Μαΐου 2009



Όταν λέμε λογισμούς, δεν εννοούμε απλώς τις σκέψεις, αλλά τις εικόνες και τις παραστάσεις κάτω από τις οποίες υπάρχουν κάθε φορά και οι κατάλληλες σκέψεις. Οι εικόνες, λοιπόν, μαζί με τις σκέψεις λέγονται λογισμοί.
O άγιος. Γρηγόριος ο Σιναίτης λέει: "Οι λογισμοί λόγοι των δαιμόνων εισί και των παθών πρόδρομοι"· δηλαδή, οι λογισμοί είναι λόγια των δαιμόνων και πρόδρομοι των παθών.
Ακόμη, τονίζει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος, λογισμούς δημιουργεί και "το φυσικόν θέλημα" που υπάρχει μέσα μας, αλλά και οι κλίσεις, οι ροπές που έχει η ψυχή μας.Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής τονίζει, ότι ο πόλεμος αυτός είναι πολύ πιο δύσκολος από τον αισθητό πόλεμο "του δια των πραγμάτων πολέμου εστί χαλεπώτερος".
Πορεία προς τη χώρα της αμαρτίας
Η αμαρτία εξωτερικά μπορεί να φαίνεται ένα απλό γεγονός, όπως και ένα τροχαίο ατύχημα ή κάποιο άλλο γεγονός. Για την διαπράξει, όμως, του γεγονότος αυτού έχουν προηγηθεί αλλεπάλληλες διεργασίας. Για να γίνει ένας φόνος π.χ. έχουν προηγηθεί στον ανθρώπινο νου χιλιάδες σκέψεις και σχέδια. Ο ανθρώπινος νους μέχρι να φθάσει στην διάπραξη του φόνου είχε γίνει ολόκληρο στρατηγείο.Έτσι συμβαίνει και με την διάπραξη της οποιασδήποτε αμαρτίας. Στο εργαστήρι που λέγεται ανθρώπινος νους, έχει προηγηθεί ολόκληρη μελέτη και επιχείρηση, χωρίς μάλιστα να το αντιληφθεί κανένας!Και η αρχή ξεκίνησε με έναν απλό λογισμό...
Το να περάσει απλώς από το νου μας μία απλή σκέψις ή μία εικόνα δεν ευθυνόμαστε γι' αυτό, ούτε και είναι δύσκολο να την αντιμετωπίσουμε. Από τη στιγμή, όμως, που θα ανοίξουμε την πόρτα στη σκέψη αυτή και αρχίσουμε να συζητούμε, να σκεπτόμαστε το λογισμό αυτό, τότε ο λογισμός παίρνει μέρος μέσα μας και γίνεται ένας κυρίαρχος λογισμός.
Ό λογισμός είναι κυρίως η πορεία προς την αμαρτία.
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης θεωρεί ότι ο λογισμός είναι η αρχή, το κέντρο, η ρίζα από όπου αναφύονται ο κορμός, τα κλαδιά και ολόκληρο το δένδρο της αμαρτίας.
Τα στάδια της αμαρτίας
Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε τρία στάδια για την πορεία προς τη χώρα της αμαρτίας:
1.Την προσβολή,
2.Τη συγκατάθεση και
3.Την αιχμαλωσία.

Πώς λειτουργεί ο μηχανισμός αυτός; Λειτουργεί ως εξής: Κάποιος πονηρός λογισμός (κενοδοξίας, φιλαργυρίας, κατακρίσεως, κ.λ.π.) εισέρχεται στο νου του ανθρώπου. Ο πειρασμός εργάζεται με την φαντασία. Παρουσιάζει την υπόθεση όσο πιο ελκυστική μπορεί. Έτσι η προσβολή γίνεται πιο ελκυστική και δυνατή.Μέχρι το σημείο αυτό ο άνθρωπος είναι ανεύθυνος. Είναι το πρώτο στάδιο, μία προσβολή, μία επίθεσις του εχθρού ή πιο απλά το κτύπημα της πόρτας. Η κατάστασις είναι φυσιολογική. Είναι αδύνατον να υπάρξει άνθρωπος, που να μην δεχθεί την προσβολή. Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος έλεγε ότι όπως μέσα στον κήπο κατά φυσιολογικό τρόπο φυτρώνει μαζί με τα φυτά και η αγριάδα ή όπως τα νησιά κτυπιούνται γύρω γύρω από τα κύματα, έτσι και ο άνθρωπος οπωσδήποτε θα έλθει σε επαφή με τις προσβολές των λογισμών.Το εφάμαρτο στάδιο αρχίζει από εδώ και πέρα. Αρχή του αγώνος είναι η προσβολή. Αν ο άνθρωπος την απομακρύνει από το νου του χωρίς καθόλου να την περιεργασθεί, τότε σώζεται και απαλλάσσεται από τις άθλιες συνέπειες που ακολουθούν. Αν, όμως, δεχθεί τη συζήτηση με τον πονηρό λογισμό, ανοίγει την πόρτα στον πονηρό λογισμό που προηγουμένως απλώς του χτύπησε την πόρτα, δημιουργεί τη φιλία και τότε πια φθάνει στη συγκατάθεση για την αμαρτία, που είναι το δεύτερο στάδιο για την εκτέλεση της αμαρτίας.
Ο άνθρωπος τώρα με πρωταγωνιστή τον εαυτό του, στα άδυτα της ψυχής του επιτελεί την αμαρτία: κατακρίνει, βλασφημεί, πορνεύει, μοιχεύει, διαπράττει φόνους και αμέτρητα εγκλήματα και κάνει οτιδήποτε μπορεί να φαντασθεί o ανθρώπινος νους.
Δεν μένει τίποτε άλλο κατόπιν, παρά το τρίτο στάδιο της αμαρτίας, που είναι η ενεργός διάπραξή της από τον άνθρωπο, που προηγουμένως ο νους του έγινε αιχμάλωτος του λογισμού και δεν τον ορίζει πλέον, αλλά ορίζεται.
Έτσι ο λογισμός, που ξεκίνησε με ένα απλό κτύπημα της πόρτας, την προσβολή, προχώρησε στο άνοιγμα της πόρτας, τη συγκατάθεση, τελικά δεν μπόρεσε να νικήσει και κατέληξε στην διαπράξει της αμαρτίας.Αυτή είναι η πορεία προς την αμαρτία, που αρχίζει με έναν απλό λογισμό.Προσβάλλει ο εχθρός τον άνθρωπο με έναν απλό λογισμό ή με μία εικόνα. Όταν τον δεχθεί, τότε γίνεται συγκατάθεσις. Αρχίζει η συνομιλία με τον λογισμό. Από το σημείο αυτό αρχίζει ή ευθύνη του ανθρώπου. Κατόπιν συγκατατίθεται κανείς με ηδονή να πραγματοποίηση αυτό που του υποβάλλει ο λογισμός και στο τέλος υποδουλώνεται και αιχμαλωτίζεται από το πάθος.
Πώς μπορεί κάποιος να απαλλαγή από τους λογισμούς;
Οι άγιοι και οι Πατέρες της "Εκκλησίας μας, μας έχουν υποδείξει διάφορους τρόπους αντιμετωπίσεως των λογισμών.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος μας συμβούλευε να μη τους εκφράζουμε, αλλά να τους πνίγουμε με τη σιωπή
Το γραφικό χωρίο "πως ποιήσω το πονηρόν τούτο ρήμα εναντίον του Θεού" (Γεν. 39,9).(δηλαδή ο φόβος Θεού) Όταν μας ταράσσει οποιοσδήποτε παράλογος λογισμός, ας σκεπτώμαστε ότι από τον Θεό δεν μπορεί να κρυφθούν και οι πιο μικρές και παράλογες σκέψεις.Η μελέτη του νόμου του Θεού, η μνήμη των μελλόντων και τα όσα έκανε ο Θεός για μας, μειώνουν τους πονηρούς λογισμούς και δεν βρίσκουν τόπο μέσα μας.
Η εξαγόρευσή τους.
Όπως το φίδι, όταν βγαίνει από την φωλιά του, τρέχει να εξαφανισθεί, έτσι και οι πονηροί λογισμοί, όταν εξαγορευθούν, φεύγουν από τον άνθρωπο. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι τίποτε δε χαροποιεί τόσο τους δαίμονες, όσο η απόκρυψις των λογισμών.Φρόντισε να απαλλαγείς από τα πάθη και αμέσως θα διώξεις τους λογισμούς από το νου σου", τονίζει ο αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής. Δηλαδή: Για να απαλλαγεί κάποιος από την πορνεία, πρέπει να κοπιάσει σωματικά και να νηστέψει. Για να απαλλαγεί από την οργή και τη λύπη, πρέπει να καταφρονεί την δόξα και την ατιμία και για να απαλλαγεί από τη μνησικακία, πρέπει να προσεύχεται για εκείνον που τον λύπησε.
Γιατί εφόσον δεν υπάρχει συγκατάθεση λογισμών πρέπει να τους εξαγορευόμαστε;
Γιατί δεν γνωρίζουμε περισσότερα εμείς από τον πνευματικό μας. Είναι θέμα κυρίως ταπείνωσης.
Δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τους λογισμούς να μην έλθουν, μπορούμε, όμως, να μη τους δεχθούμε. Όπως δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τα κοράκια να μην πετάνε από πάνω μας, μπορούμε, όμως, να τα εμποδίσουμε να χτίσουν φωλιά πάνω στα κεφάλια μας.
Ας παρακολουθήσουμε, όμως, για λίγο και τον Μ. Βασίλειο στο θέμα του πολέμου αυτού:
"Πρέπει τις επιθέσεις αυτές να τις αντιμετωπίζουμε με εντατική προσοχή και εγρήγορση, όπως ο αθλητής που αποφεύγει τις λαβές των αντιπάλων με τη ακριβή προφύλαξη και την ευελιξία του σώματος και να αναθέσουμε το τέλος του πολέμου και την αποφυγή των βελών στην προσευχή και την άνωθεν βοήθεια.Και αν ακόμη ο πονηρός εχθρός κατά την ώρα της προσευχής υποβάλλει τις πονηρές φαντασίες, η ψυχή ας μη διακόψει την προσευχή της και ας μη νομίζει ότι ευθύνεται για τις πονηρές επιθέσεις του εχθρού, καθώς και για τις φαντασίες του παραδόξου θαυματοποιού. Αντίθετα ας σκεφθεί ότι οι σκέψεις αυτές οφείλονται στην αναίδεια του εφευρέτου της κακίας και ας επιτείνει τη γονυκλισία και ας ικετεύει τον Θεό να διαλυθεί το πονηρό διάφραγμα των παραλόγων σκέψεων, ώστε χωρίς εμπόδια να πλησιάσει τον Θεό.Εάν, όμως, η βλαβερή επίδρασις του λογισμού γίνει πιο έντονη εξ αιτίας της αναίδειας του εχθρού, δεν πρέπει να δειλιάζουμε, ούτε να αφήνουμε τον αγώνα μας στη μέση, αλλά να υπομένουμε μέχρι τότε που ο Θεός θα δει την επιμονή μας και θα μας φωτίσει με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία τον μεν εχθρό τρέπει σε φυγή, τον δε νου μας τον γεμίζει με θείο φως, ώστε ο λογισμός να λατρεύσει τον Θεό με αδιατάρακτη γαλήνη και ευφροσύνη".
Γενικά οι πατέρες έχουν τρεις τρόπους αντιμετωπίσεως των αισχρών λογισμών: α) Την προσευχή, β) την αντίρρηση και γ) την περιφρόνηση.
α) Η προσευχή.
Είναι αδύνατον ο αρχάριος να διώξει μόνος του τους λογισμούς. Αυτό είναι γνώρισμα των τελείων.
Η νοερά προσευχή, η μονολόγιστος ευχή, το "Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", είναι το πιο δυνατό όπλο για να μπορέσει κάποιος να νικήσει τους λογισμούς. "Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους' ου γαρ εστίν εν γη και ουρανώ δυνατώτερον όπλον", τονίζει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος.
"Το γλυκύτατον όνομα του Ιησού, συνεχώς και κατανυκτικώς και μετά πόθου και πίστεως εν τω βάθει της καρδίας μελετώμενον, αποκοιμίζει μεν όλους τους κακούς λογισμούς, εξυπνίζει δε όλους τους αγαθούς και πνευματικούς. Και όπου πρότερον εξήρχοντο εκ της καρδίας διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχείαι (Ματθ. 15,19), καθώς είπεν ο Κύριος, εκείθεν ύστερον εξέρχονται λογισμοί αγαθοί, λόγοι σοφίας και χάριτος".
β) Η αντίρρησις. Η προσευχή είναι για τους αρχαρίους και τους αδυνάτους. Εκείνοι που μπορούν να πολεμήσουν ας χρησιμοποιήσουν την αντίρρηση, η οποία συνηθίζει να φιμώνει τους δαίμονες. Ο Κύριός μας με αυτό τον τρόπο νίκησε τους τρεις μεγάλους πολέμους που του προέβαλε ο διάβολος πάνω στο όρος. "Την φιληδονίαν με το ουκ επ' άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος...., την φιλοδοξίαν με το ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου...., και την φιλαργυρίαν με το Κύριον μόνον τον Θεόν σου προσκυνήσεις και αυτώ μόνω λατρεύσεις.... (Ματθ. 4,10)".
Ο ιερομάρτυς Πέτρος ο Δαμασκηνός μας αναφέρει τα εξής σχετικά:
"Όταν οι δαίμονες υποβάλουν κάποιο λογισμό υπερηφάνειας, τότε να θυμάσαι τους αισχρούς λογισμούς που σου έλεγαν και να ταπεινώνεσαι. Όταν πάλι υποβάλουν τους αισχρούς, να θυμάσαι εκείνους τους υπερήφανους λογισμούς και να τους νικάς με τον τρόπο αυτό, ώστε ούτε να απελπίζεσαι από τους αισχρούς λογισμούς, ούτε να υπερηφανευθείς από τους καλούς".Έτσι όταν κάποιος γέροντας επολεμείτο από τους λογισμούς της υπερηφάνειας, έλεγε στο λογισμό του: "Γέρον, βλέπε τας πορνείας σου"' και ο πόλεμος σταματούσε.
Υπάρχουν περιπτώσεις που επιστρατεύει κανείς όλες τις πνευματικές του δυνάμεις, όλους τους αγαθούς λογισμούς και δεν μπορεί να διώξει έναν κακό λογισμό. Ποια είναι η αιτία; "Επειδή πρώτον δεχόμεθα του κατακρίναι τον πλησίον". Κατακρίναμε τον αδελφό μας και ο λογισμός μας έχασε την δύναμη που είχε προηγουμένως.
Μερικές φορές είμαστε ανόητοι γι' αυτό και μας κυριεύουν οι λογισμοί.Πολλές φορές, όμως, δεν έχουμε την δύναμη να πολεμήσουμε τους λογισμούς, με αποτέλεσμα να δεχθούμε τέτοιες πνευματικές πληγές που δεν θεραπεύονται ακόμη και με την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος.Γι' αυτό καλύτερα είναι να καταφεύγει κανείς στην δύναμη της προσευχής και των δακρύων, διότι α) ή ψυχή δεν έχει πάντοτε την ίδια δύναμη, β) ο διάβολος έχει πείρα αρκετών χιλιάδων ετών, ενώ η δική μας είναι πολύ περιορισμένη, με αποτέλεσμα να φύγουμε νικημένοι και πληγωμένοι, αφού ο νους μας πάλι μολύνεται με τις αισχρές φαντασίες, και γ) διώχνει την υπερηφάνεια και δείχνει ταπείνωση όποιος καταφεύγει στον Θεό την ώρα του πολέμου των λογισμών "και ομολογεί τον μεν εαυτόν του ανάξιον και ταπεινόν και αδύνατον εις το να πολεμεί, τον δε Ιησού Χριστόν μόνον δυνατόν και κραταιόν εν πολέμω, διότι Αυτός μας είπε: "Θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον" (Ίωάν. 16,33), δηλαδή, τα πάθη, τους λογισμούς και τον διάβολον".
γ) Η καταφρόνησις. "Εάν ανασχώμεθα σχολάζειν τοις λογισμοίς του εχθρού, ουδέποτε έχομεν αγαθόν τι πράξαι, όπερ εκείνος πραγματεύεται". Δηλαδή αν ασχολούμαστε με τους λογισμούς που μας υποβάλλει ο εχθρός, ποτέ δε θα μπορέσουμε να κάνουμε κάποιο καλό, από εκείνα που αυτός πολεμεί.Η καταφρόνησις και το να μην ασχολείται κανείς με τους λογισμούς του εχθρού, είναι το μεγαλύτερο όπλο και αποτελεί το πιο δυνατό κτύπημα στον διάβολο.
Πρέπει να θεωρούμε τους λογισμούς του σαν ζωύφια, σαν γαυγίσματα από σκυλάκια, σαν κουνούπια και στη χειρότερη περίπτωση, σαν την βοή του αεροπλάνου και σαν τίποτε, διότι:
1.Πιστεύουμε στην δύναμη του Αρχιστρατήγου μας Ιησού Χριστού και
2.Πιστεύουμε ότι μετά το Σταυρό και τον θάνατο του Κυρίου μας ο διάβολος δεν έχει καμία ισχύ εναντίον μας, αλλά μένει ανίσχυρος και αδύναμος κατά το γεγραμμένον "του εχθρού εξέλιπον αι ρομφαίαι εις τέλος" (Ψαλμ. 9,6).
Μεγαλύτερη νίκη και εντροπή των δαιμόνων δεν υπάρχει από αυτήν την καταφρόνηση, διότι αυτός που έφθασε σ' αυτό το σημείο, είναι οπλισμένος με την χάρη του Θεού και μένει ασύλληπτος από τους λογισμούς και τους δαίμονες.
Αυτοί είναι οι τρεις τρόποι αντιμετωπίσεως των λογισμών που προέρχονται κυρίως από τον διάβολο.
Συμπληρωματικά θα μπορούσαμε να πούμε, ότι η μνήμη του θανάτου είναι πολύ ισχυρό μέσο για την κατατρόπωση του λογισμού. Δημιουργεί καρδιακούς πόνους για τα αμαρτήματά μας και προφυλάσσει τον νου μας από τους λογισμούς. Όποιος υπολογίσει την ημέρα που διανύει ως την τελευταία ημέρα της ζωής του, θα περιορίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τους αισχρούς λογισμούς.Κάθεσαι στο τραπέζι να φας; Να έχεις λογισμούς θανάτου, για να μη σε πειράξει η γαστριμαργία.Μόνοι μας ας ζωγραφίσουμε στο νου μας την εικόνα των μνημάτων, για να εξαλείψουμε την αναισθησία που έχουμε.Ό Γέρων Σιλουανός, ο τελευταίος επίσημος άγιος του Αγ. Όρους, έλεγε: "Κράτα το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι". Με τον τρόπο αυτό κανένας λογισμός δε θα φωλιάσει μέσα σου.

