που είναι γνωστός για την ευσπλαχνία του να τον βοηθήσει.
Να Τον ικετεύουμε σαν την Χαναναία γυναίκα που με επιμονή παρακαλά τον Χριστό και σηκώνει σ' Αυτόν τα χέρια της. Τον ικετεύει με παρρησία γιατί πιστεύει και ξέρει ότι θα λάβει αυτό που ζητά, πιστεύει και γι' αυτό παίρνει βοήθεια,
Βλέπουμε λοιπόν ότι δύο προϋποθέσεις υπάρχουν για να γίνει δεκτή η προσευχή μας από τον Θεό.
Πρώτ' απ' όλα χρειάζεται βαθειά και μεγάλη πίστη στον Κύριο, με όλη μας την καρδιά να πιστεύουμε σ' Αυτόν που ικετεύουμε. Και το δεύτερο, να μην υπάρχει ούτε ίχνος αμφιβολίας, κανένας δισταγμός στην καρδιά αλλά μόνο η πίστη, η πίστη στο άπειρο έλεος του Θεού.
Μόνο η προσευχή που βγαίνει από καρδιά που είναι γεμάτη ελπίδα και πίστη ακούγεται από τον Θεό.
Εκτός απ' αυτό η προσευχή θέλει επιμονή. Πρέπει να ξέρουμε ότι δεν θα λάβουμε αμέσως αυτό που ζητάμε. Πρέπει να δείξουμε ότι είναι σταθερή η ελπίδα που έχουμε στον Θεό και η επιμονή σ' αυτά που ζητάμε..

Τι σημαίνει να προσευχόμαστε αδιάκοπα;
Δεν έχουμε και εμείς τις δικές μας βιοτικές φροντίδες, είναι δυνατόν να ασχολούμαστε μόνο με προσευχή; Η εντολή αυτή φαίνεται απραγματοποίητη. Και όμως είναι εφικτή και εφαρμόσιμη, διότι τίποτα το ανέφικτο δεν ζητάει από μας ο Κύριος Ιησούς Χριστός.
Πώς όμως μπορούμε να εφαρμόσουμε στη ζωή μας αυτή την εντολή που ισχύει για όλους τους χριστιανούς;
Το να προσευχόμαστε αδιάκοπα δεν σημαίνει μόνο να διαβάζουμε τις ευχές, να κάνουμε γονυκλισίες και να πηγαίνουμε στην εκκλησία. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Να προσευχόμαστε αδιάκοπα μπορούμε πάντα και.οπου και να βρισκόμαστε.. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι να έχει η καρδιά μας διάθεση για προσευχή. Να είναι ταπεινή και να θρηνεί αδιάκοπα την αναξιότητα και την αμαρτωλότητά της. Γεμάτη φόβο μπροστά στην μεγαλοσύνη του Θεού, τον Οποίο προσβάλλουμε με τις αμαρτίες μας, Αν τέτοια θα είναι η καρδιά μας, τότε πάντα θα είμαστε προσευχόμενοι και στη δουλειά και στο σπίτι. Θα είμαστε προσευχόμενοι ακόμα και τότε όταν κληθούμε να δώσουμε λόγο σ' αυτούς που έχουν στα χέρια τους εξουσία. Και στεκάμενοι μπροστά στην πόρτα τους θα στέλνουμε τις σιωπηλές μας κραυγές στον Θεό, παρακαλώντας Τον να μας προστατέψει.
Σε κάθε μας έργο μπορούμε να προσευχόμαστε, μόνο να υπάρχει διάθεση για προσευχή, να ποθεί η καρδιά μας τον Κύριο και τότε η εντολή που μας έδωσε ο απόστολος μπορεί εύκολα να πραγματοποιηθεί.
Δεν ακούει ό Θεός και εκείνες τις προσευχές που δεν Του είναι ευάρεστες. Δεν δέχεται τις παρακλήσεις που στρέφονται κατά των ανθρώπων.
Όταν, παραδείγματος χάριν, Του ζητάμε να τιμωρήσει τους δικούς μας εχθρούς. Πολλές φορές ασυνείδητα ζητάμε στις προσευχές μας κάτι βλαβερό για τον πλησίον, τέτοιες ευχές ο Θεός δεν εισακούει.
Η ουσία της προσευχής είναι, να παραδιδόμαστε ολοκληρωτικά, με όλη την καρδιά μας να ικετεύουμε τον Θεό και η προσευχή να είναι γεμάτη πίστη και ακράδαντη ελπίδα.

Έτσι όμως προσεύχεται η πλειοψηφία των ανθρώπων;
Ασφαλώς όχι. Η δική μας προσευχή είναι μόνο επανάληψη κάποιων λέξεων, που έχουμε αποστηθίσει και ενώ τα διαβάζουμε, το πνεύμα μας δεν προσεύχεται, αλλά τα επαναλαμβάνουμε μηχανικά, χωρίς να σκεφτόμαστε αυτά που ζητάμε. Εμείς οι ίδιοι δεν ακούμε τις προσευχές μας και αν δεν τις ακούμε εμείς, τότε πώς θέλουμε ο Θεός να ακούσει αυτά που ζητάμε;
Πρέπει να ξέρουμε όταν ό Θεός στέλνει την συμφορά που πλήττει ολόκληρο τον λαό, τότε όλος ο λαός πρέπει να Τον ικετεύει για σωτηρία.
Πρέπει όλοι να κάνουν αυτό που έκαναν κάποτε οι κάτοικοι της Νινευί, όταν έμαθαν από τον προφήτη πως αποφάσισε ο Θεός να καταστρέψει την πόλη.
Τι έκαναν τότε λοιπόν; Όλος ο λαός τρεις μέρες και τρεις νύχτες προσευχόταν ομόψυχα και επειδή προσεύχονταν όλοι ό Θεός τους λυπήθηκε.
Λοιπόν, να προσευχόμαστε αδιάκοπα και να χτυπάμε ακούραστα την θύρα της θείας ευσπλαχνίας. Να Τον ικετεύουμε Όχι μόνο για μας, αλλά και γι' αυτούς που δεν Του προσεύχονται.
Θα ακουστούν οι ευχές μας και θα μας αποδώσει ό Κύριος κατά το μέγα του έλεος.

Ο άνθρωπος του Χριστού όλα τα κάνει προσευχή. Και τη δυσκολία και τη θλίψη, τις κάνει προσευχή. Ό,τι και να του τύχει αμέσως αρχίζει: «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με…;». Η προσευχή ωφελεί σε όλα, και στα πιο απλά. Για παράδειγμα, πάσχεις από αϋπνία. να μη σκέπτεσαι τον ύπνο.
Να σηκώνεσαι, να βγαίνεις έξω και να έρχεσαι πάλι μέσα στο δωμάτιο, να πέφτεις στο κρεβάτι σαν για πρώτη φορά, χωρίς να σκέπτεσαι αν θα κοιμηθείς ή όχι. Να συγκεντρώνεσαι, να λες τη δοξολογία και μετά τρεις φορές το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με…;» κι έτσι θα έρχεται ο ύπνος.
Όλα είναι μέσα μας, και τα ένστικτα και τα πάντα, και ζητούν ικανοποίηση.
Αν δεν τα ικανοποιήσομε, κάποτε θα εκδικηθούν, εκτός και τα διοχετεύσομε αλλού, στο ανώτερο, στον Θεό.
Αντί να στέκεστε έξω από την πόρτα και να διώχνετε τον εχθρό, περιφρονήστε τον. Έρχεται από δω το κακό; Δοθείτε με τρόπο απαλό από εκεί. Δηλαδή έρχεται να σας προσβάλει το κακό, δώστε εσείς την εσωτερική σας δύναμη στο καλό, στον Χριστό. Παρακαλέστε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Ξέρει εκείνος πώς να σας ελεήσει, με τι τρόπο. Κι όταν γεμίζετε απ’ το καλό, δεν στρέφεσθε πια προς το κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, με τη χάρη του Θεού, καλοί. Που να βρει τόπο τότε το κακό; Εξαφανίζεται!
Σας πιάνει φοβία κι απογοήτευση; Στραφείτε στον Χριστό. Αγαπήστε τον απλά, ταπεινά, χωρίς απαίτηση και θα σας απαλλάξει ο Ίδιος.
Να μη διαλέγετε αρνητικούς τρόπους για τη διόρθωσή σας. Δεν χρειάζεται ούτε τον διάβολο να φοβάσθε, ούτε την κόλαση, ούτε τίποτα. Δημιουργούν αντίδραση. Έχω κι εγώ μια μικρή πείρα σ’ αυτά. Ο σκοπός δεν είναι να κάθεσθε, να πλήττετε και να σφίγγεστε, για να βελτιωθείτε. Ο σκοπός είναι να ζείτε, να μελετάτε, να προσεύχεσθε, να προχωράτε στην αγάπη, στην αγάπη του Χριστού, στην αγάπη της Εκκλησίας.
Τις αδυναμίες αφήστε τις όλες, για να μην παίρνει είδηση το αντίθετο πνεύμα (δηλ. ο διάβολος) και σας βουτάει και σας καθηλώνει και σας βάζει στη στενοχώρια. Να μην κάνετε καμιά προσπάθεια ν’ απαλλαγείτε από αυτές. Ν’ αγωνίζεσθε με απαλότητα και απλότητα, χωρίς σφίξιμο και άγχος. Μη λέτε: «Τώρα θα σφιχτώ, θα κάνω προσευχή ν’ αποκτήσω αγάπη, να γίνω καλός κλπ.». Δεν είναι καλό να σφίγγεσαι και να πλήττεις, για να γίνεις καλός. Έτσι θ’ αντιδράσετε χειρότερα. Όλα να γίνονται με απαλό τρόπο, αβίαστα και ελεύθερα. Ούτε να λέτε: «Θεέ μου, απάλλαξέ με απ’ αυτό», παραδείγματος χάριν, τον θυμό, την λύπη. Δεν είναι καλό να προσευχόμαστε ή και να σκεπτόμαστε το συγκεκριμένο πάθος. Κάτι γίνεται στην ψυχή μας και μπλεκόμαστε ακόμη περισσότερο. Ρίξου με ορμή, για να νικήσεις το πάθος και θα δεις τότε πως θα σ’ αγκαλιάσει, θα σε σφίξει και δεν θα μπορέσεις να κάνεις τίποτα.
Η ελευθερία δεν κερδίζεται, αν δεν ελευθερώσουμε το εσωτερικό μας απ’ τα μπερδέματα και τα πάθη.

Από το βιβλίο: Γέροντος Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου,--'' Βίος και Λόγοι ''–


Θαυμαστό παράδειγμα εμπιστοσύνης στην αγάπη του Θεού αποτελεί το ακόλουθο περιστατικό:
Ο αββάς Βησσαρίων με τον υποτακτικό του αββά Δουλά βάδιζαν επί ώρες σε μια ακρογιαλιά.Ο υποτακτικός δίψασε πολύ και το είπε στον γέροντά του. Εκείνος σταμάτησε, έκανε προσευχή και πρόσταξε:
—Να, πιες νερό από τη θάλασσα!

Ο αββάς Δουλάς έσκυψε και ήπιε. Πραγματικά, το νερό είχε γλυκαθεί! Αφού ξεδίψασε, πήρε ένα κανάτι και το γέμισε, για να έχει στον υπόλοιπο δρόμο. Το παρατήρησε αυτό όμως ο αββάς Βησσαρίων και του λέει:
—Γιατί κράτησες νερό;
—Ευλόγησον, γέροντα.Το κράτησα για να έχω, μήπως διψάσω πιο κάτω.
Δεν είναι ανάγκη! Εκείνος που σε ξεδίψασε εδώ, μπορεί παντού να σε ξεδιψάσει.(από το Γεροντικόν)


Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΦΤΩΧΟΣΟ χειμώνας του 334 υπήρξε ιδιαίτερα δριμύς στην Αμιένη της Βορείου Γαλλίας. Μια πολύ ψυχρή μέρα ο άγιος Μαρτίνος (316-397) συνάντησε ένα γυμνό φτωχό στην πύλη της πόλεως.Τι να κάνει όμως; Φορούσε μόνο τη στρατιωτική εξάρτηση και τον μανδύα του. Παίρνει λοιπόν το ξίφος του, σχίζει τον μανδύα, δίνει ένα κομμάτι στον φτωχό και αρκείται ο ίδιος στο υπόλοιπο.Στον δρόμο τον περιγελούν για την κολοβή του αμφίεση.
Τη νύχτα όμως βλέπει στον ύπνο του τον Χριστό, ντυμένο με το κομμάτι του μανδύα που είχε δωρίσει, να λέει στους αγγέλους που Τον ακολουθούσαν:
- Ο Μαρτίνος με έντυσε μ' αυτό το ένδυμα.



