Ιανουαρίου 2011


Άρχισε να διδάσκει ο μακάριος Ζωσιμάς, αφού σφράγισε πρώτα το στόμα του με το σημείο του σταυρού.
Ο άνθρωπος του θεού προχωρώντας και προκόβοντας πνευματικά, όλα τα θεωρεί σαν σκουπίδι, έστω κι αν όλος ο κόσμος είναι δικός του. Διότι, όπως λέω, δεν βλάπτει το να έχεις, αλλά το να είσαι προσκολλημένος σε όσα έχεις.
θυμήθηκε τότε την περίπτωση του αδελφού με τα λαχανικά και αναρωτήθηκε:
Μήπως δεν έσπειρε, δεν κοπίασε, δεν καλλιέργησε; Μήπως τα ξερίζωσε και τα πέταξε; Όχι. Και όμως τα είχε σαν να μην τα είχε· απόδειξη ότι όταν πήγε ο γέροντας εκείνος θέλοντας να τον δοκιμάσει και άρχισε να τα καταστρέφει, δεν τα λογάριασε καθόλου ο αδελφός· αλλά όταν απόμεινε μια μόνο ρίζα του είπε: -Αν θέλεις, πάτερ, άφησε την αυτή για να σου κάνω το τραπέζι.
Τότε κατάλαβε ο άγιος ότι ήταν γνήσιος δούλος του θεού και όχι των λαχανικών και του λέει:
-Το Πνεύμα του θεού, αδελφέ, έχει αναπαυθεί επάνω σου!
Αν όμως είχε προσπάθεια στα λαχανικά θα φανερωνόταν αμέσως, με τη θλίψη και την ταραχή του.
Και έλεγε ότι αν δουν οι δαίμονες ότι κάποιος υβρίσθηκε ή ατιμάσθηκε ή ζημιώθηκε ή έπαθε οτιδήποτε παρόμοιο και θλίβεται όχι γιατί έπαθε άδικα, αλλά γιατί δεν υπέμεινε με γενναιότητα, φοβούνται, γιατί ξέρουν ότι μπήκε στον δρόμο της αλήθειας και θέλει να βαδίσει κατά τις εντολές του θεού.θυμήθηκε τότε τον άγιο Παχώμιο που ήθελε να μεγαλώσει το μοναστήρι και γι' αυτό τον μάλωσε ο μεγαλύτερος αδελφός του λέγοντας:
-Πάψε να είσαι υπερήφανος!
Και ό άγιος Παχώμιος αν και είχε δεχθεί θεία αποκάλυψη γι' αυτό το έργο, είπε μόνο:
-Παρακινήθηκα από την ιδέα ότι θα ήταν καλό.Κυριάρχησε στην καρδιά του και δεν αντιμίλησε καθόλου. Την νύχτα κατέβηκε σ' ένα μικρό υπόγειο και άρχισε να κλαίει και να προσεύχεται λέγοντας:
«Ω θεέ μου, το φρόνημα της σαρκός ακόμη ζει μέσα μου... Αλλοίμονο μου! Μετά από τόση άσκηση και προετοιμασία της καρδιάς, πάλι αρπάζομαι από τον θυμό, έστω και για καλά. Ελέησέ με να μη χαθώ, Κύριε». με αυτά τα λόγια προσευχόταν. Έμεινε όλη τη νύχτα επαναλαμβάνοντας τα με κλάματα, ώσπου ξημέρωσε. Και ήταν τόσος ο ιδρώτας που έχυσε (γιατί ήταν καλοκαίρι και φλεγόταν ο τόπος) ώστε τ' αχνάρια των ποδιών του λάσπωσαν.