Βενεδίκτου ιερομονάχου αγιορείτου (Νέα σκήτη - άγιο όρος)



ο ιερέας

Ευλογητός ο θεός ημών πάντοτε νυν και αεί και εις τους αιώνας αμήν.

Ψαλμός ρμβ΄ (142)

Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου, ενώτισαι την δέησίν μου εν τη αληθεία σου, εισάκουσον μου εν τη δικαιοσύνη σου. Και μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιοθήσεται ενώπιόν σου πάς ζων. ’Οτι κατεδίωξεν ο εχθρός την ψυχήν μου. Εταπείνωσε εις γήν την ζωήν μου. Εκάθισέ με εν σκοτεινοίς ως νεκρούς αιώνας, και ηκηδίασεν επ’ εμέ το πνεύμα μου, εν εμοί εταράχθη η καρδία μου. Εμνήσθην ημερών αρχαίων, εμελέτησα εν πάσι τοις έργοις σου, εν ποιήμασι των χειρών σου εμελέτων. Διεπέτασα προς σε τας χείρας μου, η ψυχή μου ως γη άνυδρός σοι. Ταχύ εισάκουσόν μου, Κύριε, εξέλιπε το πνεύμα μου. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ’ εμού και ομοιωθήσομαι τοις καταβαίνουσιν εις λάκκον. Ακουστόν ποίησόν μοι το πρωί το έλεός σου, ότι πρός σε ήρα την ψυχήν μου. Εξελού με εκ των εχθρών μου, Κύριε, προς σε κατέφυγον, δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου, ότι συ ει ο Θεός μου. Το πνεύμα σου το αγαθόν οδηγήσει με εν γη ευθεία, ένεκεν του ονόματός σου, Κύριε, ζήσεις με. Εν τη δικαιοσύνη σου εξάξεις εκ θλίψεως την ψυχήν μου, και εν τω ελέει σου εξολοθρεύσεις τους εχθρούς μου, και απολείς πάντας τους θλίβοντας την ψυχήν μου, ότι εγώ δούλος σου ειμί.

Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν…(4άκις)
τροπάρια
Τη Θεοτόκω εκτενώς νυν προσδράμωμεν, αμαρτωλοί και ταπεινοί και προσπέσωμεν, εν μετανοία κράζοντες εκ βάθους ψυχής. Δέσποινα βοήθησον, εφ ημίν σπλαγχνισθείσα, σπεύσον απολλύμεθα υπό πλήθους πταισμάτων. Μη αποστρέψης σους δούλους κενούς. Σε γαρ και μόνην ελπίδα κεκτήμεθα.

Δόξα πατρί.. Το αυτό.
Το απολυτίκιο του αγίου του ναού..
Και νυν…

Ου σιωπήσωμεν ποτέ Θεοτόκε, τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι. Ειμή γαρ συ προίστασο πρεσβεύουσα, τις ημάς ερρύσατο, εκ τοσούτων κινδύνων; τις δε διεφύλαξεν, εως νυν ελευθέρους; ουκ αποστώμεν Δέσποινα εκ σου. Σους γαρ δούλους σώζεις αεί εκ παντοίων δεινών.

ο αναγνώστης
Ψαλμός ν΄ (50)

Ελέησον με ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου. Επί πλείον πλύνον με από της ανομίας μου και από της αμαρτίας μου καθάρισον με. Ότι την ανομίαν μου εγώ γινώσκω, και η αμαρτία μου ενώπιον μου εστί διά παντός. Σοι μόνω ήμαρτον και το πονηρόν ενώπιον σου εποίησα, όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου, και νικήσης εν τω κρίνεσθαί σε. Ιδού γαρ εν ανομίαις συνελήφθην και εν αμαρτίαις εκίσσησε με η μήτηρ μου. Ιδού γαρ αλήθειαν ηγάπησας, τα άδηλα και τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσάς μοι. Ραντιείς με υσσώπω και καθαρισθήσομαι, πλυνείς με, και υπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ακουτιείς μοι αγαλλίασιν και ευφροσύνην, αγαλλιάσονται οστέα τεταπεινωμένα. Απόστρεψον το πρόσωπον σου από των αμαρτιών μου, και πάσας τας ανομίας μου εξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον εν εμοί ο Θεός, και πνεύμα ευθές εγκαίνισον εν τοις εγκάτοις μου. Μη απορρίψης με από του προσώπου σου, και το Πνεύμα σου το άγιον μη αντανέλης απ’ εμού. Απόδος μοι την αγαλλίασιν του σωτηρίου σου και πνεύματι ηγεμονικώ στήριξόν με. Διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι. Ρύσαι με εξ αιμάτων ο Θεός, ο Θεός της σωτηρίας μου, αγαλλιάσεται η γλώσσα μου την δικαιοσύνην σου. Κύριε τα χείλη μου ανοίξεις, και το στόμα μου αναγγελεί την αίνεσιν σου. ‘Oτι ει ηθέλησας θυσίαν, έδωκα αν, ολοκαυτώματα ουκ ευδοκήσεις. Θυσία τω Θεώ πνεύμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει. Αγάθυνον, Κύριε, εν τη ευδοκία σου την Σιών, και οικοδομηθήτω τα τείχη Ιερουσαλήμ. Τότε ευδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, αναφοράν και ολοκαυτώματα, τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριον σου μόσχους.