Η προσευχή ή η ευχή του Ιησού, όπως λέγεται, είναι η μεγάλη άσκηση του νοός και της καρδιάς, η κατ' εξοχήν πνευματική εργασία και το μέσο αγιασμού των μοναχών, αλλά και όλων των ορθοδόξων Χριστιανών. Είναι η σύντομη και μονολόγιστη επίκληση, πού επαναλαμβάνεται αδιάλειπτα από τους πιστούς στο όνομα του Κυρίου Ιησού : Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού ελέησαν με, τον αμαρτωλό.


Στο πρώτο μέρος της ευχής "Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού" περικλείεται ομολογία πίστεως στη θεότητα του Χριστού, αλλά και σε όλη την Αγία Τριάδα. Στο δεύτερο μέρος γίνεται η εξομολόγηση του προσευχομένου αναγνωρίζεται η πτώση (παγκόσμια και προσωπική), η αμαρτωλότητα και η ανάγκη για τη λύτρωση. Και τα δύο μέρη της ευχής, η ομολογία πίστεως και η μετάνοια του προσευχομένου, δίνουν πληρότητα και περιεχόμενο στην προσευχή.
Το Όνομα Ιησούς δόθηκε με αποκάλυψη Άνωθεν. Προέρχεται από την άναρχη ενέργεια του θείου Όντος και δεν είναι καθόλου ανθρώπινη επινόηση. Η αποκάλυψη αυτή είναι ενέργεια της θεότητος και προσδίδει στο όνομα υπερκόσμια δόξα. Το όνομα αυτό συνδέεται οντολογικά με το ονομαζόμενο Πρόσωπο, τον Χριστό. Η προσευχή δια του ονόματος αυτού έχει ως θεμέλιο λίθο τους λόγους του Κυρίου πού πρόφερε λίγο πριν ανέβει στο Γολγοθά : έως άρτι ουκ ητήσατε ουδέν εν τω ονόματί μου· αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη ... αμήν αμήν λέγω υμίν ότι όσα αν αιτήσατε τον πατέρα εν τω ονόματί μου, δώσει υμίν". Οι λόγοι αυτοί του Χριστού είναι ταυτόχρονα εντολή και υπόσχεση. Η επάξια επίκληση του ονόματος Του εκπληρώνει την εντολή και ζωοποιεί την παρουσία Του. Ό προσευχόμενος αδιάλειπτα τοποθετεί τον εαυτό του στην οδό των εντολών, στην οδό του Κυρίου, και οδός είναι ο Ίδιος. Συνεπώς βρίσκει Αυτόν ως συνοδοιπόρο και ενώνεται μαζί Του. Το όνομα του Ιησού Χριστού γίνεται ο τρόπος και ο τόπος της ενώσεως του πιστού με τον Σωτήρα Θεό. Όταν επικαλείται το όνομα αυτό θεοπρεπώς, αποκομίζει την ευδοκία του Αγίου Πνεύματος και ζει "διαπαντός" ενώπιον του Προσώπου του Κυρίου.
Στην Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Σολομών τελείωσε την οικοδομή του Ναού και με υψηλό πνεύμα προσευχής τον καθιέρωσε στη δόξα του Θεού του Ισραήλ, ο Κύριος εμφανίστηκε στο Βασιλιά και του είπε : "ήκουσα της φωνής της προσευχής σου και της δεήσεώς σου, ης εδεήθης ενώπιον μου· πεποίηκά σοι κατά πάσαν την προσευχήν σου, ηγίακα τον οίκον τούτον, όν ώκοδόμησας του θέσθαι το όνομα μου εκεί εις τον αιώνα, και έσονται οι οφθαλμοί εκεί και η καρδία μου πάσας τάς ημέρας". Και τότε εκπληρώθηκε h υπόσχεση του Θεού προς το Σολομώντα : "Και κατασκηνώσω εν μέσω υιών Ισραήλ και ουκ εγκαταλείψω τον λαόν μου Ισραήλ". Με άλλα λόγια, η τοποθέτηση του ονόματος του Κυρίου στο Ναό προσέδωσε σ' αυτόν ιδιαίτερη τιμή, ώστε να ελκύεται εκεί το ιλαρό βλέμμα και η ευδοκία της καρδιάς του Θεού. Η επισφράγιση του Ναού με το θείο όνομα, τον κατέστησε πολύτιμο τόπο της χαρισματικής παρουσίας του Πνεύματος του Κυρίου. "'Έπλησε δόξα Κυρίου τον οίκον" Κυρίου.
Στην Καινή Διαθήκη όμως όλα έγιναν καινά και ασυγκρίτως περισσότερο ψηλαφητά. Ό Ύψιστος δεν κατοικεί πλέον σε χειροποίητους ναούς, αλλά το Σώμα Του είναι ο Ναός, στον όποιο "κατοικεί το πλήρωμα της θεότητος". Τον Ναό αυτό κατήρτισε ο Κύριος προς χάρη μας. Με το άγιο Βάπτισμα μεταδίδεται και σε μας η δωρεά να ενδυθούμε τη θεότητα του Κυρίου και να γίνομε και εμείς ναός Θεού, ώστε το Πνεύμα του Θεού να "οίκή εν ημίν". Η είσοδος όμως στη χάρη του αγίου βαπτίσματος γίνεται με την πίστη στο όνομα του Ιησού Χριστού. Το όνομα αυτό στην ιστορία της αποκαλύψεως των θείων ονομάτων, είναι το νέο, το άγιο, το παντοδύναμο, το "διαφορώτατον", "το υπέρ πάν όνομα". Ή κλήση τώρα του Νέου Ισραήλ γίνεται "εις υπακοή ν πίστεως ... υπέρ του ονόματος Αυτού". Η αποστολή των εκλεκτών του Κυρίου συνίσταται στο να βαστάζουν το όνομα αυτό, να πάσχουν υπέρ αυτού, να θεωρούν προνόμιο τον ονειδισμό, γι' αυτό και να είναι έτοιμοι να πεθάνουν για το όνομα του Κυρίου Ιησού. Μέλη του σώματος του Χριστού είναι εκείνοι πάνω από τους οποίους έχει επικληθεί το όνομα Του, και οι ίδιοι επικαλούνται το όνομα του Ιησού Χρίστου. Με ένα λόγο, το όνομα του Κυρίου Ιησού σφραγίζει τον πιστό και τον απεργάζεται ναό της θεότητος, τόπο της χαρισματικής παρουσίας του Αγίου Πνεύματος.
Το όνομα Ιησούς Χριστός συνδέεται οντολογικά με το Πρόσωπο του Κυρίου Ιησού. Βαστάζοντας το ο πιστός φέρει μέσα του τον Ίδιο τον Θεό, αλλά στην ενεργητική Του μορφή, γιατί η Ουσία Του είναι υπερώνυμος και αμέθεκτος. Το επιζητούμενο για την καρποφόρο άσκηση της ευχής είναι η ένωση του νου και της καρδιάς. Η ένωση αυτή είναι αδύνατο να επιτευχθεί με τεχνητή μέθοδο. Τα τεχνητά μέσα μπορούν μόνον να βοηθήσουν στην προσοχή του νου να ανεύρει την είσοδο της καρδιάς, όχι όμως και να εγκατασταθεί σ' αυτήν. Ωστόσο ο κίνδυνος της υπερβολικής εκτιμήσεως των μέσων είναι πολύ μεγάλος για τους αρχαρίους και άπειρους ασκητές, και μπορεί να οδηγήσει σε παραμόρφωση της πνευματικής ζωής.
Στην άσκηση της ευχής είναι απαραίτητοι δύο παράγοντες. Ο πρώτος είναι η πιστή προσπάθεια του ανθρώπου να συγκεντρωθεί στην καρδιά του και να προδιαθέσει ταπεινά το πνεύμα του. Ό δεύτερος και απείρως σπουδαιότερος είναι η χάρη του Αγίου Πνεύματος, χωρίς την οποία τίποτε δεν ευοδώνεται.
Όλα τα χαρίσματα ήρθαν στον κόσμο με την κατάβαση του Μονογενούς στη γη και στα καταχθόνια, και ακολούθως με την ανάβαση Του. Την ίδια οδό, κατά κάποιον τρόπο, επαναλαμβάνει και ο άνθρωπος. Κατεβάζει τον νου του στα βάθη της καρδιάς του, και εκεί ανακαλύπτει και συναντά τον Σωτήρα Θεό. Αφού ενισχυθεί με τη χάρη ο νους, ηγεμονεύει της καρδιάς, δηλαδή όλου του είναι του ανθρώπου, και αναφέρει όλη την ύπαρξη του στο Θεό. Τότε λειτουργούν αρμονικά όλες οι δυνάμεις της ανθρώπινης ψυχής. Άλλα για να καταφέρει ο νους την κατάβαση αυτή στην καρδιά και να ενωθεί εκεί με αυτήν, χρειάζεται τη χάρη του Θεού. Δεν κατεβαίνει με τεχνητά μέσα, όπως είναι η στάση του σώματος η η χρήση της ελεγχόμενης αναπνοής. Αυτά είναι δευτερεύοντα.
Ό νους μολυσμένος από την εωσφορική πτώση και εγκαταλελειμμένος στον εαυτό του δεν είναι σε θέση να πορευθεί προς τα κάτω. Πραγματοποιεί κατάβαση, όταν σταυρωθεί από τη σοφία του Εσταυρωμένου Θεού, στον αγώνα για την τήρηση των ευαγγελικών προσταγμάτων. Τότε γνωρίζει τη δύναμη του Θεού στην καρδιά του. Τότε μπορεί να σταθεί στην καρδιά με ευκτική προσοχή, επικαλούμενος το άγιο όνομα. Γι' αυτό και σύμφωνα με τη σύγχρονη ησυχαστική εμπειρία, τονίζεται ότι βάση για κάθε πνευματική ανάβαση είναι η μετάνοια, η πορεία προς τα κάτω, πού προϋποθέτει πίστη στη θεότητα του Χριστού και επίγνωση της αμαρτωλότητος του άνθρωπου. Στην προοπτική της πορείας αυτής για την εύρεση και κατάκτηση της καρδιάς η μοναχική υπακοή είναι άκρως πολύτιμη και ανεκτίμητη δωρεά.
Σκοπός της μονολόγιστης ευχής του Ιησού είναι να παραμείνει ο πιστός στη ζώσα παρουσία του Θεού. Αυτή η παρουσία είναι εξαιρετικά ευεργετική και θεραπευτική. Είναι δύναμη πού απαλείφει τη σκουριά της πτώσεως, αφανίζει το πνεύμα της πονηρίας και θεραπεύει το νου και την καρδιά του ανθρώπου. "Ολοκληρώνει και ενοποιεί την ύπαρξη του. Στην κατάσταση αυτή ο άνθρωπος έχει μία σκέψη, μία κατεύθυνση του πνεύματος του, μία επιθυμία, και αγωνίζεται να λατρεύει "εν πνεύματι και αλήθεια" τον ένα Θεό εν τη Αγία Τριάδι. Το μυστικό πού κάνει την προσευχή του Ιησού αποτελεσματική είναι η έντονη προσοχή του νου και ή ταπείνωση, τα όποια βρίσκει ο προσευχόμενος με το κλάμα της μετανοίας.
Κατά την διάρκεια του αγώνα της αδιάλειπτης και μονολόγιστης ευχής, διδασκόμαστε πολλά φαινόμενα της μυστικής εν Χριστώ ζωής. Πρώτον, λόγω του οντολογικού συνδέσμου του ονόματος με το πρόσωπο του Ιησού, η ενέργεια της θεότητας μεταδίδεται στην ψυχή και το σώμα. Ό όλος άνθρωπος ελευθερώνεται σταδιακά από το σαρκικό φρόνημα και την εξουσία της αμαρτίας και γίνεται στόχος της "επισκοπής" του Κυρίου. Αρχίζει δηλαδή να αποκτά υπόσταση. Δεύτερον, προσπαθώντας ο ασκητής να κρατήσει το νου στην καρδιά, επικεντρώνοντας την προσοχή αποκλειστικά στη σκέψη του Θεού, μαθαίνει σιγά- σιγά να μην αγνοεί τα νοήματα του σατανά, πού βίαια επιδιώκουν να παρεισφρήσουν και συνεπώς να παρεμποδίσουν την ιερά εργασία της προσευχής. Τρίτον, προσευχόμενος εξασκείται με θετικό τρόπο να αρπάζει από τον Θεό εκείνα τα νοήματα πού διευρύνουν την καρδιά "και αιχμαλωτίζουν πάν νόημα εις την υπακοήν του Χριστού". Τότε το καθετί λειτουργεί με τρόπο, ώστε να συντελεί στον αγιασμό δια της αγάπης εν Πνεύματι. Τέταρτον, η νήψη του νου πραγματοποιείται φυσιολογικά, γιατί Εκείνος πού βασιλεύει στην καρδιά είναι "μείζων" αυτού πού είναι στον κόσμο.