Μιαν άλλη φορά είπε:Αν κανείς φέρει στο νου του κάποιον που τον λύπησε ή τον ζημίωσε ή τον ντρόπιασε ή τον διέσυρε χωρίς λόγο ή του έκανε οποιοδήποτε άλλο κακό, και αρχίσει να πλέκει λογισμούς εναντίον του, αυτός επιβουλεύεται την ίδια του την ψυχή, όπως οι δαίμονες, και είναι αρκετός μόνος του για την καταστροφή του. Αλλά τι λέω «να πλέκει»; Αν δεν τον θυμάται σαν γιατρό και ευεργέτη, αδικεί τρομερά τον εαυτό του! Γιατί λες ότι πάσχεις; Αυτός σε καθαρίζει και οφείλεις να τον θεωρείς σαν γιατρό σταλμένο από τον Χριστό. Αυτό καθ' εαυτό άλλωστε το ότι πάσχεις είναι δείγμα αρρωστημένης ψυχής· αν δεν ήσουν άρρωστος δεν θα έπασχες· και χρωστάς χάρη στον αδελφό διότι μέσω αυτού έμαθες την πορεία της αρρώστειάς σου. Οφείλεις επομένως να δέχεσαι όσα σου κάνει σαν θεραπευτικά φάρμακα σταλμένα από τον Ιησού.
Αν όμως, όχι μόνο δεν τον ευχαριστείς αλλά και λυπάσαι και τον κατηγορείς και πλέκεις λογισμούς εναντίον του, είναι σαν να λες στον Ιησού:
-Δεν θέλω να γιατρευτώ από σένα! Δεν θέλω τα φάρμακα σου! θέλω να σαπίσω στα τραύματα μου! θέλω να γίνω υπήκοος των δαιμόνων!
Αυτή όμως η αντίδραση είναι όλεθρος και κόλαση αιώνια για την ψυχή. Ενώ αντίθετα σωτηρία της είναι η τήρηση των εντολών του Χριστού, γιατί αυτές σαν όργανα καυτηριασμού και καθαρτικά την καθαρίζουν από τις κακίες. Όποιος επομένως θέλει και ποθεί να γιατρευτεί, είναι ανάγκη να υπομείνει όσα επιβάλλει ο γιατρός. Άλλωστε ούτε ο άρρωστος ευχαριστείται όταν εγχειρίζεται ή καυτηριάζεται ή πίνει καθάρσιο- πείθει όμως τον εαυτό του ότι χωρίς αυτά είναι αδύνατο ν' απαλλαγεί από την ασθένεια. Παραδίνεται λοιπόν στο γιατρό ξέροντας ότι με λίγη ταλαιπωρία θα γλυτώσει από πολλή αδιαθεσία και πολυχρόνια νόσο. Καυτήρας του Ιησού είναι όποιος μας βλάπτει.
Αφαίρεσε τους πειρασμούς και τον πόλεμο των λογισμών και δεν γίνεται κανείς άγιος. «Όποιος αποφεύγει ωφέλιμο πειρασμό, αποφεύγει την αιώνια ζωή», είπε κάποιος άγιος.
Ποιος προξένησε στους αγίους μάρτυρες εκείνα τα στεφάνια, αν όχι όσοι τους αδίκησαν; Ποιος έγινε αιτία να δωρηθεί στον άγιο Στέφανο τέτοια δόξα, αν όχι όσοι τον λιθοβόλησαν;
Πρέπει να καταλάβουμε ένα πράγμα· Ότι κανένας δεν λέει Τάσο την αλήθεια, όσο αυτοί που μας κατηγορούν. Γνωρίζει ο Κύριος, «ο ετάζων καρδίας και νεφρούς» (Ψαλμ. 7,10), ότι αν όλοι οι άνθρωποι επαινούν και μακαρίζουν όλες τις πράξεις μου, στην πραγματικότητα είναι άξιες ψόγου και «αισχύνης εμπτυσμάτων» (Ησ. 1,6). Ενώ αν πουν, «αυτό κι αυτό το κακό έκανες», εγώ θα πω, «μα μήπως έκανα και κανένα καλό»:Γιατί κανένας δεν ψεύδεται τόσο όσο αυτοί που με επαινούν και με μακαρίζουν και κανείς δεν αληθεύει τόσο, όσο εκείνοι που με ψέγουν και μ' εξευτελίζουν, καθώς προείπα. Και πάλι δεν λένε όλη την αλήθεια. Διότι αν μπορούσαν, (δεν λέω το πέλαγος, αλλά) έστω και κάποιο μέρος των κακών μου να δουν, θ' αποστρέφονταν την ακαθαρσία, τον βόρβορο και την δυσωδία της ψυχής μου.