είτα ψάλλομεν τον κανόνα.
Ωδή α’ Ήχος πλάγιος δ’.Ο Ειρμός.

Υγράν διοδεύσας ωσεί ξηράν, και την Αιγυπτίαν, μοχθηρία διαφυγών, ο Ισραηλίτης ανεβόα. Τω λυτρωτή και θεώ ημών άσωμεν.

Τροπάρια.
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.

Πολλοίς συνεχόμενος πειρασμοίς, προς σε καταφεύγω, σωτηρίαν επιζητών. Ω Μήτερ του Λόγου και Παρθένε, των δυσχερών και δεινών με διάσωσον.
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Παθών με ταράττουσι προσβολαί, πολλής αθυμίας εμπίπλωσαί μου την ψυχήν. Ειρήνευσον Κόρη τη γαλήνη, τη του Υιού και Θεού σου Πανάμωμε.

Δόξα Πατρί και Υιώ
Σ
ωτήρα τεκούσαν σε και Θεόν, δυσωπώ Παρθένε, λυτρωθήναι με των δεινών. Σοι γαρ νυν προσφεύγων ανατείνω, και την ψυχήν και την διάνοιαν.
Και νυν,και αεί…
Νοσούντα το σώμα και την ψυχήν, επισκοπής θείας, και προνοίας της παρά σου, αξίωσον μόνη Θεομήτορ, ως αγαθή αγαθού τε λοχεύτρια.

Ωδή γ΄. Ο Ειρμός.

Ο
υρανίας αψίδος, οροφουργέ Κύριε, και της Εκκλησίας δομήτορ, συ με στερέωσον, εν τη αγάπη τη ση, των εφετών η ακρότης, των πιστών το στήριγμα, μόνε φιλάνθρωπε.

Τροπάρια.
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Προστασίαν και σκέπην, ζωής εμής τίθημι, σε Θεογεννήτορ Παρθένε. Συ με κυβέρνησον, προς τον λιμένα σου, των αγαθών η αιτία, των πιστών το στήριγμα, μόνη πανύμνητε.
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Ικετεύω Παρθένε, τον ψυχικόν τάραχον, και της αθυμίας την ζάλην, διασκεδάσαι μου. Συ γάρ Θεόνυμφε, τον αρχηγόν της γαλήνης, τον Χριστόν εκύησας, μόνη πανάχραντε.
Δόξα Πατρί και Υιώ..

Ευεργέτην τεκούσα, τον των καλών αίτιον, της ευεργεσίας τον πλούτον, πάσιν ανάβλυσον. Πάντα γαρ δύνασαι, ως δυνατόν εν ισχύι, τον Χριστόν κυήσασα, θεομακάριστε.
Και νυν,και αεί…

Χαλεπαίς αρρωστίαις, και νοσεροίς πάθεσιν, εξεταζομένω Παρθένε, συ μοι βοήθησον. Των ιαμάτων γαρ, ανελλιπή σε γινώσκω, θησαυρόν πανάμωμε, τον αδαπάνητον.

Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν, ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν.

Επίβλεψον εν ευμενεία πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος.



Και μνημονεύει ο Ιερεύς εκείνων, δι' ους η Παράκλησις τελείται.
Ότι ελεήμων και φιλάνθρωπος..
Μετά την δέησιν, το επόμενον Κάθισμα.

Κύριε ελέησον (ιε)

Κάθισμα. Ήχος β΄. Τα άνω ζητώ.

Πρεσβεία θερμή, και τείχος απροσμάχητον, ελέους πηγή, του κόσμου καταφύγιον, εκτενώς βοώμεν σοι. Θεοτόκε Δέσποινα πρόφθασον, και εκ κινδύνων λύτρωσαι ημάς, η μόνη ταχέως προστατεύουσα.

Ωδή δ΄. Ο Ειρμός.

Εισακήκοα Κύριε, της οικονομίας σου το μυστήριον. Κατενόησα τα έργα σου, και εδόξασα σου την θεότητα.

Τροπάρια
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Των παθών μου τον τάραχον, η τον κυβερνήτην τεκούσα Κύριον, και τον κλύδωνα κατεύνασον, των εμών πταισμάτων Θεονύμφευτε.

Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Ευσπλαχνίας την άβυσσον, επικαλουμένω της σης παράσχου μοι, η τον εύσπλαχνον κυήσασα, και Σωτήρα πάντων των υμνούντων σε.
Δόξα Πατρί και Υιώ..

Απολαύοντες πάναγνε, των σων δωρημάτων ευχαριστήριον, αναμέλπομεν εφύμνιον, οι γινώσκοντές σε Θεομήτορα.
Και νυν,και αεί…


Ο
ι ελπίδα και στήριγμα, και της σωτηρίας τείχος ακράδαντον, κεκτημένοι σε πανύμνητε, δυσχερείας πάσης εκλυτρούμεθα.

Ωδή ε΄. Ο Ειρμός.

Φώτισον ημάς, τοις προστάγμασί σου Κύριε, και τω βραχίονί σου τω υψηλώ, την σην ειρήνην παράσχου ημίν φιλάνθρωπε.

Τροπάρια.
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Έ
μπλησον Αγνή, ευφροσύνης την καρδίαν μου, την σην ακήρατον διδούσα χαράν, της ευφροσύνης η γεννήσασα τον αίτιον.

Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Λ
ύτρωσαι ημάς, εκ κινδύνων Θεοτόκε αγνή, η αιωνίαν τεκούσα λύτρωσιν, και την ειρήνην την πάντα νουν υπερέχουσαν.
Δόξα Πατρί και Υιώ..

Λύσον την αχλύν, των πταισμάτων μου Θεόνυμφε, τω φωτισμώ της σης λαμπρότητος, η φως τεκούσα το θείον και προαιώνιον.
Και νυν,και αεί…


Ίασαι Αγνή, των παθών μου την ασθένειαν, επισκοπής σου αξιώσασα, και την υγείαν τη πρεσβεία σου παράσχου μοι.

Ωδή στ΄. Ο Ειρμός.

Τ
ην δέησιν, εκχεώ προς κύριον, και αυτώ απαγγελώ μου τας θλίψεις, ότι κακών η ψυχή μου επλήσθη, και η ζωή μου τω άδη προσήγγισε. Και δέομαι ως Ιωνάς. Εκ φθοράς ο Θεός με ανάγαγε.

Τροπάρια.
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Θ
ανάτου και της φθοράς ως έσωσεν, εαυτόν εκδεδωκώς τω θανάτω, την τη φθορά και θανάτω μου φύσιν, κατασχεθείσαν παρθένε δυσώπησον, τον Κύριόν σου και Υιόν, της εχθρών κακουργίας με ρύσασθαι.
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Προστάτην σε, της ζωής επίσταμαι, και φρουράν ασφαλεστάτην Παρθένε, των πειρασμών διαλύουσαν όχλον, και επηρείας δαιμόνων ελαύνουσα. Και δέομαι δια παντός. Εκ φθοράς των παθών μου ρυσθήναι με.
Δόξα Πατρί και Υιώ..

Ως τείχος, καταφυγής κεκτήμεθα, και ψυχών σε παντελή σωτηρίαν, και πλατυσμόν εν ταις θλίψεσι Κόρη, και τω φωτί σου αεί αγαλλόμεθα. ’Ω Δέσποινα και νυν ημάς, των παθών και κινδύνων διάσωσον.
Και νυν,και αεί…


Εν κλίνη νυν, ασθενών κατάκειμαι, και ουν εστίν ίασι τη σαρκί μου. Αλλ’ η θεόν και σωτήρα του κόσμου, και τον λυτήρα των νόσων κυήσασα, σου δέομαι της αγαθής. Εκ φθοράς νοσημάτων ανάστησον.

Διάσωσον από κινδύνων τους δούλους σου Θεοτόκε, ότι πάντες μετά Θεόν εις σε καταφεύγομεν, ως άρρηκτον τείχος και προστασίαν.

’Αχραντε, η δια λόγου τον λόγον ανερμηνεύτως, επ’ εσχάτων των ημερών τεκούσα δυσώπησον, ως έχουσα μητρικήν παρρησίαν.

Ο ιερεύς μνημονεύει ως δεδήλωται. Μετά την εκφώνησιν.

Κοντάκιον. Ήχος β΄.

Π
ροστασία των Χριστιανών ακαταίσχυντε, μεσιτεία προς τον Ποιητήν αμετάθετε, μη παρίδης αμαρτωλών δεήσεων φωνάς. Αλλά πρόφθασον ως αγαθή, εις την βοήθειαν ημών, των πιστώς κραυγαζόντων σοι. Τάχυνον εις πρεσβείαν, και σπεύσον εις ικεσίαν, η προστατεύουσα αεί, Θεοτόκε των τιμώντων σε.

Είτα το α΄ αντίφωνον των Αναβαθμών του δ΄ ήχου.

Εκ νεότητός μου, πολλά πολεμεί με πάθη. Αλλ’ αυτός αντιλαβού, και σώσον Σωτήρ μου (δις).

Οι μισούντες ιών, αισχύνθητε από του Κυρίου, ως χόρτος γαρ πυρί, έσεσθε απεξηραμμένοι (δις)

Δόξα Πατρί..

Α
γίω Πνεύματι, πάσα ψυχή ζωούται, και καθάρσει υψούται, λαμπρύνεται, Τη Τριαδική Μονάδι, ιεροκρυφίως.

Και νυν.

Α
γίω Πνεύματι, αναβλύζει τα της χάριτος ρείθρα, αρδεύοντα, άπασαν την κτίσιν, προς ζωογονίαν.

Και ευθύς το προκείμενον.

Μνησθήσομαι του ονόματός σου εν πάση γενεά και γενεά.

Στίχ. ’Ακουσον, θύγατερ, και ίδε, και κλίνον το ους σου, και επιλάθου του λαού σου, και του οίκου του πατρός σου, και επιθυμήσει ο βασιλεύς του κάλλους σου.

Ο Ιερέας.
Και υπέρ του καταξιωθήναι ημάς της ακροάσεωςτου αγίου ευαγγελίου..
Ο χορός.κύριε ελέησον.

Ευαγγέλιον. Εκ του κατά Λουκάν (κεφ. α΄ 39).

Εν ταις ημέραις εκείναις, αναστάσα Μαριάμ, επορεύθη εις την ορεινήν μετά σπουδής εις πόλιν Ιούδα. Και εισήλθεν εις τον οίκον Ζαχαρίου και ησπάσατο την Ελισάβετ. Και εγένετο, ως ήκουσεν η Ελισάβετ τον ασπασμόν της Μαρίας, εσκίρτησε το βρέφος εν τη κοιλία αυτής. Και επλήσθη Πνεύματος αγίου η Ελισάβετ και ανεφώνησε φωνή μεγάλη και είπεν. Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου. Και πόθεν μοι τούτο, ίαν έλθη η μήτηρ του Κυρίου μου πρός με; Ιδού γάρ, ως εγένετο η φωνή του ασπασμού σου εις τα ώτα μου, εσκίρτησε το βρέφος εν αγαλλιάσει εν τη κοιλία μου. Και μακαρία η πιστεύσασα ότι έσται τελείωσις τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου. Και είπε Μαριάμ. Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί τω Θεώ τω σωτήρι μου. ’Οτι επέβλεψε επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού. Ιδού γαρ από του νυν μακαριούσι με πάσαι αι γενεαί. ’Οτι εποίησέ μοι μεγαλεία ο Δυνατός και άγιον το όνομα αυτού. ’Εμεινε δε Μαριάμ συν αυτή ωσεί μήνας τρεις και υπέστρεψεν εις τον οίκον αυτής.