Η όλη εργασία της νοερός προσευχής είναι άκρως δημιουργική. Στην αρχή της δημιουργίας το Πνεύμα του Θεού επιφερόταν πάνω από την άβυσσο και σε μία δεδομένη στιγμή, με τρόπο εκρηκτικό ωοτόκησε όλη την κτίση. Κατά παρόμοιο τρόπο, και κατά την πράξη της νοεράς ησυχίας, ο ασκητής της ευσέβειας προσηλώνει το νου στην καρδιά του και το όνομα του Κυρίου Ιησού επωάζει την άβυσσο της. Η θεία ενέργεια του ονόματος αυτού μεταδίδεται στην καρδιά, πού γίνεται ικανή να ελέγχει κάθε κίνηση της, να βλέπει τους εχθρούς όταν προσεγγίζουν από έξω και να τους εκδιώκει με την δύναμη του ονόματος του Χριστού. Με την εσωτερική αυτή νήψη περιορίζονται οι αμαρτίες στο ελάχιστο δυνατό. Όταν τέλος έλθει ή στιγμή της ευδοκίας του Θεού, και φθάσει η ενέργεια της ευχής στο πλήρωμα της, γίνεται το συγκλονιστικό άνοιγμα της καρδιάς : ο άνθρωπος δέχεται την πείρα της αιωνιότητας. Εκεί εισέρχεται και κατοικεί ο Θεός, εργαζόμενος την αληθινή ανακαίνιση του ανθρώπου στο οντολογικό επίπεδο της αγάπης Του.
Η άσκηση της ευχής του Ιησού είναι πλούσια σε αλλοιώσεις και καρδιακά αισθήματα, πού είναι κατ' ουσίαν γεγονότα του πνευματικού κόσμου. Σύμφωνα με την αποκάλυψη του Θεού, ο άνθρωπος είναι "καρδία βαθειά", με "αίσθησιν" νοερά και θεία. Εμπνέεται, δηλαδή, από τις αγαθές αλλοιώσεις του Πνεύματος και καταξιώνεται της επεξεργασίας του Θεού, ωσότου φθάσει να παρασταθεί ενώπιον Του με όλη την ύπαρξη του, έχοντας καθαρά προσευχή και εκπληρώνοντας τον νόμο των εντολών της αγάπης. Έτσι πραγματοποιείται και ο προαιώνιος προορισμός του.
Ωστόσο ή οδός αυτή της ασκήσεως, παρά την πλούσια περιποίηση και το έλεος του Θεού με τα όποια περιβάλλεται, συνοδεύεται επίσης και με υπεράνθρωπη πάλη προς τις εχθρικές δυνάμεις, ορατές και αόρατες, κοσμικών διαστάσεων. Η πάλη αυτή προηγείται της αρπαγής και της ελλάμψεως από το άκτιστο Φως, γεγονός πού αποτελεί επίσης νίκη με υπερκόσμιες προεκτάσεις.
Η μακροχρόνια και ακατάπαυστη επίκληση του θείου ονόματος του Ιησού και η εσωτερική φυλακή του νου, στοχεύουν να ενισχύσουν μία μόνιμη έλξη για την προσευχή της μετανοίας. Κατ' αυτόν τον τρόπο η προσευχή γίνεται ο φυσικός τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου, το ιμάτιο της ψυχής και η αυτενέργητη αντίδραση της καρδιάς του σε κάθε φαινόμενο του πνευματικού κόσμου. Η πνευματική αυτή κατάσταση έχει μεγάλη σπουδαιότητα για την ώρα του θανάτου. Η ασκητική εργασία της νοερός προσευχής αποβαίνει προπόνηση και προετοιμασία για το τέλος της επίγειας ζωής, ώστε ή γέννηση του πιστού στην ουράνια ζωή να γίνει όσο το δυνατόν ανώδυνα και ακίνδυνα.
Κατά τη Θεία Ευχαριστία γίνεται αναφορά όλης της φθαρτής και πρόσκαιρου υπάρξεως στο Θεό, και ανταλλαγή της με την άφθαρτη και ουράνια ζωή του Υιού Του. Αναλογικά και κατά την αδιάλειπτη ευχή, ο πιστός μετέχει συνεχώς στην άκτιστη ενέργεια και χάρη του Χριστού, και ζει τον απερίγραπτο πλατυσμό του Αγίου Πνεύματος. Γίνεται μέτοχος της παγκοσμιότητος του Νέου Αδάμ, και ανακαλεί στο Θεό ολόκληρη τη δημιουργία Αποτελεί τη συνδετική αρχή μεταξύ Θεού και της υπόλοιπης δημιουργίας. Αποβαίνει υπηρέτης του μεγαλύτερου θαύματος της υπάρξεως μας : της ενώσεως της με το Θεό. Με άλλα λόγια,η ευχή του Ιησού προσφέρεται ως η καταλληλότερη προϋπόθεση για την απόκτηση της υπέρ του κόσμου προσευχής, πού είναι η μεσιτεία των Αγίων.
Ό λόγος του Θεού απογυμνώνει και εμάς και όλη την κτίση ενώπιον Του. "Έτσι και η ακατάπαυστη επίκληση του ονόματος του Ιησού μας καθιστά διαφανείς στην Παρουσία Του και ικανούς να συμμετάσχουμε στον ύμνο πού αναπέμπει στον Θεό όλη η κτίση.
Στην υπέροχη αυτή ασκητική καλλιέργεια της ευχής του Ιησού υπάρχει μεταξύ άλλων και ένας μεγάλος κίνδυνος : η υπερηφάνεια. Για να φθάσει ο Χριστιανός στην ύψιστη μορφή της προσευχής αυτής και τελικά να κληρονομήσει με άφατο τρόπο τη μεγαλειώδη και άγια ζωή στην αιωνιότητα, έχει ανάγκη από πνευματικό καθοδηγητή και "άγγελον πιστόν οδηγόν". Δεν παύει επίσης να μέμφεται τον εαυτό του σε όλα ως ανάξιο του Θεού.
Πολλές φορές συναντούμε μεταξύ των αμαθών ανθρώπων των ήμερων μας τη σύγχυση και την πλάνη, πού έχει ως αποτέλεσμα την ανάμειξη της ευχής του Ιησού με τη γιόγκα του Βουδισμού, τον "υπερβατικό διαλογισμό", και τα όμοια με αυτά απότοκα της Ανατολής. Η ομοιότητα όμως πού υπάρχει ανάμεσα τους είναι εξωτερική και σε πολύ κατώτερο επίπεδο. Η ριζική διαφορά του Χριστιανισμού από τις άλλες δοξασίες έγκειται στο ότι η ευχή του Ιησού είναι θεμελιωμένη στην Αποκάλυψη του Ζώντος και Προσωπικού Θεού της Αγίας Τριάδος. Στους άλλους δρόμους δεν είναι δυνατή η καλλιέργεια προσωπικής σχέσεως μεταξύ του Θεού και του προσευχομένου.
Στον ανατολικό ασκητισμό προβάλλεται η άσκηση της νοερός άπεκδύσεως από κάθε απρόσωπο Απόλυτο, με το όποιο πιστεύεται ότι είναι του ίδιου γένους, αλλά υπέστη υποβάθμιση και φθορά ερχόμενος στην πολύμορφη και μεταβαλλόμενη ζωή του παρόντος αιώνος. Η άσκηση αυτή είναι εγωκεντρική και βασίζεται στην θέληση του ανθρώπου. Έχει χαρακτήρα περισσότερο διανοητικό και δεν συνδέεται καθόλου με την καρδιά. Στην ασκητική αυτή παράδοση ο άνθρωπος αγωνίζεται να επιστρέψει προς το ανώνυμο υπερπροσωπικό Απόλυτο, και να ανακραθεί με αυτό. Επιθυμεί να σβήσει την ανθρώπινη υπόσταση του στον ανώνυμο ωκεανό του Καθαρού αυτού Είναι. Η θεωρία όμως αυτή δεν είναι θεωρία Θεού, αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Δεν ξεπερνά τα όρια του κτιστού, ούτε εγγίζει το Πρωταρχικό Είναι του Ζώντος Θεού της αποκαλύψεως. Μπορεί ή άσκηση του είδους αυτού να επιφέρει κάποια ανάπαυση και να οξύνει τις ψυχικές και διανοητικές λειτουργίες του ανθρώπου, αλλά "το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ εστί" και "Θεώ άρέσαι ου δύναται".
Η πιο τέλεια απέκδυση του νου από κάθε εμπαθή προσκόλληση του στα ορατά και παρερχόμενα στοιχεία του κόσμου κατορθώνεται με φυσιολογικό τρόπο στη ζέση της μετανοίας : Ό καρδιακός πόνος πού γεννάται από τη χάρη της μετανοίας όχι μόνο αποδεσμεύει το νου από τα φθαρτά, αλλά και τον συνάπτει με τα αόρατα και αιώνια. Δηλαδή, η άπέκδυση είναι μόνο το ήμισυ της υποθέσεως και αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα στο κτιστό επίπεδο της υπάρξεως. Στο Χριστιανισμό όμως, υπάρχει και η επένδυση της ψυχής με τη χάρη του Θεού πού ακολουθεί και είναι πλήρωμα ζωής αθανάτου.
Πολλοί θαυμάζουν το Βούδδα καί τον παραβάλλουν με τον Χριστό. Λέγεται ότι ο Βούδδας σπλαγχνίσθηκε την ανθρώπινη δυστυχία, και με ωραία λόγια δίδαξε την δυνατότητα και τον τρόπο να αποσυνδέεται ο άνθρωπος από τα παθήματα και να μην τα αισθάνεται. Ωστόσο, ο Μονογενής Υιός του Θεού, ο Χριστός, με τα Πάθη, το Σταυρό, το θάνατο και την Ανάσταση Του, προσέλαβε εκούσια και αναμάρτητα τον πόνο και τον μετέβαλε σε μέσο εκφράσεως της τελείας αγάπης Του. Με αυτήν θεράπευσε το πλάσμα Του από το μέγα τραύμα της προπατορικής αμαρτίας και το απεργάσθηκε "καινήν κτίσιν". Γι' αυτό ο πόνος είναι τόσο πολύτιμος στην άσκηση της ευχής, και ή παρουσία του είναι ένδειξη ότι ο ασκητής δεν είναι μακριά από την αληθινή και αγία οδό. [Χωρίς την πείρα του πόνου δεν γνωρίζει ο Χριστιανός τα βάθη του είναι και μένει ξένος προς την αγάπη πού νικά την αμαρτία και το θάνατο].
Αμέσως μετά την Ανάσταση του Χριστού και την εμφάνιση της Εκκλησίας, ως Χριστιανοί διακρίνονταν "οι επικαλούμενοι το όνομα" του Χριστού, και η νέα πια "εκλογή" του Θεού ταυτιζόταν με τον αγώνα "του βαστάσαι το όνομα" του. Όπως ο Κύριος είπε ότι δεν μπορούμε να "ζήσωμεν εις τον αιώνα", αν δεν "φάγωμεν την σάρκα του Υιού του Άνθρωπου και πίωμεν Αυτού το αίμα", έτσι και οι μάρτυρες της Αναστάσεως Του, πολύ νωρίς βεβαίωσαν ότι "ουδέν όνομα εστίν υπό τον ούρανόν το δεδομένον εν άνθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς". Ή επίκληση, λοιπόν, του ονόματος του Κυρίου Ιησού Χριστού, και η μετοχή στο σώμα και το αίμα Του, έγιναν οι δύο κεντρικοί πόλοι ζωής γύρω από τους οποίους πραγματοποιείται η σωτηρία του νέου λαού, πού εξαγοράσθηκε με "το πάθημα του θανάτου" Του.