Αν γίνουν τα σώματα των ανθρώπων γλώσσες, για να μας λοιδορούν, είμαι βέβαιος ότι και πάλι κανένας δεν θα μπορέσει να περιγράψει την ατιμία μας· διότι καθένας που μας κατηγορεί, λέει μόνο ένα μέρος· όλα είναι αδύνατον να τα ξέρει. Αν ο δίκαιος Ιώβ είπε, «είμαι γεμάτος ατιμία» (Ιώβ 10,15), -και το «γεμάτος», δεν επιδέχεται καμία προσθήκη- τι να πούμε εμείς που είμαστε πέλαγος όλων των κακιών; Ο διάβολος μας ταπείνωσε σε κάθε είδος αμαρτήματος. Οφείλουμε ωστόσο να ευγνωμονούμε τον θεό που έτσι ταπεινωθήκαμε. Όσοι ευγνωμονούν γιατί ταπεινώθηκαν συντρίβουν τον διάβολο, αφού, καθώς είπαν οι πατέρες, αν κατέβει η ταπείνωση στον άδη, ανεβάζεται στον ουρανό και αν υψωθεί η υπερηφάνεια στον ουρανό καταποντίζεται στον άδη.
Ποιος μπορεί τάχα να πείσει τον ταπεινό να πλέξει λογισμούς εναντίον κάποιου ή να τον κατηγορήσει ή έστω ν' ανεχθεί μομφή κατά του πλησίον; Ό,τι πάθει ή ακούσει ο ταπεινός παίρνει αφορμή για να κατηγορεί και να υβρίζει τον εαυτό του.
Και έφερε σαν παράδειγμα τον αββά Μωυσή, όταν τον έδιωξαν οι κληρικοί από το ιερό βήμα λέγοντας του:
-Πήγαινε έξω, αράπη!
Κι εκείνος άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό του:-Ακάθαρτε μαύρε! Καλά σου έκαναν! Αφού δεν είσαι άνθρωπος τι θες και πας με τους ανθρώπους;
Πράγματι, πρόσθεσε ο αββάς Ζωσιμάς, όποιος ποθεί την αληθινή ευθεία οδό, μαλώνει αυστηρά τον εαυτό του όταν ταράζεται, και τον ελέγχει αδιάκοπα: «Τι μαίνεσαι ψυχή μου; Τι ταράζεσαι και αφρίζεις; Μ' αυτόν τον τρόπο δείχνεις ότι νοσείς- αν δεν νοσούσες δεν θα πονούσες! Γιατί, αντί να μέμφεσαι τον εαυτό σου, τα βάζεις με τον αδελφό, που σου φανέρωσε την αρρώστεια σου; Μάθε αληθινά και στην πράξη τις εντολές του Χριστού, «ο οποίος όταν υβριζόταν δεν ύβριζε, και όταν έπασχε δεν απειλούσε» (Α' Πέτρ. 2,22). Άκουσε Τον να λέει και εμπράκτως να το δείχνει: «Έδωσα τη ράχη μου σε μαστίγωμα, τις σιαγόνες σε ραπίσματα, το πρόσωπό μου δεν το απέστρεψα από την ντροπή των εμπτυσμάτων» (Ησ. 1,6). Και συ, άθλια ψυχή, για μία ύβρη και προσβολή, παραδίνεσαι στα πλέξιμο χιλίων δυο λογισμών κι έτσι επιβουλεύεσαι τον ίδιο τον εαυτό σου, όπως οι δαίμονες. Τον σταυρό του Χριστού τον βλέπουμε· τα πάθη Του που πέρασε για μας τα διαβάζουμε κάθε μέρα· και όμως δεν ανεχόμαστε καμία προσβολή... Πάει, ξεφύγαμε από τον ίσιο δρόμο».