Δόξα. Ήχος β΄.

Πάτερ Λόγε Πνεύμα, Τριάς η εν Μονάδι, εξάλειψον τα πλήθη, των εμών εγκλημάτων.

Και νυν.

Ταις της Θεοτόκου, πρεσβείας ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη, των εμών εγκλημάτων.



Είτα. Ελέησον με ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου, και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου.

Ήχος πλ. β΄. Όλην αποθέμενοι.

Μη καταπιστεύσης με, ανθρωπίνη προστασία, παναγία Δέσποινα, αλλά δέξαι δέησιν του ικέτου σου. Θλίψις γαρ έχει με, φέρειν ου δύναμαι, των δαιμόνων τα τοξεύματα. Σκέπην ου κέκτημαι, ουδέ που προσφύγω ο άθλιος, πάντοθεν πολεμούμενος, και παραμυθίαν ουκ έχω πλην σου. Δέσποινα του κόσμου, ελπίς και προστασία των πιστών, μη μου παρρίδης την δέησιν. Το συμφέρον ποίησον.
θεοτοκίον.

Ουδείς προστρέχων επί σοι, κατησχυμμένος από σου εκπορεύεται, αγνή Παρθένε θεοτόκε. Αλλ’ αιτείται την χάριν, και λαμβάνει το δώρημα, προς το συμφέρον της αιτήσεως.

Μεταβολή των θλιβομένων, απαλλαγή των ασθενούντων υπάρχουσα, Θεοτόκε Παρθένε, σώζε πόλιν και λαόν, των πολεμουμένων η ειρήνη, των χειμαζομένων η γαλήνη, η μόνη προστασία των πιστών.

Ο ιερεύς.
Σώσον ο Θεός τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου. Επίσκεψαι τον κόσμον σου εν ελέει και οικτιρμοίς. Υψωσον κέρας Χριστιανών ορθοδόξων και κατάπεμψον εφ’ ημάς τα ελέη σου τα πλούσια. Πρεσβείαις της παναχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Δυνάμει του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού. Προστασίαις των τιμίων επουρανίων δυνάμεων ασωμάτων. Ικεσίαις του τιμίου και ενδόξου προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου. Των αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων. Των εν αγίοις πατέρων ημών, μεγάλων ιεραρχών και οικουμενικών διδασκάλων Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Του εν αγίοις πατρός ημών Νικολάου, αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας, του θαυματουργού. Των αγίων ενδόξων και καλλινίκων Μαρτύρων. Των οσίων και θεοφόρων Πατέρων ημών. Των αγίων και δικαίων θεοπατόρων Ιωακείμ και ’Αννης. του αγίου (της ημέρας), και πάντων σου των Αγίων. Ικετεύομέν σε, μόνε πολυέλεε Κύριε. Επάκουσον ημών των αμαρτωλών δεομένων σου και ελέησον ημάς.

Κύριε ελέησον ιβ΄.

Μετά δε το Ελέει και οικτιρμοίς, αποπληρούμεν τας λοιπάς ωδάς του κανόνος.

Ωδή ζ΄. Ο Ειρμός.

Οι εκ της Ιουδαίας, καταντήσαντες Παίδες εν Βαβυλώνι ποτέ, τη πίστει τη Τριάδος, την φλόγα της καμίνου, κατεπάτησαν ψάλλοντες. Ο των πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.

Τροπάρια.
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Την ημών σωτηρίαν, ως ηθέλησας Σώτερ οικονομήσασθαι, εν μήτρα της Παρθένου, κατώκησας τω κόσμω, ήν προστάτιν ανέδειξας. Ο των πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Θ
ελητήν του ελέους, όν εγέννησας Μήτερ αγνή δυσώπησον, ρυσθήναι των πταισμάτων, ψυχής τε μολυσμάτων, τους εν πίστει κραυγάζοντας. Ο των πατέρων ημών, θεός ευλογητός ει.
Δόξα Πατρί..

Θ
ησαυρόν σωτηρίας, και πηγήν αφθαρσίας, την σε κυήσασαν, τοις κραυγάζουσιν έδειξας. Ο των πατέρων ημών, Θεός ευλογητός ει.
Και νυν.
Σωμάτων μαλακίας, και ψυχών αρρωστίας. Θεογεννήτρια, των πόθω προσιόντων, τη σκέπη σου τη θεία, θεραπεύειν αξίωσον, η τον Σωτήρα Χριστόν, ημίν αποτεκούσα.

Ωδή η΄. Ο Ειρμός.

Τον Βασιλέα, των ουρανών όν υμνούσι, στρατιαί των Αγγέλων υμνείτε, και υπερυψούτε, εις πάντας τους αιώνας.

Τροπάρια.
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.



Τους βοηθείας, της παρά σου δεομένους, μη παρίδης Παρθένε υμνούντας, και υπερυψούντας, σε Κόρη εις αιώνας.
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Των ιαμάτων, το δαψιλές επιχέεις, τοις πιστώς υμνούσι σε Παρθένε, και υπερυψούσι, τον άφραστόν σου τόκον.
Δόξα Πατρί..


Τας ασθενείας μου, της ψυχής ιατρεύεις, και σαρκός τας οδύνας Παρθένε. ’Οθεν σε υμνούμεν, εις πάντας τους αιώνας.
Και νυν.
Ωδή θ΄. Ο Ειρμός.

Κυρίως Θεοτόκον, σε ομολογούμεν, οι δια σου σεσωσμένοι Παρθένε Αγνή, συν ασωμάτοις χορείαις σε μεγαλύνοντες.

Τροπάρια
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Ροήν μου των δακρύων, μη αποποιήσης, η τον παντός εκ προσώπου παν δάκρυον, αφηρηκότα Παρθένε, Χριστόν κυήσασα.
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Χαράς μου την καρδίαν, πλήρωσον Παρθένε, η της χαράς δεξαμένη το πλήρωμα, της αμαρτίας την λύπην εξαφανίσασα.
Υπεραγία Θεοτόκε,σώσε ημάς.


Λιμήν και προστασία, των σόι προσφευγόντων, γενού Παρθένε και τείχος ακράδαντον, καταφυγή ρε και σκέπη και αγαλλίαμα.
Δόξα Πατρί..

Φωτός σου ταίς ακτίσι, λάμπρυνον παρθένε, το ζοφερόν της αγνοίας διώκουσα, τους ευσεβώς Θεοτόκον σε καταγγέλλοντας.
Και νυν.
Κακώσεως εν τόπω, τω της ασθενείας, ταπεινωθέντα Παρθένε θεράπευσον, εξ αρρωστίας εις ρώσιν μετασκευάζουσα.

Και ευθύς το Άξιον εστίν ως αληθώς.

Και θυμιά ο ιερεύς το θυσιαστήριον και τον ναόν, ή τον οίκον, όπου ψάλλεται η Παράκλησις, και ημείς ψάλλομεν τα παρόντα Μεγαλυνάρια.

Την υψηλοτέραν των ουρανών, και καθαρωτέραν, λαμπηδόνων ηλιακών, την λυτρωσαμένην, ημάς εκ της κατάρας, την Δέσποιναν του κόσμου, ύμνοις τιμήσωμεν.

Από των πολλών μου αμαρτιών, ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή. Προς σε καταφεύγω την Κεχαριτωμένην. Ελπίς απηλπισμένων, συ μοι βοήθησον.

Δέσποινα και Μήτηρ του Λυτρωτού, δέξαι παρακλήσεις, αναξίων σων ικετών, ίνα μεσιτεύσης, προς τον εκ σού τεχθέντα. Ω Δέσποινα του κόσμου, γενού μεσίτρια.

Ψάλλομεν προθύμως σοι την ωδήν, νυν τη πανυμνήτω, Θεοτόκω χαρμονικώς. Μετά του Προδρόμου και πάντων των Αγίων, δυσώπει Θεοτόκε, του οικτειρήσαι ημάς.

Αλαλα τα χείλη των ασεβών, των μη προσκυνούντων, την Εικόνα σου την σεπτήν, την ιστορηθείσαν, υπό του Αποστόλου, Λουκά ιερωτάτου, την Οδηγήτριαν.

το μεγαλυνάριον του αγίου του ναού

Πάσαι των Αγγέλων αι στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Αποστόλων η δωδεκάς, οι Αγίοι πάντες, μετά της Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εις το σωθήναι ημάς.

Είτα. Τρισάγιον, Παναγία Τριάς, Πάτερ ημών, και τα τροπάρια ταύτα.

Ήχος πλ. β΄.

Ελέησον ημάς Κύριε, ελέησον ημάς. Πάσης γαρ απολογίας απορούντες, ταύτην σοι την ικεσίαν, ως Δεσπότη οι αμαρτωλοί προσφέρομεν. Ελέησον ημάς.

Δόξα.

Κύριε ελέησον ημάς. Επί σοι γαρ πεποίθαμεν. Μη οργισθής ημίν σφόδρα, μηδέ μνησθής των ανομιών ημών. Αλλ’ επίβλεψον και νυν ως εύσπλαχνος, και λύτρωσαι ημάς εκ των εχθρών ημών. Συ γάρ ει Θεός ημών, και ημείς λαός σου. Πάντες έργα χειρών σου και το όνομά σου επικεκλήμεθα.

Και νυν. Θεοτόκιον.

Της ευσπλαχνίας την πύλης, άνοιξον ημίν, ευλογημένη Θεοτόκε. Ελπίζοντες εις σε μη αστοχήσωμεν. Ρυσθείημεν διά σου των περιστάσεων. Σύ γαρ ει η σωτηρία του γένους των χριστιανών.

Ο ιερεύς: Ελέησον ημάς ο Θεός…

Και μνημονεύσας πάλιν περί ων η Παράκλησις γίνεται, ποιεί την απόλυσιν. Μετ’ αυτήν δε, ενόσω οι αδελφοί ασπάζονται την εικόνα της Θεοτόκου, ψάλλονται τα παρόντα τροπάρια.

’Ηχος β΄. Ότε εκ του ξύλου.

Πάντων προστατεύεις αγαθή, των καταφευγόντων εν πίστει, τη κραταιά σου χειρί. Αλλην γαρ ουκ έχουμεν, αμαρτωλοί προς Θεόν, εν κινδύνοις και θλίψεσιν, αεί μεσιτείαν, οι κατακαμπτόμενοι, υπό πταισμάτων πολλών, Μήτερ του Θεού του Υψίστου, όθεν σοι προσπίπτομεν. Ρύσαι, πάσης περιστάσεως τους δούλους σου.

Όμοιον

Πάντων θλιβομένων η χαρά, και αδικουμένων προστάτις, και πενομένων τροφή, ξένων τε παράκλησις, και βακτηρία τυφλών, ασθενούντων επίσκεψις, καταπονουμένων, σκέπη και αντίληψις, και ορφανών βοηθός, Μήτερ του Θεού του Υψίστου, συ υπάρχεις ’Αχραντε σπεύσον, δυσωπούμε ρύσασθαι τους δούλους σου.

Ήχος πλ. δ΄.

Δέσποινα πρόσδεξαι, τας δεήσεις των δούλων σου, και λύτρωσαι ημάς, από πάσης ανάγκης και θλίψεως.

Ήχος β΄.

Την πάσαν ελπίδα μου, εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου.

Κατά την περίοδο του 15αυγούστου είθισται να ψάλλονται αντί των ανωτέρω θεοτοκίων τα εξής εξαποστειλάρια.
Ήχος γ’

Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε Γεσθημανή τω χωρίω κηδεύσατέ μου το σώμα και συ Υιέ και θεέ μου παράλαβέ μου το πνεύμα.