Άρχιμ. Ζαχαρίου Ζαχάρου
Ιεράς Πατριαρχικής Μονής Τιμίου Προδρόμου Εsseχ Αγγλίας

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ
Α . Η εκλογή του σε αρχιδιάκονο
Ο Άγιος Στέφανος , ο αρχιδιάκονος της πρωτοχριστιανικής Εκκλησίας και πρωτομάρτυρας του Χριστού , ήταν Ιουδαίος , μαθητής του ξακουσμένου τότε νομοδιδασκάλου Γαμαλιήλ . Αυτόν τον ευλογημένο διάλεξε ο πιστός λαός των Ιεροσολύμων για διάκονο , πρώτο μεταξύ επτά .
Εκείνες τις μέρες ύστερα από την Ανάληψη του Κυρίου στους ουρανούς το πλήθος των πιστών , με το καθημερινό κήρυγμα και την όλη αγιασμένη ζωή των Αποστόλων , αυξανόταν συνεχώς .
Η πρωτοχριστιανική Εκκλησία είχε συνήθεια σαν μια εκδήλωση της ενότητας που φέρνει το Άγιο Πνεύμα να τελεί τις λεγόμενες αγάπες . Αυτές ήταν συνεστιάσεις στο σπίτι κάποιου πιστού , όπου με δικά του έξοδα παρέθετε δείπνο στους πτωχούς χριστιανούς . Πάντα δε , γινόταν με την παρουσία και την ευλογία του κλήρου . Πάντοτε δε , ετελείτο σ ΄αυτές και μετά το δείπνο το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας .
Οι Ελληνιστές που ήταν Ιουδαϊζοντες της διασποράς που μιλούσαν Ελληνικά γόγγυζαν προς τους Εβραίους ότι οι χήρες και τα ορφανά τους παραμελούνταν στη καθημερινή διακονία . Όταν έμαθαν τα παράπονα αυτά οι Απόστολοι , προσκάλεσαν το πλήθος των πιστών και τους είπαν : “Δεν μας φαίνεται σωστό και πρέπον να εγκαταλείψουμε το κήρυγμα του λόγου του Θεού , για να αναλάβουμε εμείς τη διακονία των τραπεζών . Γι΄ αυτό εξετάστε με προσοχή και διαλέξτε επτά άνδρες μεταξύ σας . Να είναι γεμάτοι από Πνεύμα Άγιο , για να αναλάβουν την ευθύνη αυτή . Εμείς θα ασχοληθούμε αποκλειστικά με την προσευχή και την διακονία του λόγου του Θεού .”
Ο λόγος αυτός άρεσε σε ολόκληρο το πλήθος των οπαδών του Χριστού . Αφού λοιπόν μαζεύτηκαν και συζήτησαν , διάλεξαν επτά άνδρες πνευματέμφορους για να ασχοληθούν με την επιμέλεια των πτωχών και τη διανομή των ελεημοσυνών . Πρώτος ήταν ο Στέφανος , άνδρας πλήρους πίστεως και Πνεύματος Αγίου . Οι άλλοι έξι ήταν : Φίλιππος , Πρόχορος , Νικάνωρ , Τίμωνας , Παρμενάς , Νικόλαος .
Αφού έγινε η εκλογή , ο λαός τούς έφερε μπροστά στους δώδεκα Αποστόλους Οι θείοι Απόστολοι αφού προσευχήθηκαν , έβαλαν πάνω τους τα Άγια χέρια τους και τους μετέδωσαν την Θεία Χάρη . Γιατί χωρίς την χάρη είναι αδύνατο να αντεπεξέλθουν στο δύσκολο έργο τους , όπως και ο Ιησούς μας διδάσκει ” Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιεί ουδέν “( Ιωαν. ιε , 5 ) . Από την πράξη αυτή των Αποστόλων γίνεται φανερό ότι τα διακονήματα μέσα στην εκκλησία είναι ιερά . Ότι στην Εκκλησία χαρακτηριστικό δεν είναι ο διορισμός αλλά η χειροτονία η ευλογία . Η υπηρεσία του διακόνου κατά την ώρα της λειτουργίας , εξομοιώνεται με του αγγέλου . Ο άγγελος είναι ένας λειτουργός και αγγελιοφόρος . Το ίδιο είναι και ο διάκονος . Υψώνοντας με μια κίνηση του δεξιού χεριού , μια πανάρχαια συνήθεια , το ωράριο ( στενό κομμάτι υφάσματος που κατεβαίνει από τον ώμο ) αγγέλει και διακηρύσσει .
Ο Στέφανος , πλήρης πίστεως και δυνάμεως ανέλαβε την θεάρεστη αποστολή του . Φρόντιζε ο μακάριος για τον λαό του Χριστού με αγάπη . Η ενοικούσα χάρη του Θεού ξεχείλιζε από το στόμα του λόγια παρηγοριάς στον πόνο ,τελούσε θαύματα και έλκυε τις ψυχές στο σταυρικό δρόμο της αγάπης . ” Τέρατα εποίει και σημεία μεγάλα εν τω λαώ ” , και ο λόγος του Θεού αυξανόταν στα Ιεροσόλυμα και πολλοί από τους Ιουδαίους πίστευαν στον Χριστό .

Β . Γενναία ομολογία
Γινόταν κάποτε συζήτηση μεταξύ Ιουδαίων , Σαδδουκαίων , Φαρισαίων και Ελληνιστών για τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό . Άλλοι έλεγαν για τον Κύριο ότι είναι προφήτης , άλλοι ότι είναι πλάνος και άλλοι ότι είναι υιός του Θεού . Τότε ο αοίδιμος Στέφανος αφού στάθηκε σε τόπο ψηλό , κήρυξε σε όλους την πίστη του στο θεάνθρωπο Ιησού , λέγοντας ” Άνδρες αδελφοί , γιατί τόσο πληθύνθηκαν οι κακίες σας και ταράσσεται η Ιερουσαλήμ ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος εκείνος που δε δέχτηκε στην καρδιά του δισταγμό για τον Κύριο . Γιατί Αυτός είναι που εγκατέλειψε τους ουρανούς και κατέβηκε στη γη για τις αμαρτίες μας . Γεννήθηκε από την Παρθένο την αγία και καθαρή , τη διαλεγμένη πριν ο κόσμος δημιουργηθεί . Αυτός πήρε τις αδυναμίες μας και βάσταξε τις ασθένειές μας . Αυτός έκαμε να αναβλέψουν οι τυφλοί . Αυτός καθάρισε τους λεπρούς και Αυτός έδιωξε τα δαιμόνια από τους δαιμονιζομένους .”
Ακούγοντας αυτά οι Ιουδαίοι οργίστηκαν και έφεραν τον Άγιο Στέφανο στο συνέδριο των αρχιερέων για να δικαστεί , γιατί δεν μπόρεσαν να αντισταθούν στη σοφία και την δύναμη του Αγίου Πνεύματος με την οποία μιλούσε . Έπειτα παρουσίασαν ψευδομάρτυρες , οι οποίοι μαρτύρησαν εναντίον του Αγίου ,λέγοντας :” Εμείς τον έχουμε ακούσει να λέει βλάσφημα λόγια για τον Μωυσή και τον ναό ” Είχαν υποκινήσει τον λαό , τους προεστούς των Ιουδαίων και τους γραμματείς και ψευδόμενοι έλεγαν : ” Ο άνθρωπος αυτός δε σταματά να βλασφημεί τον άγιο τόπο του ναού και τον νόμο . Τον έχουμε ακούσει να λέει ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος , Αυτός που δεν κατόρθωσε να σώσει τον εαυτό του , θα καταστρέψει τον τόπο αυτόν τον ιερό και θα αλλάξει τα ιερά έθιμα και τους θεσμούς που μας παρέδωσε ο Μωυσής .”
Όταν άκουσαν τις συκοφαντίες για τον πραότατο Στέφανο , γύρισαν όλοι οι παρευρισκόμενοι στο συνέδριο για να δουν τον κατηγορούμενο Άγιο , και είδαν το πρόσωπό του να λάμπει σαν πρόσωπο αγγέλου . Η υπερφυσική αυτή λάμψη , μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος που αναπαυόταν στον Άγιο Στέφανο , ήταν ένα ολοζώντανο θαύμα για τους δικαστές , μια χειροπιαστή ευκαιρία για μετάνοια και πίστη στον Χριστό . Τους απαντούσε , με την θεωμένη ύπαρξή του , ότι ζούσε την πίστη των πατέρων τους και δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να τούς βλασφημήσει . Γιατί οι Ιουδαίοι γνώριζαν αυτήν την ουράνια λάμψη από το πρόσωπο του ίδιου του Μωυσέως . Θα μπορούσαν έτσι να έλεγαν οι αμετανόητοι στους μάρτυρες ότι ψεύδονται και να τους τιμωρήσουν .