(Αββά Ζωσιμά)


Το ευχαριστώ μέσα από την ψυχή μας είναι μια μεγάλη κουβέντα.Όταν κάποιος μας βοηθήσει σε κάτι ή μας δώσει κάτι που έχουμε ανάγκη αμέσως η καρδιά μας υποχρεώνεται τρόπον τινά να ευχαριστήσει.Αν δε πει τουλάχιστον αυτό το ευχαριστώ δεν θα αισθάνεται καλά.Φανταστείτε λοιπόν τώρα τα ευχαριστώ που θα πρέπει να λέμε στον Δημιουργό μας θεό που μας έχει δώσει απλόχερα τόσα μα τόσα αγαθά.Αλλά αλήθεια το αντιλαμβανόμαστε αυτό, Ας είμαστε ειλικρινείς. Τις περισσότερες φορές όχι.Και αυτό διότι δεν έχουμε μια αληθινή προσέγγιση αυτών των θαυμασίων δωρεών. και βλέπετε άνθρωποι να έχουν στην κατοχή τους υλικά αγαθά μεγέθους προυπολογισμών κρατών κι όμως αυτοί να είναι δυστυχείς.Όσοι μελετούν τους άγιους πατέρες διαπιστώνουν την μεγάλη χαρά που είχαν αυτοί οι άνθρωποι του θεού διότι ενώ δεν είχαν τίποτα στην κατοχή τους ( και αν είχαν το μοίραζαν-δώριζαν) στην ουσία γι αυτούς τα είχαν όλα.Για να γίνουμε πιο σαφείς φέρω ένα παράδειγμα με τον γέροντα Παίσιο.Ο γέροντας μόλις άκουγε το κελάδημα ενός πουλιού το αισθανόταν ως δώρο από τον θεό και σταματούσε να το ακούσει.Στην ψυχή του είχε χαρά.Και βεβαίως αυτή η χαρά θα ήταν μεγαλύτερη και πιο αληθινή από κάποιον που είχε ένα κήπο από εκατοντάδες τέτοια πουλιά αιχμάλωτα για να του ομορφαίνουν.Στην πρώτη περίπτωση έχουμε την αληθινή σχέση ( και μακάριος όποιος την αποκτά ) και στην δεύτερη την αληθοφανή σχέση που μοιραία σε φέρνει σε στενοχώριες και μπελάδες.Κάνω αυτές τις σκέψεις στην εισαγωγή μας διότι δεν εκτιμούμε πραγματικά αυτό που έχουμε.Γιατί αν το εκτιμούσαμε έπρεπε να είμαστε όλο ευχαριστίες.Αλλά ευχαριστούμε όμως:Ένας μονόφθαλμος μόλις είδε έναν τυφλό στο δρόμο τότε σήκωσε το κεφάλι του στον ουρανό να ευχαριστήσει το θεό που έχει έστω αυτό το μάτι και μισοβλέπει...Ας διαβάσουμε ένα κειμενάκι παρακάτω και θα καταλάβουμε.

Είδα στον ύπνο μου πως επισκέφθηκα τον Παράδεισο και ένας άγγελος ανέλαβε να με ξεναγήσει. Περπατούσαμε δίπλα δίπλα σε μια τεράστια αίθουσα γεμάτη με αγγέλους. Ο άγγελος οδηγός μου σταμάτησε μπροστά στον πρώτο σταθμό εργασίας και είπε: «Αυτό είναι το Τμήμα Παραλαβής. Εδώ παραλαμβάνουμε όλες τις αιτήσεις που φτάνουν
στον Θεό με τη μορφή προσευχής».
Κοίταξα γύρω γύρω στο χώρο. Έσφυζε από κίνηση, με τόσους πολλούς αγγέλους να βγάζουν και να ταξινομούν αιτήσεις γραμμένες σε ογκώδεις στοίβες από χαρτιά και σημειώματα, από
ανθρώπους σε όλον τον κόσμο. Μετά προχωρήσαμε σε ένα μακρύ διάδρομο, μέχρι που φτάσαμε στο δεύτερο σταθμό. Ο άγγελος μου είπε:
«Αυτό είναι το Τμήμα Συσκευασίας και Παράδοσης. Εδώ οι χάρες και οι ευχές που έχουν ζητηθεί προωθούνται και παραδίδονται σε αυτούς που τις ζήτησαν». Πρόσεξα και πάλι πόση κίνηση είχε και εδώ. Αμέτρητοι άγγελοι πηγαινοέρχονταν δουλεύοντας σκληρά, αφού τόσες πολλές επιθυμίες είχαν ζητηθεί κατ συσκευάζονταν για να
παραδοθούν στη Γη.Τέλος στην άκρη ενός μακριού διαδρόμου, σταματήσαμε στην πόρτα ενός πολύ μικρού
σταθμού. Προς μεγάλη μου έκπληξη μόνο ένας άγγελος καθόταν εκεί, χωρίς να κάνει ουσιαστικά τίποτα.