Ο γλυκασμός των Αγγέλων των θλιβομένων η χαρά των χριστιανών η προστάτις,Παρθένε Μήτηρ Κυρίου αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων.

Και σε μεσίτριαν έχω προς τον φιλάνθρωπον θεόν μη μου ελέγξη τας πράξεις ενώπιον των Αγγέλων παρακαλώ σε Παρθένε βοήθησόν μοι εν τάχει.

Χρυσοπλοκώτατε πύργε και δωδεκάτειχε πόλις ηλιοστάλακτε θρήνε καθέδρα του Βασιλέως ακατανόητον θαύμα πως γαλουχείς τον Δεσπότην.
Ο ιερέας.
Δι’ευχών των αγίων πατέρων ημών..




«Ιησούς, ο αληθινός άρτος και της αληθινής zωής αiτιος»
(Γρηγόριος Θεολόγος)

Ο Άρτος (το ψωμί) αποτελεί τη βασική τροφή του ανθρώπου. Ο Χριστός χρησιμοποίησε πρώτος τη συμβολική σημασία του ψωμιού. Ξεκινώντας από το θαυμαστό γεγονός του «μάννα» που έπεφτε από τον ουρανό και έτρεφε το λαό του Θεού, καθώς πορευόταν μέσα στην Έρημο (Εξοδ. 16, 14.), παρομοίασε τον Εαυτό Του, ως «ουράνιον άρτον». Το «μάννα» που έτρωγαν οι Εβραίοι στην έρημο τους έτρεφε μεν, δεν μπορούσε όμως να τους γλυτώσει από τον θάνατο. Οι περισσότεροι από τους Εβραίους που ξεκίνησαν από την Αίγυπτο, πέθαναν και άφησαν τα κόκκαλά τους στην έρημο... Ο Χριστός είναι ο ουράνιος άρτος που όχι μόνο δίνει δύναμη στους ανθρώπους να συνεχίσουν την πορεία τους μέσα στην έρημο του κόσμου τούτου, αλλά και τους εξασφαλίζει αθάνατη και αιώνια ζωή: «Οι πατέρες υμών έφαγον το μάννα εν τη ερήμω και απέθανον. Εγώ ο άρτος ο ζων ο εκ του ουρανού καταβάς εάν τις φάγη εκ τούτου του άρτου, ζήσεται εις τον αιώνα» (Ιωάν.κεφ.6: στιχ 49, 51). Ο λόγος αυτός του Χριστού εφαρμόζεται απόλυτα στη Θεία Ευχαριστία. Όταν ο ορθόδοξος χριστιανός κοινωνεί το Σώμα και το Αίμα του Χριστού (τον μυστηριακό Άρτο και Οίνο), ο ιερεύς βεβαιώνει την αλήθεια αυτή, με τα εξής λόγια: «Σώμα και Αίμα Χριστού εις άφεσίν σου αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».



Δέσποτα γλυκύτατε Kύριε ημών Iησού Xριστέ,εξαπόστειλον την αγίαν σου χάριν και λύσον με εκ των δεσμών της αμαρτίας. Φώτισόν μου το σκότος της ψυχής όπως κατανοήσω το Σον άπειρον έλεος, και αγαπήσω και ευχαριστήσω αξίως Σε τον γλυκύτατον Σωτήρα μου, τον άξιον πάσης αγάπης και ευχαριστίας.
Nαι αγαθέ ευεργέτα μου και πολυεύσπλαχνε Kύριε μη απώση αφ’ ημών το σον έλεος, αλλά σπλαχνίσθητι το Σον πλάσμα. Γινώσκω, Kύριε, το βάρος των ημών πλημμελημάτων, αλλά είδον και τον Σον ανείκαστον έλεος. Θεωρώ το σκότος της αναισθήτου μου ψυχής, αλλά πιστεύω με χρήστας ελπίδας, αναμένων θειόν Σου φωτισμόν και την απαλλαγήν των πονηρών ου κακών και ολεθρίων παθών τη πρεσβεία της γλυκυτάτης Σου Mητρός Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Aειπαρθένου Mαρίας και πάντων των Aγίων. Aμήν.




Στο υπαίθριο αρχονταρίκι της Παναγούδας ήταν γεμάτο. Είχαν πάει σχεδόν συγχρόνως δυο μεγάλες ομάδες και υπήρχε το αδιαχώρητο. Ο Γέροντας έδωσε το κουτί με τα λουκούμια σ' ένα παιδί να μοιράσει και ο ίδιος γέμιζε τα κύπελλα νερό απ' το λάστιχο και τα έδινε στον καθένα Μετά το κέρασμα, όλοι κάθισαν γύρω απ' τον Γέροντα διψώντας ν' ακούσουν κάποιο λόγο του. Ο Γέροντας δεν έλεγε τίποτα. Περίμενε να τον ρωτήσουν εκείνοι.
Μετά από λίγα λεπτά σιωπής, ένας μεσήλικας έθεσε το θέμα:
-Γέροντα, ο Θεός ανατρέπει τα σχέδια των ανθρώπων; Η πρόνοια του περιορίζει τις πρωτοβουλίες τους;
-Βέβαια ιδίως, όταν οι άνθρωποι ακολουθούν τις εντολές του. Έμενα πολλές φορές μου χάλασε τα σχέδια ο Θεός,και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύεται η εμπιστοσύνη μου στην πρόνοια του Θεού. Να σας πω κάτι προσωπικό. Όταν ήμουν στη μονή Φιλοθέου, νέος μοναχός τότε και άπειρος, ήθελα να πάω στην έρημο, σε κάποιο ερημονήσι. Είχα συμφωνήσει ακόμα και με το βαρκάρη, που θα με πήγαινε. Τελικά ο βαρκάρης δεν φάνηκε. Ήταν οικονομία Θεού.
-Θα μπορούσες, Γέροντα, να ζήσεις σε κάποιο ερημονήσι ολομόναχος; ρώτησε ένας άλλος.
-Μα το ήθελα αυτό, αλλά ήμουν άπειρος ακόμα και θα πάθαινα μεγάλη ζημιά. Θα με αφάνιζαν οι δαίμονες. Αφού ματαιώθηκε εκείνο το σχέδιο μου, άρχισα να σκέφτομαι τα Κατουνάκια. Ήθελα πολύ ν' ασκητέψω κοντά στο γέρο Πέτρο, που ήταν μεγάλος ασκητής. Θυμάμαι, που το δέρμα του είχε κολλήσει στα κόκαλα απ' τη μεγάλη στέρηση. Είχε, όμως, τη χάρη, που του έδινε δύναμη. Ο γέρο Πέτρος δεν είχε κοιλιά. Στη θέση της ήταν μια λακκούβα. Αν καμία φορά τύχαινε να ξεκουμπωθεί το ζωστικό του και να φανεί το στήθος του, μπορούσες να μετρήσεις τα πλευρά του, που έμοιαζαν με βέργες από ζουλιγμένο καλάθι. Ο ασκητής αυτός είχε κάτι διαφορετικό από τους άλλους ασκητές. Στο πρόσωπο του ήταν ζωγραφισμένη μια θεική γλυκύτητα Εγώ τον παρομοίαζα με την πνευματική κυψέλη, απ' την οποία ξεχείλιζε το μέλι. Ζούσε ιερές καταστάσεις. Κάποτε μου είχε πει ότι, όταν τον επισκεπτόταν η θεία χάρη, η καρδιά του θερμαινόταν γλυκά απ' την αγάπη του Θεού κι ένα παράξενο φως τον φώτιζε κι εσωτερικά κι εξωτερικά Τότε ζητούσε απ' το Χριστό να χτυπήσει την καρδιά μου με το κοντάρι της ευσπλαχνίας του. Απ' τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα κι ένιωθε ότι ήταν κοντά στο Χριστό και σταματούσε ακόμα και την προσευχή. Σ' αυτόν, λοιπόν, τον ασκητή ήθελα να πάω.
-Τελικά πήγατε, Γέροντα; ρώτησε ένα παιδί απ' την παρέα, που είχε συγκινηθεί απ' όσα είχε ακούσει.
-Και αυτό το σχέδιο, ρε λεβέντη, δεν πραγματοποιήθηκε. Αντί να πάω στα Κατουνάκια βρέθηκα στο μοναστήρι του Στομίου της Κόνιτσας. Με ανάγκασε ένα σημαντικό γεγονός, που μου συνέβηκε. Ένα βράδυ ήμουν στο κελί και προσευχόμουν. Περί τα μεσάνυχτα ξάπλωσα, για να ησυχάσω. Ήμουν αρκετά κουρασμένος. Όταν χτύπησε το σήμαντρο για την ακολουθία, με ξύπνησε, αλλά δεν μπορούσα να σηκωθώ. Μια δύναμη με κρατούσε καθηλωμένο στο κρεβάτι. Έτσι έμεινα μέχρι το μεσημέρι της νέας μέρας. Προσευχόμουν, σκεφτόμουν, αλλά δεν μπορούσα να σηκωθώ. Κατάλαβα ότι κάτι μου συνέβαινε εκ Θεού. Εκεί στο κρεβάτι μου έγινε η αποκάλυψη. Φανερώθηκαν μπροστά μου, σαν σε τηλεόραση, απ' τη μια μεριά τα Κατουνάκια και από την άλλη το μοναστήρι του Στομίου. Αμέσως προσήλωσα τα μάτια μου στα Κατουνάκια, τα οποία έβλεπα με πολύ πόθο. Συγχρόνως άκουσα και τη φωνή της Παναγίας, που μου έλεγε: «Δεν θα πας στα Κατουνάκια. Θα πας στο μοναστήρι του Στομίου». Τότε αμέσως είπα: «Παναγία μου, εγώ έρημο σου ζητούσα κι εσύ με στέλνεις στον κόσμο;». Έτσι το 1968 πήγα στην Κόνιτσα και επί τέσσερα χρόνια προσπαθούσα να ανακαινίσω το εγκαταλειμμένο μοναστήρι της Στομιώτισσας.
-Μετά απ' το Στόμιο, Γέροντα, πήγες στο ερημικό Σινά και συγκεκριμένα στο ασκητήριο της Αγίας Επιστήμης. Εκεί πως ήταν η ζωή; ρώτησε ένας άλλος, που γνώριζε από παλιά τον Γέροντα.
Ο Μοναχός, όπου και να βρεθεί, το ίδιο περνάει. Η πρόνοια του Θεού δεν τον εγκαταλείπει. Εκεί στο Σινά ο Θεός ήταν πάντα μαζί μου. Όταν πήγα εκεί, δεν είχα τίποτα βρέθηκα στην έρημο, με αγνώστους ανθρώπους, χωρίς να σκεφτώ τι θα φάω και πως θα ζήσω. Το ασκητήριο ήταν εγκαταλειμμένο και ακατοίκητο. Το νερό λιγοστό. Εγώ δεν ήξερα και κάποιο εργόχειρο, για να βγάζω το ψωμί μου. Το μόνο εργαλείο, που είχα ήταν ένα ψαλίδι, το οποίο χώρισα στα δυο κομμάτια και αφού τ' ακόνισα σε μια πέτρα, άρχισα να φτιάχνω ξυλόγλυπτα εικονάκια Δούλευα πολλές ώρες κι έτσι μπορούσα να ζω, αλλά και τους Βεδουίνους να βοηθάω.
-Μου κάνει εντύπωση, Γέροντα, που μέσα στη φτώχεια σου, θυμόσουν και τους αλλόθρησκους Βεδουίνους, είπε ένας άλλος επισκέπτης.
-Ήταν δυνατό να μη τους βοηθάω; Τους έδινα κάτι, ένα σκουφί, ένα ζευγάρι πέδιλα, λίγα χρήματα και χαίρονταν. Αυτό με παρακινούσε να δουλεύω το εργόχειρο περισσότερες ώρες. Κάποια μέρα, όμως, μου είπε ένας λογισμός:, «Γιατί ήρθα εδώ; Να βοηθάω τους Βεδουίνους ή να προσεύχομαι, για όλο τον κόσμο;». Έτσι λιγόστεψα το εργόχειρο και αύξησα την προσευχή. Η βοήθεια, όμως, προς τους Βεδουίνους "συνεχίστηκε κανονικά, γιατί η πρόνοια του Θεού δεν με άφησε.
-Γέροντα, αφού λιγόστεψες το εργόχειρο, πως βοηθούσες τους Βεδουίνους; ρώτησε ο ίδιος επισκέπτης.
-Ξέρεις τι έγινε; Τη μέρα, που περιόρισα τη δουλειά, για να διαθέτω περισσότερο χρόνο στην προσευχή, ήρθε κάποιος στο ασκητήριο να με δει. Γνώριζε ότι εκεί υπήρχαν οι Βεδουίνοι και τα Βεδουινάκια τους, τους οποίους βοηθούσα. Μου λέει: «Γέροντα, σου έφερα εκατό λίρες, να βοηθάς τα Βεδουινάκια και να δουλεύεις λιγότερο. Να μη βγαίνεις απ' το πρόγραμμα της προσευχής». Αμέσως σηκώθηκα απ' τη θέση μου, μπήκα στο κελί και ζήτησα απ' τον Κύριο να μου πει αν έπρεπε να κρατήσω τα χρήματα. Μου είχε δημιουργηθεί μια τέτοια κατάσταση, που έκλαιγα. Μετά ευχαρίστησα τον αδελφό, που είχε γίνει το όργανο της πρόνοιας του Θεού.
Η στέρηση, Γέροντα, τονώνει την εμπιστοσύνη μας στο Θεό; Ρώτησε ένας ακόμα επισκέπτης.
-Βοηθάει πολύ. Βοηθάει και στη δοξολογία του Θεού. Όταν τα έχουμε όλα άφθονα, ξεχνάμε το Θεό. Στο Σινά το νερό ήταν ελάχιστο. Από ένα βράχο έτρεχε σταγόνα - σταγόνα και μάζευα τρία κιλά νερό το εικοσιτετράωρο. Το λίγο αυτό νερό το εκτιμούσα πολύ κι ευχαριστούσα συνέχεια το Θεό, που μου το έδινε. Μ' αυτό έκανα όλες τις δουλειές. Έπινα, πλενόμουν, έπλυνα τα ρούχα και κρατούσα λίγο και για τα πουλάκια και τα ποντικάκια, που με συντρόφευαν. Ένιωθα ευγνωμοσύνη για αυτό το νερό. Αργότερα, όταν ήρθα στο Άγιο Όρος, στη σκήτη των Ιβήρων, άλλαξαν τα πράγματα. Εκεί υπήρχε άφθονο νερό. Η στέρνα ξεχείλιζε. Όμως, έχασα κάτι πολύ σημαντικό. Δεν αισθανόμουν την ανάγκη να ευχαριστήσω το Θεό. Στο Σινά βούρκωναν τα μάτια μου από ευγνωμοσύνη για το λίγο νερό, ενώ στη σκήτη ξεχάστηκα απ' την αφθονία του νερού.
-Πρέπει, Γέροντα, να έχει κανείς τη χάρη του Θεού, για ν' αντέξει σε τέτοιες καταστάσεις. Εμείς οι κοσμικοί ευχάριστα ακούμε τα όσα μας λες, αλλά δεν έχουμε καμιά τέτοια εμπειρία, είπε ο μεγαλύτερος της παρέας.
-Να ξέρετε ότι μόνο οι αμαρτίες είναι δικές μας. Ότι καλό κάνουμε, είναι απ' το Θεό. Αν μας αφήσει η χάρη του Θεού, τίποτα δεν μπορούμε να πετύχουμε. Ό τι είναι το οξυγόνο στη φυσική ζωή, το ίδιο είναι και η χάρη στην πνευματική ζωή. Αν μας αφαιρεθεί η χάρη, χανόμαστε. Κάποτε προσευχόμουν κι ένιωθα αγαλλίαση. Ώρες στεκόμουν όρθιος και δεν ένιωθα καθόλου κούραση. Η προσευχή μου έδινε μια γλυκιά ξεκούραση. Κάποια στιγμή, όμως, μου πέρασε απ' το νου ένας λογισμός ανθρώπινος. Σκέφτηκα: «Επειδή μου λείπουν δυο πλευρά και κρυώνω εύκολα, ας πάρω ένα σάλι, για να τυλιχτώ, μήπως αργότερα κρυώσω». Αυτό ήταν. Έχασα την ωραία κατάσταση. Σωριάστηκα κάτω κι έμεινα εκεί μισή ώρα Μετά σηκώθηκα και πήγα στο κρεβάτι με δυσκολία όταν προσευχόμουν, ένιωθα σαν ένα πούπουλο. Ήμουν ελαφρύς και γεμάτος αγαλλίαση, που δεν εκφράζεται. Μόλις, όμως, δέχτηκα το λογισμό, σωριάστηκα κάτω.
Ο Γέροντας σταμάτησε να μιλάει.Έριξε από μια διαπεραστική ματιά στον καθένα και αστειευόμενος τους είπε:
-Άντε βρε λεβέντες, τώρα να πάτε να προλάβετε κανένα μοναστήρι.Η πολυπληθείς σύναξη άρχισε να σκορπίζεται. Όλοι ασπάστηκαν το χέρι του Γέροντα και βγήκαν απ' το σύρμα με φανερό τον ενθουσιασμό κι έκδηλη τη συγκίνηση στα πρόσωπά τους.