Γ . Κήρυγμα αντί απολογίας
Παρ΄ όλα αυτά τα εξαίσια που είδαν , τα ανθρώπινα πάθη και ο εγωισμός τους εμπόδισαν να παραδεχτούν ότι ο άνθρωπος αυτός είχε πνεύμα Θεού . Γι αυτό ρώτησε ο αρχιερέας εάν πράγματι αληθεύουν οι κατηγορίες . Τότε ο Στέφανος γεμάτος ειρήνη και θάρρος από την ενίσχυση του Αγίου Πνεύματος , άνοιξε το στόμα του και αντί απολογίας τους έκανε κήρυγμα , διδάσκοντας τα παρακάτω :
” Ο Θεός ο ένδοξος , εμφανίστηκε στον πατέρα μας Αβραάμ , όταν ήταν ακόμα στη Μεσοποταμία και πριν να κατοικήσει στη Χαρράν και του είπε :” Βγές από την πατρίδα σου και από την συγγένεια σου και έλα στην χώρα που θα σου δείξω.” Τότε ο Αβραάμ συμμορφούμενος προς την εντολή αυτή , αναχώρησε από τη γη των Χαλδαίων και κατοίκησε στη Χαρράν . Από εκεί όταν πέθανε ο πατέρας του , τον μετοίκησε ο Θεός στη γη Χαναάν , όπου εσείς τώρα κατοικείτε . Και όσο ζούσε ο Αβραάμ δεν του έδωσε κληρονομιά στη γη αυτή ούτε μία σπιθαμή τόπο . Όμως υποσχέθηκε ο Θεός να δώσει αυτή τη χώρα σε αυτόν και τους απογόνους του να την έχουν δική τους αν και τότε δεν είχε ο Αβραάμ παιδί.
Μίλησε ακόμα ο Θεός έτσι στον Αβραάμ : ” ότι δηλαδή , θα παραμείνουν οι απόγονοί του σαν ξένοι σε χώρα που θα ανήκει σε άλλους . Οι εντόπιοι της χώρας εκείνης θα τους υποδουλώσουν και θα τους κακομεταχειριστούν για τετρακόσια χρόνια “Και το έθνος όπου θα δουλεύουν σαν σκλάβοι οι απόγονοι του Αβραάμ θα το κρίνω εγώ” είπε ο Θεός , ” Και ύστερα θα εξέλθουν από την χώρα της δουλείας και θα με λατρεύσουν στον τόπο αυτό της γης Χαναάν .” Καί έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ διαθήκη , που βεβαιώθηκε με περιτομή που υποβλήθηκε ο Αβραάμ .Αργότερα γέννησε τον Ισαάκ και τον περιέτεμε την όγδοη μέρα της γεννήσεώς του . Ο Ισαάκ γέννησε τον Ιακώβ και ο Ιακώβ γέννησε του δώδεκα πατριάρχες . Και οι πατριάρχες επειδή φθονούσαν τον Ιωσήφ , τον πούλησαν δούλο και μεταφέρθηκε από αυτούς που τον αγόρασαν στην Αίγυπτο . Και ήταν ο Θεός μαζί του και προστάτης του. Και ελευθέρωσε αυτόν ο Θεός απ¨ όλες τις θλίψεις του . Και του εξασφάλισε εύνοια της αυλής του βασιλιά της Αιγύπτου για την συναίνεση και την σοφία που έδειξε , όταν εξηγούσε τα όνειρά του . Τέλος ο Φαραώ τον έκανε ηγεμόνα στην Αίγυπτο και στα ανάκτορά του .
Ήλθε τότε πείνα σε όλη την Αίγυπτο και τη Χαναάν και στεναχώρια μεγάλη . Δεν βρίσκανε οι προγονοί μας τροφές για τον εαυτό τους και τα πο
ίμνιά τους . Όταν άκουσε ο Ιακώβ , ότι υπήρχαν σιτηρά στην Αίγυπτο , έστειλε εκεί κάτω τους προπάτορές μας για πρώτη φορά . Την δεύτερη αναγνωρίστηκε ο Ιωσήφ από τους αδελφούς του . Έγινε τότε πολύ γνωστή στον Φαραώ η οικογένεια του Ιωσήφ. Απέστειλε ο Ιωσήφ ύστερα και κάλεσε κοντά του τον πατέρα του Ιακώβ και όλη την οικογένειά του που αποτελούνταν από εβδομήντα πέντε πρόσωπα .
Κατέβηκε ο Ιακώβ στην Αίγυπτο και πέθανε αυτός και οι δώδεκα πατριάρχες προπάτορές μας . Και μεταφέρθηκαν τα οστά τους στη Συχέμ . Τοποθετήθηκαν στο μνήμα που αγόρασε ο Αβραάμ με αντίτιμο που πληρώθηκε σε ασημένια νομίσματα από τους γιους του Εμμόρ που έμενε στην Συχέμ . Όταν πλησίαζε ο χρόνος που θα εκπληρωνόταν η υπόσχεση που έδωσε ο Θεός στον Αβραάμ , αυξήθηκε στη δύναμη και πληθύνθηκε ο λαός στην Αίγυπτο . Μέχρι που αναδείχθηκε άλλος Φαραώ , που δεν γνώριζε τις υπηρεσίες που πρόσφερε ο Ιωσήφ στον Αιγυπτιακό λαό.
Ο βασιλιάς εκείνος με δολιότητα και πανουργία ζήτησε να βλάψει το γένος μας . Και καταπίεσε τους πατέρες μας και τους εξανάγκασε να πετούν έκθετα τα βρέφη τους ώστε να μην διατηρούνται στην ζωή . Την εποχή εκείνη της καταπιέσεως γεννήθηκε ο Μωυσής που ήταν ωραίος και χαριτωμένος και ενώπιον αυτού του Θεού . Ανατράφηκε κρυφά για τρεις μήνες μέσα στο σπίτι του πατέρα του . Όταν τον έριξαν έκθετο στα νερά του Νείλου , τον πήρε από εκεί η θυγατέρα του Φαραώ και τον ανέθρεψε για να είναι δικός της και για να τον έχει σαν θετό γιο της . Και εκπαιδεύτηκε ο Μωυσής με όλη την σοφία των Αιγυπτίων .Ήταν δυνατός τόσο στους λόγους όσο και σε δράση κοινωφελή για τη Αίγυπτο .
Όταν συμπλήρωσε αυτός ηλικία σαράντα χρόνων , γεννήθηκε στην καρδιά του η επιθυμία να επισκεφθεί τους αδελφούς του , τους απογόνους του Ισραήλ , για να αντιληφθεί από κοντά την κατάστασή τους . Και όταν είδε κάποιον Ισραηλίτη να αδικείται , τον υπερασπίστηκε . Εκδικήθηκε τον ομοεθνή του που καταπιεζόταν , φονεύοντας τον Αιγύπτιο . Νόμιζε ο Μωυσής ότι οι αδελφοί του και οι ομοεθνείς του θα ένοιωθαν ότι αυτός θα τους έφερνε τη σωτηρία και την απελευθέρωσή τους από τούς Αιγυπτίους . Αλλά αυτοί δεν το κατάλαβαν και την επόμενη μέρα παρουσιάστηκε ξαφνικά ο Μωυσής στους ομοεθνείς του την ώρα που φιλονικούσαν . Τους πρότρεψε να ειρηνεύσουν και είπε ” Άνθρωποι εσείς είσαστε αδελφοί . Γιατί αδικείτε ο ένας τον άλλο ;” . Αλλά εκείνος που αδικούσε τον πλησίον του , τον έσπρωξε και του είπε : ” Ποίος σε διόρισε άρχοντα και δικαστή μας ; Μήπως θέλεις να με φονεύσεις όπως εφόνευσες εχθές τον Αιγύπτιο ;”
Έφυγε τότε ο Μωυσής από την Αίγυπτο εξαιτίας του λόγου τούτου , για να μην τιμωρηθεί από τον Φαραώ . Και κατοίκησε σαν ξένος στην γη Μαδιάμ , όπου γέννησε δύο γιους . Καί όταν συμπληρώθηκαν άλλα σαράντα χρόνια από την εποχή που ξενιτεύτηκε του εμφανίστηκε άγγελος Κυρίου μέσα σε φλόγα φωτιάς που έβγαινε μέσα από μία βάτο. Ο Μωυσής όταν είδε θαύμασε το θέαμα αυτό της βάτου , που φλεγόταν χωρίς να καίγεται . Όταν προχώρησε κοντά για να το καταλάβει καλύτερα ήλθε φωνή Κυρίου προς αυτόν που του έλεγε : ” Εγώ ειμί ο Θεός των πατέρων σου . Ο Θεός του Αβραάμ , ο Θεός του Ισαάκ , ο Θεός του Ιακώβ. ” . Ο Μωυσής καταλήφθηκε από φόβο και δεν τολμούσε να παρατηρήσει και να εξετάσει το όραμα . Του είπε ο Κύριος : ” Λύσε τα λουριά των υποδημάτων σου και βγάλε τα υποδήματά σου , γιατί ο τόπος που στέκεσαι είναι γη αγία . Είδα και ξέρω καλά την καταπίεση και την κακοπάθεια που υποφέρει ο λαός μου , που βρίσκεται στην Αίγυπτο . Και άκουσα τον στεναγμό του και κατέβηκα για να τους ελευθερώσω . Και τώρα έλα να σε στείλω στην Αίγυπτο .”
Τούτον τον Μωυσή που αρνήθηκαν να τον αναγνωρίσουν προστάτη τους οι προγονοί μας και του είπαν : ” Ποιος σε διόρισε άρχοντα και δικαστή ” , αυτόν τον ίδιο , ο Θεός τον απέστειλε άρχοντα και ελευθερωτή του λαού από την δουλεία της Αιγύπτου. Και του ανέθεσε να αποτελειώσει την αποστολή του με την βοήθεια του αγγέλου , που τους έβγαλε από την χώρα της δουλείας . Έκανε θαύματα καταπληκτικά και αποδεικτικά της θείας δυνάμεως , στη χώρα της Αιγύπτου και στην Ερυθρά θάλασσα και στην έρημο για σαράντα χρόνια . Αυτός είναι ο Μωυσής που είπε στους Ισραηλίτες : ” Προφήτη θα σας αναστήσει ο Κύριος ο Θεός σας από τους αδελφούς σας , που θα είναι νομοθέτης και μεσίτης και ελευθερωτής όπως εγώ . Έχετε χρέος και καθήκον να τον υπακούσετε . “
Ο Μωυσής αυτός υπήρξε ο άνθρωπος που στην σύναξη των Ισραηλιτών που έγινε στην έρημο για την παραλαβή του νόμου μεσίτευσε μεταξύ του αγγέλου , στο όρος Σινά και των πατέρων μας , που δεν άντεχαν να επικοινωνούν οι ίδιοι με τον άγγελο. Και αυτός ο Μωυσής παρέλαβε θεία λόγια που δίνουν στις ψυχές ζωή αιώνια για να τα παραδώσει σε εμάς . Σ΄ αυτόν τον Μωυσή δεν θέλησαν οι προγονοί μας να υπακούσουν . Αλλά τον απώθησαν . Και όσο εξαρτιόταν από την πρόθεση και την επιθυμία της καρδιάς τους ήθελαν να γυρίσουν στην Αίγυπτο.
Και η πρόθεσή τους αυτή φανερώθηκε όταν είπαν στον Ααρών : ” Φτιάξε μας Θεούς που θα μπούνε μπροστά μας και θα προπορεύονται σαν προστάτες μας . Γιατί ο Μωυσής που μας έβγαλε από την χώρα της Αιγύπτου , χάθηκε και δεν ξέρουμε τι του συνέβηκε . ” Και κατασκεύασαν χρυσό είδωλο μόσχου κατά τις ημέρες εκείνες και προσέφεραν στο θυσιαστήριο θυσία στο είδωλο αυτό. Πανηγύριζαν με χαρά και ευφροσύνη για τα έργα που έφτιαξαν με τα χέρια τους . Μετά από αυτό απομακρύνθηκε ο Θεός από αυτούς . Τους εγκατέλειψε στο σκοταδισμό της διανοίας τους για να λατρεύουν τα πολυάριθμα άστρα του ουρανού , όπως το γράφει στο βιβλίο των προφητών : ” Ω , εσείς που αποτελείτε την οικογένειά μου και τους απογόνους του Ισραήλ , σας ρωτώ : μήπως μου προσφέρατε , για σαράντα χρόνια στην έρημο σφάγια και θυσίες ; Όχι δεν μου προσφέρατε . Και σηκώσατε στους ώμους σας τη βέβηλη σκηνή του Μολώχ , για να την μεταφέρετε σαν ιερό κειμήλιο , και το άστρο του Θεού σας Ρεμφάν , τα είδωλα που κάνατε για να τα προσκυνάτε . Και για τιμωρία σας θα μετοικήσω σε τόπο πολύ μακρινό , πέρα από την Βαβυλώνα . ” Η ιερή όμως σκηνή , όπου ο Θεός έδινε την μαρτυρία του θελήματος και της παρουσίας του ήταν στην έρημο . Έτσι διέταξε εκείνος που μιλούσε στον Μωυσή , να την κατασκευάσει , σύμφωνα με το πρότυπο που είδε στο Όρος . Τη σκηνή αυτή μετά τον Μωυσή την παρέλαβαν οι διάδοχοί του , οι προγονοί μας , μαζί με τον Ιησού του Ναυή . Την έμπασαν στην κυριευμένη χώρα των εθνικών , που τους έκανε έξωση ο Θεός για να εγκατασταθούν σε αυτή τη χώρα οι προγονοί μας και έμεινε εκεί η σκηνή ως την εποχή του Δαυίδ , που βρήκε χάρη ενώπιον του Θεού και ζήτησε να κατασκευάσει κατοικία για τον Θεό του Ιακώβ . Στο τέλος ο Σολομών αξιώθηκε να κτίσει τον οίκο αυτό του Θεού . ‘Όμως ο Ύψιστος Θεός δεν κατοικεί σε ναούς που κατασκευάζονται από χέρια ανθρώπων , όπως λέγει ο προφήτης Ησαΐας : “Θρόνος για μένα είναι ο ουρανός , ολόκληρη η γη είναι το στήριγμα που ακουμπούν τα πόδια μου . Ποιόν οίκο μπορείτε να κτίσετε σε μένα , που δεν με χωρεί ολόκληρος ο κόσμος ; ” λέγει ο Κύριος . ” Ή ποιος θα είναι ο τόπος της μόνιμης αναπαύσεώς μου ; Δεν είναι το παντοδύναμο χέρι μου , που δημιούργησε όσα εσείς οι άνθρωποι μου προσφέρετέ ; “
Και επειδή τα μέλη του συνεδρίου άρχισαν να αγανακτούν , ελέγχοντάς τους ο Στέφανος τους λέγει : “Σκληροτράχηλοι και αναίσθητοι στην καρδιά και τα αυτιά σας ! Πάντοτε αντιτάσσεσθε εσείς στο Πνεύμα το Άγιο . Όπως οι πατέρες σας έτσι και εσείς . Ποιόν από τους προφήτες δεν κατεδίωξαν οι προγονοί σας και φόνευσαν εκείνους που προανάγγειλαν τον ερχομό του Μεσσία , του οποίου τώρα εσείς έχετε γίνει προδότες και φονιάδες ; Εσείς που πήρατε τον νόμο που διέταξε ο θεός με τους αγγέλους και δεν τον φυλάξατε !