«Αυτό είναι το Τμήμα των Ευχαριστιών» μου είπε σιγανά ο φίλος άγγελος μου. Έδειχνε λίγο ντροπιασμένος.
«Πως γίνεται αυτό; Δεν υπάρχει δουλειά εδώ;» ρώτησα.«Είναι λυπηρό» αναστέναξε ο άγγελος. Αφού παραλάβουν τις χάρες τους οι άνθρωποι, πολύ λίγοι στέλνουν ευχαριστήρια».
«Πως μπορεί κάποιος να ενχαριστήσει τον Θεό για τις ευλογίες που παρέλαβε;» ρώτησα πάλι.
«Πολύ απλά» απάντησε.
«Χρειάζεται μόνο να πεις: Ευχαριστώ θεέ μου!»
«Και για τι ακριβώς πρέπει να τον Ευχαριστήσουμε;»
Αν έχεις τρόφιμα στο ψυγείο σου ρούχα στην πλάτη σου, μια στέγη πάνω απ' το κεφάλι σου και ένα μέρος για να κοιμηθείς...είσαι πλουσιότερος από το 75% αυτού του κόσμου.
- Αν έχεις χρήματα στην τράπεζα, στο πορτοφόλι σου και λίγα κέρματα σ' ένα πιατάκι...είσαι ανάμεσα στο 8% των ανθρώπων που ευημερούν.
-Αν ξυπνήσεις σήμερα το πρωί με περισσότερη υγεία από ό,τι αρρώστια... είσαι πιο ευλογημένος από όσους δεν θα επιζήσουν καν ως αυτή τη μέρα.
- Αν ποτέ δεν βιώσεις την εμπειρία του φόβου του πολέμου, της μοναξιάς της φυλακής, της αγωνίας τον βασανισμού και της σουβλιάς της πείνας... είσαι μπροστά από 700 εκατομμύρια ανθρώπους αυτής της γης.
-Αν μπορείς να προσευχηθείς σε ένα ναό, χωρίς το φόβο της επίθεσης, της σύλληψης ή της εκτέλεσης... θα σε ζήλευαν σίγουρα περίπου 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο.
-Αν οι γονείς σου είναι ακόμα ζωντανοί και είναι ακόμα παντρεμένοι... είσαι σπάνιος.
-Αν μπορείς να κρατάς το κεφάλι σου ψηλά και να χαμογελάς... δεν είσαι ο κανόνας, είσαι η εξαίρεση για όλους όσοι ζουν μέσα στην αμφιβολία και την απόγνωση.
-Και αν διαβάζεις τώρα αυτό το μήνυμα, μόλις έλαβες μια διπλή ευλογία, γιατί σου το έδωσε κάποιος που σε αγαπάει και γιατί είσαι πιο τυχερός από 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους, που δεν ξέρουν καν να διαβάζουν.
«Κατάλαβα. Και τώρα τι κάνω; Πως μπορώ να αρχίσω;»
«Να πεις καλημέρα» μου χαμογέλασε ο άγγελος μου «να μετρήσεις τις ευλογίες σου και να περάσεις αυτό το μήνυμα και σε άλλους ανθρώπους, για να τους θυμίσεις πόσο ευλογημένοι είναι. Και μην ξεχάσεις να στείλεις το ευχαριστήριο σου.