Είχα διαβάσει προ καιρού από ένα έντυπο που είχε κυκλοφορήσει για το πιο κάτω μεταθανάτιο γεγονός που είχε συμβεί σε μια κυρία από την Ρωσία και που το υπόγραφε η ίδια.Έχει κάνει εντύπωση για μας οι ομοιότητες οι πολλές που έχουν αντίστοιχα ίδιες περιπτώσεις που αναφέρονται στην άλλη ζωή από διηγήσεις άλλων με την εμπειρία αυτή.Δεν μπορεί να είναι όλες συμπτώσεις.Και βεβαίως όλες αυτές μαζί που όπως είπαμε είναι πάρα πολλές έχουν κοινά στοιχεία με αυτά της Αγίας Γραφής,των πατέρων της εκκλησίας και των μοναστών.Από αυτή την άποψη λοιπόν πιστεύουμε ότι έχει αξία η πιο κάτω ανάρτηση για ένα λιθαράκι στον προβληματισμό που έχουμε όλοι μας για το τι συμβαίνει πράγματι για την ψυχή όταν αποχωρίζεται απο το σώμα.
Η ΔΙΗΓΗΣΗ
Ήμουν άθεη και έβριζα πολύ και φοβερά το Θεό। Ζούσα μέσα στη ντροπή και την πορνεία και ήμουν νεκρή στη γη. Όμως ο ελεήμων Θεός δεν άφησε να χαθώ, αλλά με οδήγησε στη μετάνοια. Στα1961 αρρώστησα από καρκίνο και ήμουν άρρωστη τρία χρόνια. Δεν έμενα ξαπλωμένη, παρά εργαζόμουνα και έκανα θεραπεία σε γιατρούς, ελπίζοντας να βρω θεραπεία. Τους τελευταίους έξη μήνες είχα τελείως αδυνατίσει, τόσο που ούτε νερό δεν μπορούσα να πιω. Μόλις το έπινα, αμέσως το έκανα εμετό. Τότε με πήγαν στο νοσοκομείο και επειδή ήμουν πολύ ενεργητική κάλεσαν ένα καθηγητή από τη Μόσχα και αποφάσισαν να με χειρουργήσουν. Μόλις μου άνοιξαν την κοιλιά, αμέσως πέθανα. Η ψυχή μου βγήκε από το σώμα και στέκονταν ανάμεσα σε δύο γιατρούς και εγώ με μεγάλο φόβο και τρόμο κοίταζα την αρρώστια μου. Ολόκληρο το στομάχι μου και τα έντερα μου ήταν προσβεβλημένα από καρκίνο. Στεκόμουνα και σκεπτόμουνα γιατί είμαστε δύο; Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει ψυχή. Οι κομμουνιστές μας φούσκωναν και μας δίδασκαν ότι η ψυχή και ο Θεός δεν υπάρχουν, ότι αυτό είναι μόνο επινόηση των παπάδων για να ξεγελάσουν το λαό και να τον κρατούν σε φόβο για κάτι που δεν υπάρχει. Βλέπω τον εαυτό μου που στέκεται και τον βλέπω πάλι πάνω στο χειρουργείο. Μου έβγαλαν έξω όλα τα εντόσθια και αναζητούσαν τον δωδεκαδάκτυλο. Αλλά εκεί υπήρχε μόνον πύον, τα πάντα ήταν κατεστραμμένα και χαλασμένα, τίποτε δεν ήταν υγιές. Οι γιατροί τότε είπαν: «αυτή δεν έχει με τι να ζήσει». Όλα τα έβλεπα με μεγάλο φόβο και τρόμο και πάλι σκεπτόμουνα: «Πώς και από πού είμαστε δύο;. Στέκομαι και ταυτόχρονα είμαι ξαπλωμένη; "Οι γιατροί τότε επέστρεψαν τα εντόσθιά μου όπως-όπως και είπαν ότι το σώμα μου πρέπει να δοθεί στους νέους ειδικευόμενους γιατρούς για διδασκαλία και το μετέφεραν στο νεκροστάσιο και εγώ πήγαινα κοντά τους και όλο και παραξενευόμουνα και σκεφτόμουνα πως και από που είμαστε δύο. Εκεί με άφησαν ξαπλωμένη γυμνή, καλυμμένη ως το ύψος του στήθους με ένα σεντόνι. Μετά απ αυτό βλέπω ότι ήλθε ο αδελφός μου και έφερε το μικρό μου γιο. Ήταν έξι χρονών και ονομάζονταν Αντρούσκα (Αντρέι). Ο γιός μου πλησίασε το σώμα μου και με φίλησε στο κεφάλι . Άρχισε να κλαίει και να λέει: «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Είμαι ακόμη μικρός, πως θα ζήσω χωρίς εσένα; Πατέρα δεν έχω και συ πέθανες! Εγώ τότε τον αγκάλιασα και τον φίλησα, αλλά αυτό δεν το αισθάνθηκε ούτε το είδε ούτε με πρόσεξε, αλλά κοίταγε το νεκρό μου σώμα. Έβλεπα επίσης πως έκλεγε ο αδελφός μου. Μετά από αυτό, εγώ με μιας βρέθηκα στο σπίτι μου. Ήλθε η πεθερά μου από τον πρώτο μου γάμο, η μητέρα μου και η αδελφή μου. Τον πρώτο μου σύζυγο τον εγκατέλειψα γιατί πίστευε στο Θεό. Τότε άρχισε η διανομή των πραγμάτων μου. Εγώ ζούσα πλούσια και με πολυτέλεια και όλα αυτά τα απόκτησα με αδικία και με πορνεία. Η αδελφή μου άρχισε να αφαιρεί τα πιο ωραία από τα πράγματά μου, ενώ η πεθερά ζητούσε να αφήσει και κάτι στο γιό μου. Η αδελφή μου δεν άφηνε τίποτε, αλλά επιπλέον άρχισε να εμπαίζει την πεθερά λέγοντας: «Αυτό το παιδί δεν είναι από τον γιό σου και συ δεν του είσαι τίποτε». Μετά απ αυτό αυτές βγήκαν και έκλεισαν το σπίτι. Η αδελφή μου πήρε μαζί της και ένα μεγάλο μπόγο με πράγματα. Ενώ αυτές μάλωναν για τα πράγματά μου είδα γύρω μας να χορεύουν και να χαίρονται διάβολοι.
Ξαφνικά βρέθηκα στον αέρα και βλέπω σαν να πετώ με αεροπλάνο. Αισθάνομαι ότι κάποιος με συγκρατεί και ότι υψώνομαι όλο και πιο πολύ. Βρέθηκα πάνω από την πόλη Μπαρναούλ. Μετά βλέπω ότι η πόλη χάθηκε . Έγινε σκοτάδι. Μετά απ αυτό άρχισε πάλι να έρχεται φως και στο τέλος φώτισε τελείως και το φως ήταν πάρα πολύ ισχυρό που δεν μπορούσα να το κοιτάξω. Με τοποθέτησαν σε μαύρη πλάκα ενάμιση μέτρου. Έβλεπα δένδρα με πολύ χοντρούς κορμούς και πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ανάμεσα στα δένδρα υπήρχαν σπίτια και μάλιστα όλα καινούργια, αλλά δεν είδα ποιοι ζούσαν σ αυτά. Στην κοιλάδα αυτή είδα πλούσιο πράσινο χορτάρι και σκέφτηκα: πού βρίσκομαι εγώ τώρα; Αν βρίσκομαι στη γη τότε γιατί δεν υπάρχουν εδώ επιχειρήσεις, εργοστάσια ούτε άλλα κτίρια, γιατί δεν υπάρχουν δρόμοι ούτε συγκοινωνία; Τι μέρος είναι ετούτο εδώ χωρίς ανθρώπους και ποιος τέλος πάντων ζει εδώ; Λίγο πιο πέρα είδα να περπατάει μια ωραία υψηλή γυναίκα με βασιλικά φορέματα κάτω από τα οποία φαίνονταν τα δάκτυλα των ποδιών. Περπατούσε τόσο ανάλαφρα που από τα πόδια δεν λύγιζε ούτε το χορτάρι. Κοντά της πήγαινε ένας νεαρός που είχε ύψος ως τους ώμους της. Είχε κρυμμένο το πρόσωπο του με τα χέρια του και για κάτι έκλαιγε πολύ και πικρά και παρακαλούσε, αλλά για ποιο λόγο δεν μπορούσα να ακούσω. Σκέφτηκα ότι είναι ο γιος της και μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν τον λυπάται και δεν του εκπληρώνει το αίτημα. Αυτός έκλαιγε και θρηνούσε και εκείνη δεν του εκπλήρωνε την αίτηση. (Σημείωση: Από όλα φαίνεται ότι αυτός ο νεαρός ήταν άγγελος φύλακας αυτής της νεκρής γυναίκας. Φαίνεται επίσης πόσο ενδιαφέρονται οι άγιοι άγγελοι για μας και τις ψυχές μας, αλλά εμείς δεν το βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται και αυτών το αίτημα είναι ανεκπλήρωτο, αν ο θάνατος μας βρει αμαρτωλούς και αμετανόητους). Όταν αυτοί με πλησίασαν, ο νεαρός έπεσε μπροστά στα πόδια της και άρχισε να την παρακαλεί εντονότερα και να οδύρεται και να της ζητεί κάτι. Εκείνη κάτι του απάντησε, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι. (Σημείωση: Είχα την ευκαιρία και από άλλες πηγές να γνωρίσω πως και πόσο πικρά κλαίει ο άγ. Άγγελος φύλακας όταν αυτός που του δόθηκε για φύλαξη δεν υπακούει στην αγία Εκκλησία και στην αγία πίστη, χάνοντας την ψυχή του για πάντα). Όταν αυτοί με πλησίασαν ήθελα να τη ρωτήσω: «που βρίσκομαι;» Τη στιγμή εκείνη η γυναίκα αυτή σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, ύψωσε τα μάτια προς τον ουρανό και είπε : «Κύριε, που θα πάει αυτή έτσι;». Εγώ τότε έτρεμα και μόλις τώρα κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, ότι η ψυχή μου βρίσκονταν στον ουρανό και το σώμα έμεινε στη γη. Τότε άρχισα να κλαίω και να οδύρομαι και ακούω φωνή που λέει: «επιστρέψτε την στη γη για τις αγαθοεργίες του πατέρα της». Άλλη φωνή απάντησε: «βαρέθηκα την αμαρτωλή και διεφθαρμένη ζωή της. Εγώ ήθελα να την εξαφανίσω από προσώπου γης χωρίς μετάνοια, αλλά με παρακάλεσε γι αυτήν ο πατέρας της. Δείξε της το μέρος για το οποίο άξιζε».
Αμέσως βρέθηκα στον Άδη. Τότε άρχισαν να έρπουν μέχρις εμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια με μακριές γλώσσες που ξερνούσαν φωτιά και άλλες αποκρουστικές βρωμιές. Η βρώμα ήταν αβάσταχτη. Αυτά τα φίδια τυλίχθηκαν γύρω μου και ταυτόχρονα από κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ίσαμε το δάκτυλο με ουρές που κατέληγαν σε βελόνες και άγκιστρα. Αυτά έμπαιναν σε όλα τα ανοικτά μου μέρη, στα αυτιά, στα μάτια, στη μύτη, κ.λ.π. και έτσι με βασάνιζαν και εγώ κραύγαζα όχι με την φωνή μου. Αλλά εκεί δεν υπήρχε από πουθενά ούτε βοήθεια ούτε έλεος από κανένα. Εκεί είδα πως παρουσιάστηκε η γυναίκα που πέθανε από άμβλωση και άρχισε να παρακαλεί τον Κύριο για έλεος. ΑΥΤΟΣ της απάντησε: «εσύ στην γη δεν με αναγνώριζες, σκότωνες τα παιδιά στην κοιλιά σου και επί πλέον έλεγες στους ανθρώπους: δεν πρέπει να γεννάτε παιδιά, τα παιδιά είναι περιττά». Σε μένα δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν περιττά. Σε μένα υπάρχουν τα πάντα και για όλους αρκετά.