Δ . Μαρτυρικό τέλος
Ενώ άκουγαν αυτά οι σκληρόκαρδοι και αμετανόητοι Ιουδαίοι , σχίζονταν οι καρδιές τους από αγανάκτηση και έτριζαν τα δόντια τους εναντίων του Στέφανου . Αυτή τη στιγμή ο Θεόφθογγος αρχιδιάκονος , δεχόμενος τις ελλάμψεις της Θείας Χάριτος , ώστε ολόκληρη η ύπαρξή του να γεμίζει από το Άγιο Πνεύμα , ατενίζει προς τον ουρανό και βλέπει ” δόξαν Θεού και Ιησούν εστώτα εκ δεξιών του Θεού ” . Και ενώ αντικρίζει ο Στέφανος την θεόσταλτη θεωρία , γυρίζει με απλότητα μικρού παιδιού και λέει στους κατηγόρους του : ” Να , βλέπω τους ο
υρανούς ανοιγμένους και τον υιό του ανθρώπου να στέκεται στα δεξιά του Θεού. “
Όταν άκουσαν την θεία οπτασία του Αγίου οι Ιουδαίοι , τη νόμισαν οι πλανεμένοι ως βλασφημία εναντίον του Θεού και κράζοντας με φωνή μεγάλη και βουλώνοντας τα αυτιά τους , για να μην τον ακούνε ” όρμησαν ομοθυμαδόν επ αυτόν ” . Τον άρπαξαν , τον έβγαλαν έξω από την πόλη και άρχισαν να τον λιθοβολούν . Ό μακάριος Στέφανος ενώ οι λίθοι πλήγωναν θανάσιμα το Άγιο σώμα του , επικαλούνταν τον Κύριο και έλεγε : “Κύριε Ιησού δέξου το πνεύμα” . Τέλος αφού γονάτισε , μιμούμενος τον σταυρωμένο Χριστό , έκραξε με φωνή μεγάλη : ” Κύριε μην τους λογαριάσεις την αμαρτία αυτή . “
Ο αγιότατος Στέφανος υφίσταται μαρτυρικό θάνατο γιατί αγαπά τον Θεό , με όλη την καρδιά , την ισχύ και την διάνοιά του , με όλο το είναι του . Και ο γλυκύτατός μας Ιησούς δεν τον άφησε ορφανό . Παρακάλεσε τον Πατέρα του και του έστειλε αισθητά το Άγιο Πνεύμα . Όχι την ώρα του μαρτυρίου , αλλά πολύ πιο πριν . Πριν ακόμα γίνει διάκονος . Τότε που έδωσε ολοκληρωτικά τον εαυτό του στον Θεό. Την ώρα του μαρτυρίου οι τελευταίες λέξεις του . φανερώνουν και την τελειότητα της αγάπης του . Την αγάπη για τους εχθρούς . Ποιος έδωσε τόση αγάπη στον Στέφανο ; Οι άγιοι πατέρες μας που την διδάχθηκαν αποφαίνονται : το Άγιο Πνεύμα διδάσκει αρρήτως τη ψυχή να αγαπά τους ανθρώπους. Αυτό που διδάχθηκαν οι πατέρες μας δεν ήταν παρά ότι ο Ιησούς υποσχέθηκε : “Το Πνεύμα το Άγιον , ο πέμψει ο πατήρ εν ονοματί μου , εκείνο υμάς διδάξει πάντα . “( Ιωαν. ιδ , 26 )



Τόπος όπου έμαρτύρησεν ό Άγιος Πρωτομάρτυς Στέφανος

Και με τα τελευταία λόγια του , παρέδωσε την αγία του ψυχή . Με το μαρτύριό του ο Πρωτομάρτυρας του Χριστού , καταγκρέμμισε τον αντίδικο διάβολο . Αφού κοιμήθηκε με τον γλυκό ύπνο του μαρτυρίου πήραν το σώμα του άνδρες ευλαβείς κι αφού το τοποθέτησαν μέσα σε ένα κιβώτιο , το σφράγισαν και το απόθεσαν στα πλάγια μέρη του ναού . Τότε ο νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο γιός του Αβελβούλ , πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τους Αποστόλους . Ο λιθοβολισμός του αγίου Στεφάνου έγινε τον τρίτο χρόνο μετά την ανάληψη του Χριστού .

Ε . Η ανακομιδή του λειψάνου του
Πέρασαν τριακόσια τέσσερα χρόνια από το μαρτύριό του. Πέρασαν οι διωγμοί που οδήγησαν στην τελείωση χιλιάδες μάρτυρες . Ειρήνη διαδέχτηκε την ταραχή και η Εκκλησία απολάμβανε ελευθερία και ησυχία . Τα βασανιστήρια των τυράννων σταμάτησαν . Γιατί βασίλευε ο Κωνσταντίνος , ο ευσεβέστατος και πρώτος βασιλιάς των Χριστιανών. Τότε φανερώθηκε και ο πολύτιμος θησαυρός , το αγιότατο λείψανο του πρωτομάρτυρα Στεφάνου ως εξής :
Στην ίδια πόλη που ήταν κρυμμένο το λείψανο του Αγίου Στεφάνου κατοικούσε ένας γέροντας που λεγόταν Λουκιανός .Ήταν ιερέας στο αξίωμα και ευσεβής στη ζωή . Σε αυτόν φάνηκε τρείς φορές ο Άγιος Στέφανος και του έδειξε τον τόπο που βρισκόταν κρυμμένο το λείψανό του . Ο ιερέας φανέρωσε την οπτασία αυτή στον τότε πατριάρχη Ιεροσολύμων, Ιωάννη .Ο πατριάρχης φωτισμένος την ώρα εκείνη της διηγήσεως , από το Άγιο Πνεύμα πείστηκε και με χαρά πήγε στον τόπο που αποκάλυψε ο άγιος με πολλούς κληρικούς . Αφού έσκαψαν , βρήκαν την θήκη στην οποία ήταν τοποθετημένο το άγιο λείψανο. Την ίδια ώρα σεισμός μεγάλος τράνταξε την γη . Ευωδία ουράνια πλημμύρισε τους παρευρισκομένους . Ψηλά από τους ουρανούς ακούγονταν οι αγγελικές δοξολογίες ” Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γής ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία ” . Όλα γιόρταζαν στην εύρεση του αγίου λειψάνου . Η κτίση τα κτίσματα ο Κτίστης . Η κτίση με τον σεισμό . Τα κτίσματα , οι άνθρωποι με την χαρά και το δέος , μαζί και οι άγγελοι με την δοξολογία . Και ο Κτίστης , που άπειρα αγαπά τα δημιουργήματά του , με την ευωδία που δεν ήταν παρά αυτό το Άγιο Πνεύμα , που ζούσε μέσα στον άγιο Στέφανο . Πρώτος προσκύνησε το άγιο λείψανο ο πατριάρχης . Ακολούθησαν οι ιερείς και ο παρευρισκόμενος λαός . Μετά το σήκωσαν με ευλάβεια και με λαμπάδες , ψαλμωδίες και θυμιάματα και όλη την πρέπουσα τιμή το μετέφεραν στην Ιερουσαλήμ . Αργότερα κτίσθηκε και ναός προς τιμήν του αγίου από κάποιον άρχοντα συγκλητικό τον Αλέξανδρο . Μέσα στον ναό εκείνο , τοποθετήθηκε με τις ευλογίες του πατριάρχη το λείψανό του .

ΣΤ . Μεταφορά στην Κωνσταντινούπολη
Υστερα από οκτώ χρόνια όταν βασίλευε ο Κωνσταντίνος και πατριάρχευε στην βασιλίδα των πόλεων ο θείος Μητροφάνης , μεταφέρεται εκεί με θαυμαστό τρόπο το λείψανο του αγίου Στεφάνου , από την γυναίκα του Αλεξάνδρου , την Ιουλιανή . Στην διαδρομή , από τα Ιεροσόλυμα μέχρι την Κωνσταντινούπολη , συνέβησαν πολλά θαυμαστά .
Όταν έφθασαν στην πόλη της Αγίας Σοφίας , μαθεύτηκε παντού ο ερχομός του αγίου λειψάνου . Ο ευσεβέστατος βασιλιάς Κωνσταντίνος όταν πληροφορήθηκε τα πολλά θαυμαστά που συνέβησαν κατά την διαδρομή , γέμισε από χαρά και αγαλλίαση . Ειδοποίησε τον πατριάρχη , τον κλήρο και τον λαό να βγούν να προυπαντήσουν το άγιο λείψανο . Και έτσι όλοι οι χριστιανοί , άρχοντες και αρχόμενοι , κλήρος και λαός , το έφεραν στα βασιλικά ανάκτορα με μέγιστη τιμή και ευλάβεια.
Πάμπολλα είναι τα θαύματα που έγιναν ώστε είναι αδύνατον να περιγραφούν ακριβώς . Τα μουλάρια , που έσερναν την άμαξα , που ήταν το άγιο λείψανο , όταν έφθασαν σε έναν τόπο λεγόμενο Κωνσταντινιές σταμάτησαν .Επειδή κτυπούσαν τα ζώα να προχωρήσουν , ένα μουλάρι μίλησε με ανθρώπινη φωνή και είπε ” Γιατί μας δέρνετε ; Εδώ πρέπει να αποτεθεί το λείψανο του αγίου .” Αυτή τη φωνή την άκουσαν ο πατριάρχης και όλοι οι παρευρισκόμενοι , δόξασαν τον Θεό μεγαλοφώνως . Όταν έμαθε ο βασιλιάς το θαυμαστό γεγονός της παντοδυναμίας του Θεού , έμεινε κατάπληκτος . Προς δόξα και αίνο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού , έκτισε στον τόπο εκείνο ναό στο όνομα του αγίου Στεφάνου .Στον ναό αυτό τελείται κάθε χρόνο η σύναξη και η εορτή του αρχιδιακόνου και πρωτομάρτυρα της εκκλησίας μας , αγίου Στεφάνου .
Η μνήμη του εορτάζεται στις 27 Δεκεμβρίου και η ανακομιδή των λειψάνων του στις 2 Αυγούστου .
Ιερό τεμάχιο κάρας του πρωτομάρτυρα Στεφάνου / Βατοπαίδι

Απολυτίκιο
Ήχος δ΄
Βασίλειον διάδημα , εστέφθη ση κορυφή εξ άθλων ων υπέμεινας υπέρ Χριστού του Θεού .Μαρτύρων πρωτόαθλε συ γαρ την Ιουδαίων απέλεγξας μανίαν , είδες σου τον Σωτήρα του Πατρός δεξιόθεν . Αυτόν ουν ακδυσώπει αει υπέρ των ψυχών ημών .

Κοντάκιο
Ήχος γ΄ . Η Παρθένος σήμερον .
Ο Δεσπότης χθές ημίν , δια σαρκός επεδήμει και ο δούλος σήμερον , από σαρκός εξεδήμει , χθές μεν γαρ , ο βασιλεύων σαρκί ετέχθει , σήμερον δε ο οικέτης λιθοβολείται , δια αυτόν και τελειούται ο Πρωτομάρτυρας και θείος Στέφανος.