Η παρακάτω ιστορία είναι πράγματι διδακτική και καθρεπτίζει ανάγλυφα την μακαριότητα, την ταπεινοφροσύνη, και την καλοσύνη της οικογένειας του Γιάννη του Βλογημένου.Ας μη γελιόμαστε,εκεί, σε τέτοιους χώρους σπιτιού και ψυχής που προσφέρει απλόχερα την φιλοξενία του ο ταπεινός δούλος Γιάννης αναπαύεται ο θεός.ο άγιος Βασίλειος είχε περάσει σπίτια και σπίτια ,αλλά σ’αυτό το καλύβι πράγματι βρήκε την ΄΄πολυτελή΄΄ άνεση να φιλοξενηθεί.Εκεί αναπαύτηκε και ευχαριστήθηκε….

Ο άγιος Βασίλης, σαν περάσανε τα Χριστούγεννα, πήρε το ραβδί του και γύρισε σ' όλα τα χωριά, να δει ποιος θα τον γιορτάσει με καθαρή καρδιά. Πέρασε από λογιών λογιών πολιτείες κι από κεφαλοχώρια, μα σ' όποια πόρτα κι αν χτύπησε δεν του ανοίξανε, επειδή τον πήρανε για διακονιάρη. Κι έφευγε πικραμένος, γιατί ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από τους ανθρώπους, μα ένοιωθε το πόσο θα πονούσε η καρδιά κανενός φτωχού από την απονιά που του δείξανε κείνοι οι άνθρωποι.

Μια μέρα έφευγε από ένα τέτοιο άσπλαχνο χωριό, και πέρασε από το νεκροταφείο, και είδε τα κιβούρια πως ήτανε ρημαγμένα, οι ταφόπετρες σπασμένες κι αναποδογυρισμένες, και τα νιόσκαφτα μνήματα ήταν σκαλισμένα από τα τσακάλια. Σαν άγιος που ήταν άκουσε πως μιλούσανε οι πεθαμένοι και λέγανε: «Τον καιρό που είμαστε στον απάνω κόσμο, δουλέψαμε, βασανιστήκαμε, κι αφήσαμε πίσω μας παιδιά και εγγόνια να μας ανάβουνε κανένα κερί, να μας καίγουνε λίγο λιβάνι μα δεν βλέπουμε τίποτα, μήτε παπά στο κεφάλι μας να μας διαβάσει παραστάσιμο, μήτε κόλλυβα, παρά σαν να μην αφήσαμε πίσω μας κανέναν». Κι ο άγιος Βασίλης πάλι στεναχωρήθηκε και είπε: «Τούτοι οι χωριάτες ούτε σε ζωντανό δε δίνουνε βοήθεια, ούτε σε πεθαμένο», και βγήκε από το νεκροταφείο, και περπατούσε ολομόναχος μέσα στα παγωμένα χιόνια.
Παραμονή της πρωτοχρονιάς έφταξε σε κάτι χωριά που ήταν τα πιο φτωχά ανάμεσα στα φτωχοχώρια, στα μέρη της Ελλάδας. Ο παγωμένος αγέρας βογκούσε ανάμεσα στα χαμόδεντρα και στα βράχια, ψυχή ζωντανή δεν φαινότανε, νύχτα πίσσα! Είδε μπροστά του μια ραχούλα, κι από κάτω της ήταν μια στρούγκα τρυπωμένη. Ο άγιος Βασίλης μπήκε στη στάνη και χτύπησε με το ραβδί του την πόρτα της καλύβας και φώναξε «Ελεήστε με, τον φτωχό, για την ψυχή των αποθαμένων σας κι ο Χριστός μας διακόνεψε σε τούτον τον κόσμο!». Τα σκυλιά ξυπνήσανε και χυθήκανε απάνω του, μα σαν πήγανε κοντά του και τον μυριστήκανε, πιάσανε και κουνούσανε τις ουρές τους, και πλαγιάζανε στα ποδάρια του και γρούζανε παρακελίστικα και χαρούμενα.