Σε μένα ο Κύριος είπε: «Εγώ σου έδωσα την αρρώστια για να μετανοήσεις, αλλά εσύ με έβριζες ως το τέλος της ζωής και δεν Με αναγνώριζες και για τον λόγο αυτό και εγώ δεν σε αναγνωρίζω! Πως στη γη έζησες χωρίς τον Κύριο Θεό, έτσι και εδώ θα ζήσεις!».Ξαφνικά όλα μεταστράφηκαν και εγώ κάπου πέταξα. Η βρώμα χάθηκε, χάθηκε και ο δυνατός οδυρμός και εγώ ξαφνικά είδα την εκκλησία μου που ενέπαιζα. Άνοιξε η πύλη και από αυτή βγήκε ιερέας ντυμένος στα άσπρα. Αυτός στέκονταν με σκυμμένο το κεφάλι και κάποια φωνή με ρωτάει: «ποιος είναι αυτός;». Εγώ απάντησα: «ο ιερέας μας». «Εσύ έλεγες ότι είναι χαραμοφάης, αυτός δεν είναι χαραμοφάης, αλλά πραγματικός ποιμένας, δεν είναι μισθοφόρος. Γνώριζε πως αν και είναι κατά το βαθμό μικρός, συνηθισμένος ιερέας, υπηρετεί Εμένα, μάθε ακόμη και τούτο: αν δεν σου διαβάσει αυτός την ευχή της εξομολόγησης, εγώ δεν θα σε συγχωρήσω»! Τότε άρχισα να παρακαλώ: «Κύριε, γύρισέ με στη γη, έχω ένα μικρό γιο». Ο Κύριος είπε: «ξέρω ότι έχεις μικρό γιο, είναι κρίμα γι αυτόν». «Κρίμα», απάντησα εγώ. Τότε Εκείνος αποκρίθηκε: «Εγώ σας λυπούμαι όλους και τρεις φορές σας λυπούμαι. Όλους σας περιμένω πότε θα ξυπνήσετε από το αμαρτωλό όνειρο, να μετανοήσετε και να έλθετε στον εαυτό σας».
Εδώ τώρα εμφανίστηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού, που νωρίτερα την αποκαλούσα γυναίκα και πήρα το θάρρος να τη ρωτήσω: «Υπάρχει εδώ σε σας παράδεισος;». Αντί για απάντηση μετά απ αυτές τις λέξεις, ξαναβρέθηκα στην κόλαση στον Άδη. Τώρα ήταν χειρότερα από ότι την προηγούμενη φορά. Έτρεξαν ολόγυρά μου οι δαίμονες με καταλόγους και μου έδειχναν τα αμαρτήματά μου και φώναζαν: «εσύ μας υπηρέτησες όταν ήσουν στη γη»! Άρχισα να διαβάζω τα αμαρτήματά μου, όλα μου τα έργα μου που ήταν γραμμένα με μεγάλα γράμματα και ένοιωσα φοβερό φόβο. Από τα στόματά τους έβγαινε φωτιά. Οι δαίμονες με κτυπούσαν στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες από φωτιά και με έκαιγαν. Γύρω μου ακούονταν φοβερός θρήνος και κοπετός πολλών ανθρώπων. Όταν το πυρ δυνάμωνε έβλεπα τα πάντα γύρω μου. Οι ψυχές είχαν φοβερή όψη, ήταν σακατεμένες με τεντωμένους λαιμούς και πρησμένα μάτια. Μου έλεγαν ότι είσαι συντρόφισσα (φαίνεται ότι ήταν κομουνίστριες) και είσαι υποχρεωμένη να ζήσεις μαζί μας. Όπως εσύ έτσι και εμείς όταν είμαστε στη γη δεν αναγνωρίζαμε το Θεό, τον βρίζαμε και κάναμε κάθε κακό, την πορνεία, την υπερηφάνεια και άλλα και ποτέ δεν μετανοήσαμε. Όσοι αμάρτησαν, αλλά μετάνιωσαν, πήγαιναν στη εκκλησία, προσεύχονταν στο Θεό, ελεούσαν τους φτωχούς και βοηθούσαν όσους βρίσκονταν σε ανάγκη και κακοτυχία, αυτοί είναι εκεί πάνω. (Σημείωση: δηλαδή στο παράδεισο, τον οποίο αυτοί εδώ δεν ήθελαν ούτε να μνημονεύσουν).
Εγώ φοβήθηκα φοβερά από αυτά τα λόγια, μου φαίνονταν ότι ήδη βρισκόμουνα εδώ στον Άδη ολόκληρη ζωή και αυτοί μου λένε ότι θα ζήσω μαζί τους αιώνια. Μετά από αυτό εμφανίστηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού και έγινε φως, οι δαίμονες τράπηκαν σε φυγή και οι ψυχές που βασανίζονται στην κόλαση άρχισαν να φωνάζουν και να την ικετεύουν για έλεος: «Ουράνια βασίλισσα, μη μας αφήνεις εδώ» φώναζαν. «Καιγόμαστε Μητέρα του Θεού και δεν υπάρχει ούτε σταγόνα νερό»! Εκείνη έκλαιγε και μέσα από το κλάμα έλεγε: «Όσο ζούσατε στη γη δε με αναγνωρίζατε και δε μετανοούσατε για τις αμαρτίες σας στον Γιο Μου και Θεό σας και Εγώ τώρα δεν μπορώ να σας βοηθήσω, δεν μπορώ να παραβώ την επιθυμία του Γιου μου και Εκείνος δεν μπορεί την επιθυμία του Πατέρα του! Βοηθώ μόνο αυτούς για τους οποίους παρακαλούν οι συγγενείς και για τους οποίους προσεύχεται η αγία εκκλησία». Μετά απ αυτό εμείς αρχίσαμε να υψωνόμαστε και από κάτω αναδίδονταν δυνατή κραυγή φωνών: «Μητέρα του Θεού μη μας αφήνεις». Ξανά υπήρχε σκοτάδι και εγώ βρέθηκα στην ίδια πλάκα. Σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος η Μητέρα του Θεού ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται λέγοντας: «τι να κάνω μ αυτήν, που να την βάλω; Μια φωνή απάντησε : «αφήστε την από τα μαλλιά στη γη». «Μα αυτή είναι κουρεμένη;». Η φωνή είπε πάλι: «Πιάστε την από τα μαλλιά». Τότε η Μητέρα του Θεού έφυγε ήσυχα, η πόρτα της μισάνοιξε έτσι που πίσω απ' αυτήν δεν έβλεπα τίποτε. Κατόπιν επέστρεψε κρατώντας τα μαλλιά μου στα χέρια της και από κάπου εμφανίστηκαν 12 άμαξες χωρίς τροχούς, κινούνταν σιγά και εγώ τις ακολουθούσα. Η Μητέρα του Θεού μου έδωσε τα μαλλιά, αλλά εγώ δεν αντιλήφθηκα ότι με άγγιξε. Άκουσα μόνο όταν είπε ότι η δωδέκατη άμαξα δεν έχει πάτο. Φοβόμουν να καθίσω σ' αυτήν, αλλά η Μητέρα του Θεού με έσπρωξε στη γη απ' αυτή.
Μετά απ αυτό εγώ συνήλθα και ενσυνείδητα στεκόμουν και κοίταζα. Ήταν μιάμιση η ώρα το απόγευμα. Μετά από κείνο το φως που είδα εκεί όλα στη γη μου φαίνονταν άσχημα και δεν μου άρεσε που ήμουν στη γη, αλλά τι να κάνω. Τώρα είπα μόνη μου στην ψυχή μου: «πήγαινε στο σώμα»! Τότε βρέθηκα πάλι στο νοσοκομείο και πήγαμε στο ψυγείο που φύλαγαν τα πτώματα. Αυτό ήταν κλειστό, αλλά εγώ μπήκα μέσα χωρίς κώλυμα και είδα το νεκρό μου σώμα: Το κεφάλι μου ήταν γυρισμένο λίγο προς τα πλάγια, ενώ η μέση μου πιέζονταν από νεκρούς. Μόλις η ψυχή μου μπήκε στο σώμα, αμέσως αισθάνθηκα ισχυρό ψύχος. Κάπως απελευθέρωσα την πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα και έσφιξα τα γόνατα με τα χέρια. Τη στιγμή εκείνη έβαλαν μέσα το νεκρό σώμα κάποιου ανθρώπου και όταν άναψαν το φως με είδαν σκυμμένη, ενώ εκείνοι συνήθως βάζουν όλους τους νεκρούς με το πρόσωπο προς τα πάνω. Βλέποντάς με έτσι οι νοσοκόμοι φοβήθηκαν και από το φόβο διασκορπίστηκαν. Επέστρεψαν με δύο γιατρούς, που αμέσως διέταξαν να ζεσταθεί το μυαλό μου με λάμπες. Στο σώμα μου υπήρχαν οκτώ τομές (μάθαιναν πάνω σ αυτό): τρεις στο στήθος και οι υπόλοιπες στην κοιλιά. Δύο ώρες μετά το ζέσταμα του κεφαλιού άνοιξα τα μάτια και μόλις μετά από 12 μέρες μίλησα.Το πρωί μου έφεραν πρωινό τηγανίτες με βούτυρο και καφέ (ήταν μέρα νηστείας), αλλά δεν ήθελα να φάω και τους είπα ότι δε θα φάω. Οι νοσοκόμοι έφυγαν πάλι και όλοι στο νοσοκομείο άρχισαν να με προσέχουν. Ήλθαν οι γιατροί και με ρώτησαν γιατί δεν θέλω να φάω. Τους απάντησα: «καθίστε και θα σας διηγηθώ τι είδε η ψυχή μου. Όποιος δεν νηστεύει τις μέρες της νηστείας, αυτός θα φάει βρωμερά και σιχαμερά πράγματα. Γι αυτό σήμερα δε θα φάω όπως και σ όλες τις νηστείες δε θα αρτυθώ». Οι γιατροί από την έκπληξη, τη μια κοκκίνιζαν την άλλη κιτρίνιζαν και οι ασθενείς με άκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί και εγώ τους είπα ότι τίποτε πλέον δεν με πονάει. Τότε άρχισε να έρχεται σε μένα κόσμος και μάλιστα πολύς και εγώ σε όλους διηγιόμουνα και έδειχνα τις πληγές. Η αστυνομία άρχισε να διώχνει τον κόσμο και μένα με μετέφεραν σε άλλο νοσοκομείο. Εκεί ανάρρωσα τελείως και παρακάλεσα τους γιατρούς να με γιατρέψουν όσο το δυνατό νωρίτερα τις τομές που μου έκαναν μαθαίνοντας πάνω μου. Τότε με έβαλαν πάλι στο χειρουργικό τραπέζι και όταν οι γιατροί άνοιξαν την κοιλιά μου είπαν : «Γιατί χειρουργήσανε τελείως υγιή άνθρωπο;». Εγώ τότε τους ρώτησα: «Ποια είναι η αρρώστια μου;» Αυτοί μου απάντησαν : «Τα εντόσθιά σας είναι υγιή και καθαρά όπως του παιδιού». Τους είπα ότι τα μάτια μου ήταν δεμένα κατά τη διάρκεια της εγχείρησης, αλλά ότι, παρ όλα αυτά, είδα το εσωτερικό μου στον καθρέπτη του ταβανιού. Ήλθαν και οι γιατροί που έκαναν την εγχείρηση και όταν πλησίασαν είπαν: «Που είναι η αρρώστια της; τα εντόσθιά της ήταν όλα διαλυμένα και προσβεβλημένα από τον καρκίνο και τώρα είναι τελείως υγιή». Τους απάντησα: ο ΚΥΡΙΟΣ ο ΘΕΟΣ φανέρωσε το έλεός του πάνω σε μένα την αμαρτωλή, για να ζήσω ακόμη και μαρτυρήσω στους άλλους ό,τι είδα και ό,τι μου συνέβη. ΕΚΕΙΝΟΣ, ο ΚΥΡΙΟΣ ο ΘΕΟΣ πήρε ότι κατεστραμμένο ήταν μέσα μου και μου έδωσε υγιή, σε όλους θα το διηγούμαι, ώσπου να πεθάνω. Κατόπιν είπα στο γιατρό: «Βλέπεις πως γελαστήκατε;» και εκείνος απάντησε ότι «τίποτε δεν ήταν υγιές μέσα σου». «Τι νομίζετε τώρα;» τον ρώτησα εγώ. Απάντησε: «σε αναγέννησε ο ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ!» Τότε του απάντησα: «Αν πιστεύετε σ' αυτόν κάντο τον σταυρό σας και παντρευτείτε στην εκκλησία». Ο γιατρός κοκκίνισε γιατί ήταν Εβραίος. Πρόσθεσα ακόμη: γίνου αρεστός στον Κύριο το Θεό.Κατόπιν άφησα το νοσοκομείο, κάλεσα τον ιερέα που νωρίτερα ενέπαιζα και του έκανα επιθέσεις, αποκαλώντας τον χαραμοφάη. Του διηγήθηκα όλα όσα μου συνέβησαν, εξομολογήθηκα και μετάλαβα των αγίων του Χριστού μυστηρίων. Τον κάλεσα και ευλόγησε το σπίτι μου, γιατί ως τώρα σ αυτό βασίλευε η αμαρτία, η μικρότητα, το μεθύσι, ο εμπαιγμός και η μάχη. Τώρα εγώ η αμαρτωλή Κλαυδία που είμαι 40 χρονών με την βοήθεια του Θεού και της Ουράνιας Βασίλισσας, ζω χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στη εκκλησία, στο ναό του Θεού και ο Κύριος με βοηθάει. Από όλες τις μεριές του κόσμου με επισκέπτονται άνθρωποι και εγώ διηγούμαι σε όλους όσα μου συνέβησαν, είδα και άκουσα. Με τη βοήθεια του Θεού τους δέχομαι όλους, διηγούμαι σε όλους τι ήμουν πριν, τι μου συνέβη τώρα και για ποιο λόγο είμαι τώρα πιστή. Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος ο Θεός! Όλους τους συμβουλεύω να προσέχουν πως ζουν, γιατί πράγματι υπάρχει άλλος κόσμος και άλλη ζωή και ότι ο καθένας θα δώσει λόγο για τα γήινα έργα του και ότι ανάλογα μ' αυτά θα έχει πλήρως δίκαια ανταμοιβή ή τιμωρία και μάλιστα αιώνια. Να ζήτε όλοι χριστιανικά και κατά Θεόν. Αμήν.

Ουστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα.


Αν δεν προσκολληθείς στα γήινα πράγματα, θα μείνεις ελεύθερος και από τα δεσμά των θλίψεων. Ας μη σαγηνεύεται η καρδιά σου από τα υλικά, για να μη γίνει αιχμάλωτή τους. Μην ζητάς ανάπαυση και παρηγοριά στις σαρκικές απολαύσεις, γιατί δεν θα αναπαυθείς ποτέ σ'αυτές. Αναζήτησε τον Κύριο, τον πλάστη και ευεργέτη σου. Όλα τα επίγεια είναι πρόσκαιρα και απατηλά, μόνο ο Θεός και η αγάπη Του μένουν στον αιώνα. Σε ώρες μεγάλης θλίψεως και αφόρητου πόνου, η ψυχή επιζητώντας διέξοδο, στρέφεται, πολλές φορές με μανία αληθινή, σε επίγειες παρηγορίες. Αναζητά σ'αυτές το αντίδοτο του πόνου. Ξεξελασμένη έτσι από τον διάβολο, αφού ικανοποιηθεί για λίγο, πέφτει μετά σε βαθύτερη θλίψη και απόγνωση. Γιατί η παρηγοριά που δίνουν τα φθαρτά πράγματα στον άνθρωπο είναι και αυτή φθαρτή. Γι'αυτό και πολλοί που έζησαν όλη τους τη ζωή τους μέσα στις ηδονές, φθάνοντας στο τέλος της ζωής τους συνειδητοποίησαν πως τίποτα δεν απόλαυσαν, πως όλα ήταν φευγαλέο όνειρο που άφησε πίσω του μόνο πίκρα.
Αδιάκοπα η ψυχή πάσχει και υποφέρει και βασανίζεται και παλεύει. Από τη μία μεριά οι εξωτερικές πιέσεις και τα προβλήματα, που δεν την αφήνουν σε ησυχία. Το ένα κακό φεύγει, το άλλο έρχεται, το ένα πρόβλημα λύνεται, άλλο εμφανίζεται. Από την άλλη πάλι η ψυχή ταλαιπωρείται εσωτερικά από τα πάθη και τις συγκρούσεις τους, που της δημιουργούν τύψεις, αθυμία, πόνο, θυμό, ταραχή, ανησυχία. Που λοιπόν θα μπορέσει να ακουμπήσει λυτρωτικά η ψυχή με όλα αυτά; Ποιος θα της δώσει ειρήνη και ανάπαυση; Ποιος έχει τη δυνατότητα να της εμπνεύσει ηρωισμό και καρτερία για τα εξωτερικά προβλήματα, αλλά και να την λυτρώσει από τις εσωτερικές συγκρούσεις των παθών και τις τύψεις; Ποιος; ....Ξέρεις άλλον από τον Κύριο μας, τον Ιησού;
Γι'αυτό λοιπόν νύχτα και μέρα αναζήτα με πόνο και πόθο τον Κύριο. Αναζήτησέ Τον μέχρι να Τον βρεις και να Τον αποκτήσεις. Που θα τον αναζητήσεις όμως; Ψάξε σε όλα τα σημεία της γης, ζήτησέ Τον στα πέρατα Του κόσμου, ζήτησέ Τον στα πλούτη, στη δόξα, στο σωματικό κάλλος, στις απολαύσεις και τις ηδονές;....Πουθενά δεν θα Τον βρείς. Γιατί Εκείνος σε κρατά ολόκληρο μέσα στα χέρια Του, κι εσύ δεν το γνωρίζεις. Βρίσκεται όλος μέσα σου, κι ούτε που το νιώθεις. Η βασιλεία του ουρανού μέσα σου είναι, μην την ψάχνεις σε άλλους τόπους.

(Αγίου Δημητρίου Ροστόβ)

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.