από .agioros.blogspot.com


Εάν θέλεις να δώσεις κάτι σε αυτόν που έχει ανάγκη, δώσε το με όμορφο πρόσωπο, και με λόγια καλά να παρηγορείς την θλίψη του· και αν πράξεις έτσι, νικάει η ομορφιά του προσώπου σου, αυτό που δίνεις, στην καρδία του, περισσότερο την ανάγκη του σώματος του· την ημέρα που θα ανοίξεις το στόμα σου να κατηγορήσεις κάποιον,
θεώρησε τον εαυτό σου νεκρό εκείνη την ημέρα, και όλα σου τα έργα μάταια, και αν ακόμη σου φαίνεται, ότι ειλικρινά και προς οικοδομή σε παρακίνησε ο λογισμός σου να μιλήσεις· γιατί ποια η ανάγκη να καταστρέψει κάποιος το σπίτι του, και να διορθώσει το σπίτι του φίλου του;

Την ημέρα που θα λυπηθείς για κάποιον άνθρωπο, ο οποίος ασθενεί ψυχικά ή σωματικά, εκείνη την ημέρα θεώρησε τον εαυτό σου μάρτυρα, και ότι έπαθες για τον Χριστό, και αξιώθηκες την ομολογία Του. Καθότι και ο Χριστός για τους αμαρτωλούς πέθανε και όχι για τους δίκαιους. Σκέψου πόσο μεγάλη είναι αυτή αρετή· στ' αλήθεια μεγάλη αρετή είναι να λυπάται κάποιος για τους κακούς, και να ευεργετεί τους αμαρτωλούς περισσότερο παρά τους δίκαιους· αυτό ο απόστολος Παύλος το αναφέρει ως άξιο θαυμασμού· εάν σε όλα σου τα έργα μπορέσεις να έχεις την συνείδησή σου καθαρή, μην φροντίσεις να εκτελέσεις άλλη αρετή. Σε όλα σου τα έργα ας προηγηθεί η σωφροσύνη του σώματος σου και η καθαρότητα της συνείδησής σου· διότι χωρίς αυτά τα δύο κάθε άλλη αρετή θεωρείται μάταια για τον Θεό. Να γνωρίζεις ότι κάθε έργο που κάνεις χωρίς σκέψη και εξέταση υπάρχει μάταιο· καθώς ο Θεός υπολογίζει την αρετή με την διάκριση και όχι με την αδιάκριτη ενέργεια.

ΑΓ. ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΥ ''Ασκητικά''


1 Όπου ευρίσκεται ο Θεός, εκεί δεν υπάρχει κακό. Όλα όσα απορρέουν από τον Θεόν, έχουν μέσα τους την ειρήνη και οδηγούν τον άνθρωπο προς την αυτοκατάκριση και ταπείνωση.
2«Η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί» (Ιακώ­βου 6, 26). Η πραγματική πίστις δεν είναι δυνατόν να υπάρξει χωρίς τα έργα. Όποιος πραγματικά πι­στεύει, εκείνος οπωσδήποτε θα πράττει και καλά έργα.
3 Εάν ο άνθρωπος από αγάπη προς τον Θεόν και χάριν της ενάρετου Ζωής δεν έχει περιττή μέριμνα για τον εαυτό του, πιστεύοντας ότι γι’ αυτόν φροντί­ζει ο Θεός, αυτή του η εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού είναι και πραγματική και συνετή.
4 Όποιος πραγματικά αγαπά τον Θεόν, θεωρεί τον εαυτό του ταξιδιώτη και ξένο στη γη αυτή. Στην επιδίωξή του να ενωθεί με τον Θεόν, με το νου και την καρδιά του διαρκώς ατενίζει μόνον Αυτόν.

5 Ο άνθρωπος που θα αποφασίσει να ζήσει την εσωτερική ζωή, πρώτα απ’ όλα πρέπει να έχει τον φόβο του Θεού που είναι και η αρχή της σοφίας.
6 Ο νους του προσεκτικού ανθρώπου ομοιάζει με άγρυπνο φύλακα και φρουρό της εσωτερικής Ιερου­σαλήμ. Από το ύψος της πνευματικής ζωής βλέπει με το καθαρό του μάτι τα πέριξ και τις εντός της ψυχής του ενάντιες δυνάμεις, σύμφωνα με τα λόγια του Ψαλμωδού: «Και εν τοις εχθροίς μου επείδεν ο οφθαλμός μου» (Ψαλμ. νγ’, 9).
7 Ο άνθρωπος με την σάρκα του ομοιάζει με αναμ­μένο κερί. Το κερί είναι προορισμένο να λιώσει και ο άνθρωπος να πεθάνει. Η ψυχή του όμως είναι αθά­νατη, γι’ αυτό και η μέριμνά μας πρέπει να στρέφεται περισσότερο για την ψυχή παρά για το σώμα: «Τι γάρ ωφελείται άνθρωπος, εάν τον κόσμον όλον κερδήση, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθή; ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού» (Ματθ. ιστ’, 26).
8 Εάν επιτρέψει ο Κύριος να δοκιμάσει ο άνθρωπος ασθένειες, τότε Εκείνος θα του δώσει και την δύναμη της υπομονής.
9 Πρέπει να συνηθίσεις τον νου σου να κολυμβά στον νόμο του Κυρίου, κάτω από την καθοδήγηση του Οποίου να προσαρμόζεις και την ζωήν σου.
10 Η ειρήνη της ψυχής αποκτάται διά των θλίψεων. Η Γραφή λέγει: «Διήλθομεν διά πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν» (Ψαλμ. ξε’, 12).
11 Τίποτε δεν συμβάλλει τόσο στην απόκτηση της εσωτερικής ειρήνης, όσο η σιωπή και η συζήτησις με τον εαυτόν μας μάλλον, παρά με τους άλλους.
12 Μπορείς, βλέποντας τον ήλιο με τους φυσικούς οφθαλμούς, να μη χαίρεσαι; Μα πόσο μεγαλύτερη χαρά θα νοιώθεις, όταν ο νους σου βλέπει με τους εσωτερικούς οφθαλμούς τον Ήλιο της δικαιοσύνης, τον Χριστόν;
13 Για να διατηρήσεις την ψυχική ειρήνη πρέπει να διώχνεις από κοντά σου την αθυμία, να προσπαθείς να έχεις το πνεύμα της χαράς, να αποφεύγεις την κατάκριση των άλλων και να συγκαταβαίνεις στις αδυναμίες του αδελφού σου.
14 Ο Κύριος φροντίζει για την σωτηρία μας. Ο ανθρωποκτόνος όμως διάβολος προσπαθεί να μας οδηγήσει στην απελπισία.
15 Κατά το τριακοστό πέμπτο έτος της ηλικίας, δηλα­δή στο ήμισυ της επιγείου ζωής, συμβαίνει να κάνει ο άνθρωπος μεγάλο αγώνα για την διατήρηση του εαυτού του. Πολλοί σ’ αυτή την ηλικία δεν παραμένουν στην αρετή, ξεφεύγουν, και ακολουθούν τον δρόμον των επιθυμιών τους.
16 Όποιος θέλει να σωθεί πρέπει να έχει την καρδιά του σε κατάσταση μετανοίας και συντριβής: «Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει» (Ψαλμ. ν’, 19).
17 Όταν ο άνθρωπος προσπαθεί να έχει καρδιά τα­πεινή και λογισμό ειρηνικό, τότε όλες οι σκευωρίες του εχθρού μένουν ανενέργητες. Διότι όπου υπάρχει η ειρήνη των λογισμών, εκεί αναπαύεται ο Ίδιος ο Θεός: «Εν ειρήνη ο τόπος Αυτού» (Ψαλμ. οε’, 3).
18 Η απελπισία είναι η μεγαλύτερη χαρά του διαβόλου. Είναι αμαρτία θανάσιμη.
19 Η θλίψις είναι το σκουλήκι της καρδιάς, που κατατρώγει την μητέρα που το γέννησε.
20 Όταν ο άνθρωπος δεχθεί κάτι το θεϊκό μέσα του, η καρδιά του χαίρεται. Όταν αντιθέτως δεχθεί κάτι το διαβολικό τότε συγχύζεται και ταράζεται.
21 Όποιος υποφέρει την ασθένεια του με υπομονή και ευγνωμοσύνη προς τον Θεό, στεφανώνεται σαν μάρτυς και αγωνιστής.
22 Πρέπει να προσπαθούμε να είμεθα ελεύθεροι από τους ακάθαρτους λογισμούς, ιδιαιτέρως όταν προσευχόμεθα προς τον Θεό. Διότι δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχουν η δυσοσμία με την ευωδία.
23 Εάν εμείς δεν συμφωνούμε με τους κακούς λογι­σμούς, που προέρχονται από τον διάβολον, κάνουμε πολύ καλά. Διότι το ακάθαρτο πνεύμα μόνον στους εμπαθείς ανθρώπους ασκεί αποτελεσματικά την επίδρασή του. Ενώ τους απαθείς προσπαθεί να τους επηρεάσει από μακριά.
24 Ο νέος άνθρωπος είναι αδύνατο να μην ταράσσε­ται από σαρκικούς λογισμούς. Πρέπει γι’ αυτό να προσεύχεται επίμονα στον Θεό, για να σβήσει εγκαί­ρως την σπίθα των αισχρών επιθυμιών μόλις εμφανισθεί. Τότε δεν θα δυναμώσει ποτέ η φλόγα.
25 Πρέπει πάντοτε να υπομένουμε όλα χάριν του Θεού, ευχαρίστως. Η ζωή μας είναι μια στιγμή συγ­κριτικά με την αιωνιότητα, και γι’ αυτό: «Ουκ άξια, κατά τον Απόστολον, τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η’, 18).
26 Ας αγαπήσουμε την ταπεινοφροσύνη για να δού­με την δόξα του Θεού, διότι όπου στάζει η ταπεινο­φροσύνη εκεί αναβλύζει η δόξα του Θεού.
27 Χωρίς το φως όλα είναι σκοτεινά και χωρίς την ταπεινοφροσύνη τίποτε δεν υπάρχει μέσα στον άν­θρωπο, παρά μόνο ένα σκοτάδι.
28 Όπως το κερί αν δεν θερμανθεί και μαλακώσει, δεν μπορεί να δεχθεί επάνω του την σφραγίδα, έτσι και η ψυχή, χωρίς να δοκιμασθεί με τους κόπους και τις ασθένειες δεν μπορεί να λάβει επάνω της την σφραγίδα της αρετής.
29 Στους πλησίον μας πρέπει να φερόμεθα με λεπτότητα, χωρίς ούτε με το βλέμμα μας να τους προσβάλλουμε.
30 Το πνεύμα του συγχυσμένου και θλιμμένου άνθρω­που φρόντισε να το ενθαρρύνεις με λόγια αγάπης.
31 Για την αδικία που σου προξενούν οι άλλοι, όποια κι’ αν είναι αυτή, δεν πρέπει να εκδικείσαι, αλλά αντίθετα να συγχωρείς από τα βάθη της καρδιάς σου εκείνον που σε αδίκησε.
32 Δεν πρέπει να τρέφεις στην καρδιά σου μίσος και αντιπάθεια κατά του πλησίον, που σε εχθρεύεται. Αλλά να τον αγαπάς και να του κάνεις όσο μπορείς καλό, ακολουθώντας την εντολή του Χριστού: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υ­μάς» (Ματθ. ε’, 44).
33 Η θύρα της μετανοίας είναι για όλους ανοικτή και είναι άγνωστο ποιος θα πρωτομπεί σ’ αυτή, εσύ που κατακρίνεις τον άλλον ή αυτός που κατακρίνε­ται από σένα.
34 Κατάκρινε πάντοτε τον εαυτόν σου και θα παύσεις να κατακρίνεις τους άλλους.
35 Μπορείς να κατακρίνεις μια πράξη κακή, ποτέ όμως εκείνον που την έπραξε.
36 Όταν εγκαταλειφθεί ο άνθρωπος από τον Θεό, τότε ο διάβολος είναι έτοιμος να τον αφανίσει, όπως αφανίζει η μυλόπετρα το σπόρο του σταριού.
37 Η περιττή μέριμνα για τα βιοτικά πράγματα είναι γνώρισμα άνθρωπου άπιστου και μικρόψυχου. Και είναι συμφορά εάν εμείς φροντίζοντας οι ίδιοι για τον εαυτό μας δεν στηριζόμαστε στον Θεό, που προνοεί για μας!
38 Είναι καλύτερο για μας να περιφρονούμε όσα δεν είναι δικά μας, δηλαδή τα πρόσκαιρα και τα παροδικά, και να ζητούμε τα δικά μας, δηλαδή τα άφθαρτα και τα αιώνια.
39 Δεν πρέπει να κλονιζόμαστε στην πνευματική ζωή από καμιά εχθρική δύναμη. Αντίθετα να στηριζόμαστε στα λόγια του Θεού: «Τον δε φόβον αυτών ου μη φοβηθώμεν, ουδ’ ου μη ταραχθώμεν, ότι μεθ’ ημών ο Θεός. Κύριον τον Θεόν ημών αυτόν αγιάσωμεν και Αυτός έσται ημίν φόβος» (πρβλ. Ήσ. η’, 12-13).
40 Όποιος ενίκησε τα πάθη αυτός ενίκησε και την θλίψη. Όποιος νικιέται από τα πάθη δεν θα αποφύγει τα δεσμά της θλίψεως. Όπως ο άρρωστος φαίνεται από το χρώμα του προσώπου του, έτσι ο εμπαθής από την κατάθλιψη.


ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

Για τα παιδιά κινούμενα σχέδια ''η ζωή του αγίου Σεραφείμ Σάρωφ''






Αν θέλεις να προκόψεις στην πνευματική ζωή, φύλαγε μέσα σου τον φόβο του θεού και μην αφήνεις τον εαυτό σου υπερβολικά ελεύθερο. Κράτα όλες τις αισθήσεις σου κάτω από έλεγχο και μην υποκύψεις σε ανόητη επιθυμία.
Κατεύθυνε την καρδιά σου στη συντριβή και θα βρεις έτσι την πραγματική ευσέβεια.

Η συντριβή οδηγεί σε πολλά καλά, που τα χάνει όμως όποιος παραδοθεί στα μάταια σκιρτήματα της καρδιάς.
Είναι άξιο απορίας πως μπορεί κανείς να νοιώθει τον εαυτό του γεμάτο χαρά σ αυτήν εδώ τη ζωή, όταν σκέπτεται ότι εδώ κάτω δεν είναι παρά εξόριστος και η ψυχή του είναι κυκλωμένη από τόσους κινδύνους. Η επιπολαιότης μας και η λησμοσύνη των ελαττωμάτων μας κάνουν να αναισθητούμε στην πείνα της ψυχής μας και έτσι συχνά γελούμε ενώ θα έπρεπε να κλαίμε.Η αληθινή ελευθερία και η γνήσια χαρά βρίσκονται στον φόβο του θεού και στην καθαρή συνείδηση.Μακάριος όποιος μπορεί να απομακρύνει τις μάταιες
μέριμνες που σκορπίζουν τη διάνοιά του και τον εμποδίζουν στην πνευματική αυτοσυγκέντρωση και τη συντριβή.Μακάριος όποιος αποσύρει τη ματιά του από ότι μπορεί να κηλιδώσει ή να βαρύνει τη συνείδησή του. Να αγωνίζεσαι γενναία, γιατί μια συνήθεια τη νικά άλλη συνήθεια."Ασε τους άλλους ήσυχους και να είσαι βέβαιος ότι και αυτοί θα σε αφήσουν ήσυχο. Μην ασχολείσαι με τα ζητήματα των άλλων και μην ανακατώνεσαι στις υποθέσεις των μεγαλυτέρων σου.
Έχε τον νου σου πρώτα στον εαυτό σου και κοίτα να διορθωθείς ο ίδιος, αντί να συμβουλεύεις τους άλλους.
Μη στενοχωρείσαι αν δεν έχεις την εύνοια των ανθρώπων. Μάλλον να στενοχωρήσαι αν δεν κατευθύνουν τη ζωή σου η αυστηρότης και η προσοχή, όπως αρμόζει σε δούλο του θεού και σε άνθρωπο αφοσιωμένο στην Εκκλησία. Συχνά είναι προτιμότερο και ασφαλέστερο για τον άνθρωπο να μην έχει εδώ κάτω πολλή υλική άνεση.Δεν έχουμε τη θεια παρηγορία και σπάνια δοκιμάζουμε τις χαρές της, γιατί δεν επιδιώκουμε τη συντριβή της καρδιάς και δεν αποκόβουμε με τον εαυτό μας αποφασιστικά από τις εξωτερικές παρηγορίες, που είναι μάταιες.Να θαρρείς τον εαυτό σου ανάξιο της θείας παρηγορίας και άξιο μεγαλυτέρων θλίψεων.
Όταν κανείς νοιώθει πλήρη συντριβή, όλος ο κόσμος του γίνεται αδιάφορος.Ο δίκαιος βρίσκει πάντα πολλές αιτίες για να λυπηθεί και να κλάψει.Γιατί, είτε τον εαυτό του είτε τους άλλους ατενίζοντας, διαπιστώνει ότι κανείς δεν υπάρχει σ αυτόν τον κόσμο που να μην είναι αξιολύπητος. Και όσο βαθύτερα ερευνά τον εαυτό του, τόσο και πιο πολλές αφορμές λύπης βρίσκει.Οι αιτίες για πένθος και συντριβή της καρδιάς είναι οι αμαρτίες και οι κακές μας ροπές, με τις οποίες είμαστε τόσο σφιχτά δεμένοι, ώστε σπάνια μπορούμε να σκεφθούμε τα ουράνια πράγματα. Αν σκεπτόσουν πιο συχνά την εκδημία σου από τον κόσμο παρά τη μακροζωία σου, δεν χωρεί αμφιβολία ότι με περισσότερο ζήλο θα πάσχιζες να διορθωθείς.Και αν σκεπτόσουν καλά την κόλαση και την αιώνια ταλαιπωρία, είναι βέβαιο ότι θα υπέφερες πρόθυμα τις θλίψεις και τους αγώνες σ αυτόν εδώ τον κόσμο και δεν θα σε δυσαρεστούσαν.
Επειδή όμως αυτές οι αλήθειες δεν προχωρούν στο βάθος της καρδιάς μας και προτιμάμε πάντα τις τέρψεις αυτής εδώ της ζωής, εξακολουθούμε να είμαστε ψυχροί και ανέμελοι μπροστά στα ζητήματα της θρησκείας.
Η ψυχική μας αδυναμία είναι η αιτία που το καημένο το σώμα μας παραπονείται με το παραμικρό.Να παρακαλείς λοιπόν τον θεό να σου δίνει το πνεύμα της συντριβής και να λες μαζί με τον Προφήτη : « Ψωμιείς ημάς άρτον δακρύων και ποτιείς ημάς εν δάκρυσιν εν μέτρω »( Ψαλμ. οθ' στίχ 6 ).

(Μίμηση του Χριστού Βιβλίο Α' κεφ. ΚA’

- Γέροντα, πώς κάνετε ευχή για ένα θέμα;
- Όλη η βάση είναι να πονάη ο άνθρωπος . Αν δεν πονάη , μπορεί να κάθεται ώρες με το κομποσχοίνι και η προσευχή του να μην έχη κανένα αποτέλεσμα. Αν υπάρχη πόνος για το θέμα για το οποίο προσεύχεται , ακόμη και με έναν αναστεναγμό κάνει καρδιακή προσευχή.
Πολλοί, όταν την στιγμή που τους ζητούν οι άλλοι να κάνουν προσευχή δεν έχουν χρόνο, προσεύχονται με έναν αναστεναγμό για το πρόβλημά τους. Δεν λέω να μην κάνη κανείς προσευχή , αλλά, αν τυχόν δεν υπάρχη χρόνος , ένας αναστεναγμός για τον πόνο του άλλου είναι μία καρδιακή προσευχή ∙ ισοδυναμεί δηλαδή με ώρες προσευχής. Διαβάζεις λ.χ. ένα γράμμα, βλέπεις ένα πρόβλημα, αναστενάζεις και μετά προσεύχεσαι. Ου, αυτό είναι μεγάλο πράγμα! Πριν πιάσης το ακουστικό ,πριν ακόμη καλέσης, σε ακούει ο Θεός! Και πώς το πληροφορείται ο άλλος! Να δήτε πώς οι δαιμονισμένοι καταλαβαίνουν πότε κάνω προσευχή γι’ αυτούς και φωνάζουν, όπου και αν βρίσκωνται!
Η πραγματική προσευχή ξεκινάει από έναν πόνο∙ δεν είναι ευχαρίστηση, «νιρβάνα». Τι πόνος είναι; Βασανίζεται με την καλή έννοια ο άνθρωπος. Πονάει, βογγάει, υποφέρει όταν κάνη προσευχή για οτιδήποτε. Ξέρετε τι θα πη υποφέρει; Ναι, υποφέρει, γιατί συμμετέχει στον γενικό πόνο του κόσμου ή στον πόνο ενός συγκεκριμένου προσώπου. Αυτήν την συμμετοχή, αυτόν τον πόνο, τον ανταμείβει ο Θεός με την θεία αγαλλίαση. Δεν ζητάει βέβαια ο άνθρωπος την θεία αγαλλίαση, αλλά η θεία αγαλλίαση έρχεται ως συνέπεια, επειδή συμμετέχει στον πόνο του άλλου.
- Πώς θα ξεκινήση;

 - Μαθαίνει κάτι, λ.χ. ότι έγινε ένα δυστύχημα, «αχ!» αναστενάζει, και τακ ο Θεός του δίνει παρηγοριά θεϊκή για τον λίγο αναστεναγμό. Βλέπει έναν να πονάη , και τακ συμπάσχει μαζί του και παρηγορείται από τον Θεό με θεία παρηγοριά∙ δεν μένει με την πίκρα εκείνη. Βοηθιέται και ο άλλος με την προσευχή του. Ή σκέφτεται «Ο Θεός μας ‘έδωσε τόσα∙ εγώ τι έκανα για τον Θεό;». Μου έκανε εντύπωση αυτό που μου είπε μια ψυχή: «Οι Άγγελοι ,λέει, καλύπτουν τα πρόσωπα, όταν τελήται το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, και εμείς κοινωνούμε το Σώμα του Χριστού. Εγώ τι έκανα για τον Χριστό;». Υποφέρει με την καλή έννοια.
- Γέροντα, πώς καταλαβαίνει κανείς ότι βοηθήθηκε με την προσευχή του ο άλλος;

- Το πληροφορείται από την θεία παρηγοριά που νιώθει μέσα του μετά από την πονεμένη του καρδιακή προσευχή που έκανε. Πρέπει όμως πρώτα τον πόνο του άλλου να τον κάνης δικό σου πόνο και ύστερα να κάνης και καρδιακή προσευχή. Η αγάπη είναι ιδιότητα θεϊκή και πληροφορεί τον άλλον. Και στα νοσοκομεία ,όταν οι γιατροί και οι νοσοκόμες πονούν πραγματικά για τους αρρώστους, αυτό είναι το δραστικώτερο φάρμακο από όλα τα φάρμακα που τους δίνουν. Νιώθουν οι άρρωστοι ότι ενδιαφέρονται γι’ αυτούς , και αισθάνονται σιγουριά, ασφάλεια, παρηγοριά. Ούτε πολλές κουβέντες χρειάζεται να πης στον άλλον που υποφέρει, ούτε να του κάνης διδασκαλία. Καταλαβαίνει ότι τον πονάς και έτσι βοηθιέται. Ο πόνος είναι το παν. Αν πονέσουμε για τους άλλους, ξεχνάμε τον εαυτό μας , τα προβλήματά μας.
(γέροντος Παισίου)

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.