Απάνω σ' αυτά, άνοιξε η πόρτα και βρήκε ένας τσοπάνης, ως εικοσιπέντε χρονών παλικάρι, με μαύρα στριφτά γενιά, ο Γιάννης ο Μπαρμπάκος, άνθρωπος αθώος κι απελέκητος, προβατάνθρωπος, και πριν να καλοϊδεί ποιος χτύπησε, είπε: «Έλα, έλα μέσα. Καλή μέρα, καλή χρονιά!».
Μέσα στο καλύβι έφεγγε ένα λυχνάρι, κρεμασμένο από πάνω από μια κούνια, που ήταν δεμένη σε δυο παλούκια. Δίπλα στο τζάκι ήταν τα στρωσίδια τους και κοιμότανε η γυναίκα του Γιάννη.
Αυτός, σαν εμπήκε μέσα ο άγιος Βασίλης, και είδε πως ήταν γέρος σεβάσμιος, πήρε το χέρι του και τ΄ ανεσπάσθηκε και είπε: «Να' χω την ευχή σου γέροντα», και το έλεγε σαν να τον γνώριζε κι από πρωτύτερα, σα να' τανε πατέρας του. Και κείνος του είπε: «Βλογημένος να' σαι, εσύ κι όλο το σπιτικό σου, και τα πρόβατα σου η ειρήνη του Θεού να' ναι απάνω σας!»
Σηκώθηκε και η γυναίκα και πήγε και προσκύνησε και εκείνη τον γέροντα και φίλησε το χέρι του και τη βλόγησε.
Κι ο άγιος Βασίλης ήτανε σαν καλόγερος ζητιάνος, με μια σκούφια παλιά στο κεφάλι του, και τα ράσα του ήτανε τριμμένα και μπαλωμένα και τα τσαρούχια του τρύπια, και είχε και ένα παλιοτάγαρο αδειανό.
Ο Γιάννης ο Βλογημένος έβαλε ξύλα στο τζάκι. Και παρευθύς, φεγγοβόλησε το καλύβι και φάνηκε σαν παλάτι.
Και φανήκανε τα δοκάρια, σα να' τανε μαλαμοκαπνισμένα, και οι πήτιες που ήτανε κρεμασμένες φανήκανε σαν καντήλια, και οι καρδάρες και τα τυροβόλια και τ' άλλα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, γινήκανε σαν ασημένια, και σαν πλουμισμένα με διαμαντόπετρες φανήκανε, και τ' άλλα, τα φτωχά τα πράγματα που' χε μέσα στο καλύβι του ο Γιάννης ο Βλογημένος.
Και τα ξύλα που καιγόντανε στο τζάκι τρίζανε και λαλούσανε σαν τα πουλιά που λαλούνε στον παράδεισο, και βγάζανε κάποια ευωδία πάντερπνη. Τον άγιο Βασίλη τον βάλανε και έκατσε κοντά στη φωτιά και η γυναίκα του' θεσε μαξιλάρια ν' ακουμπήσει. Κι ο γέροντας ξεπέρασε το ταγάρι του από το λαιμό και το' βαλε κοντά του, και έβγαλε και το παλιόρασο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε κι άρμεξε τα πρόβατα μαζί με τον παραγιό του, και έβαλε μέσα στην κονιφίδα τα νιογέννητα τ' αρνιά, κι ύστερα χώρισε τις ετοιμόγεννες προβατίνες και τις κράτησε στο μαντρί, κι ο παραγιός τα' βγαλε τ' αλλά στη βοσκή. Λιγοστά ήτανε τα ζωντανά του, φτωχός ήτανε ο Γιάννης, μα ήτανε Βλογημένος. Κ' είχε μια χαρά μεγάλη, σε κάθε ώρα, μέρα και νύχτα, γιατί ήτανε καλός άνθρωπος και είχε και καλή γυναίκα, κι όποιος λάχαινε να περάσει από την καλύβα τους, σαν να' τανε αδελφός τους, τον περιποιόντανε.
Για τούτο κι ο άγιος Βασίλης κόνεψε στο σπίτι τους, και κάθισε μέσα, σα να' τανε δικό του σπίτι, και βλογηθήκανε τα θεμέλια του.
Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της Οικουμένης, οι αρχόντοι, οι δεσποτάδες και οι επίσημοι άνθρωποι μα εκείνος δεν πήγε σε κανέναν, παρά πήγε και κόνεψε στο καλύβι του Γιάννη του Βλογημένου.
Το λοιπόν, σαν σκαρίσανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στον άγιο: «Γέροντα, έχω χαρά μεγάλη. Θέλω να μας διαβάσεις τα γράμματα τ' Αη-Βασίλη. Εγώ είμαι άνθρωπος αγράμματος, μα αγαπώ τα γράμματα της θρησκείας μας. Έχω και μια φυλλάδα από έναν γούμενο αγιονορίτη, κι όποτε τύχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος, τον βάζω και μου διαβάζει από μέσα την φυλλάδα, γιατί δεν έχουμε κοντά μας εκκλησία».
Έπιασε και θαμπόφεγγε κατά το μέρος της ανατολής. Ο άγιος Βασίλης σηκώθηκε και στάλθηκε κατά την ανατολών και έκανε το σταυρό του, υστέρα έσκυψε και πηρέ μια φυλλάδα από το ταγάρι του, και είπε:
«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Κι ο Γιάννης ο Βλογημένος πήγε και στάλθηκε από πίσω του, κ' η γυναικά βύζαξε το μωρό και πήγε και κείνη και στάλθηκε κοντά του, με σταυρωμένα χεριά. Κι ο άγιος Βασίλης είπε το «Θεός Κύριος» και τ' απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», δίχως να πει και το δικό του το απολυτίκιο που λέγει: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου».
Η φωνή του ήτανε γλυκεία και ταπεινή, κι ο Γιάννης και η γυναίκα του νοιώθανε μεγάλη κατάνυξη, κι ας μην καταλαβαίνανε τα γράμματα.
Και είπε ο άγιος Βασίλης όλον τον Όρθρο και τον Κανόνα της Εορτής: «Δεύτε λαοί άσωμεν άσμα Χριστώ τω Θεώ» χωρίς να πει το δικό του τον Κανόνα, που λέγει: «Σου την φωνήν έδει παρείναι , Βασίλειε».
Και ύστερα είπε όλη τη λειτουργία και έκανε απόλυση και τους βλόγησε. Και σαν καθήσανε στο τραπέζι και φάγανε και αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά.
Κι ο άγιος Βασίλης πηρέ το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα, και είπε:
- «Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος».
Και έκοψε το πρώτο κομμάτι και είπε: «Του Χριστού».
Και ύστερα είπε: «Της Παναγίας».
Και ύστερα είπε: «του νοικοκύρη Γιάννη του Βλογημένου».
Του λέγει ο Γιάννης:
- «Γέροντα, ξέχασες τον αη-Βασίλη!».
Του λέγει ο άγιος:
«Ναι καλά!» και ύστερα λέγει:
- «Του δούλου του Θεού Βασιλείου».
Και ύστερα λέγει πάλι:
- «Του νοικοκύρη, της νοικοκυράς, του παιδιού, του παραγιού, των ζωντανών, των φτωχών»
Τότε λέγει στον άγιο ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;»
Του λέγει ο άγιος:
- «Έκοψα, Βλογημένε!».
Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα ο μακάριος.
Και ύστερα, σηκώθηκε όρθιος ο άγιος Βασίλειος και είπε την ευχή του:
- «Κύριε ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμί άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου».
Και είπε ο Γιάννης ο Βλογημένος:
- «Πες μου, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, σε ποια παλάτια άραγες πήγε σαν απόψε ο άγιος Βασίλης; Οι αρχόντοι και οι βασιλιάδες τι αμαρτίες να' χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστε αμαρτωλοί, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε».
Κι ο άγιος Βασίλης δάκρυσε και είπε πάλι την ευχή, αλλιώτικα:
- «Κύριε, ο Θεός μου, οίδα ότι ο δούλος σου Ιωάννης ο απλούς εστίν άξιος και ικανός ίνα υπό την στέγην του εισέλθης. Ότι νήπιος υπάρχει και τα μυστήριά Σου τοις νηπιοίς αποκαλύπτεται».
Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο μακάριος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.

(Φώτης Κόντογλου)



Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.