Μαρτίου 2011

Τίποτα από τα λόγια του Χριστού δεν είναι υπερβολικό.Ο Ιησούς είναι η απόλυτη αλήθεια.Λέει σε κάποιο σημείο στο Ευαγγελιό του ο Ιησούς ότι ''οι έχοντες πίστην μεγέθους ενός συναπιού μπορεί και όρη να μετακινήσουν.''ενώ αυτό φαίνεται υπερβολικό για κάποιους ή για κάποιους άλλους να έχει αλληγορική έννοια εν τούτοις αυτά καθ'εαυτά τα λόγια στην κυριολεξία έχουν γίνει πράξη.Κάπου είχα διαβάσει ότι ένας ρακέντυτος απλός μοναχός είχε κάνει πράξη με τα λόγια του να μετακινήσει ένα βουνό.Η μετακίνηση του βουνού βεβαίως δεν έγινε για το θεαθείναι αλλά κατά οικονομίαν του θεού για την πραγματική πίστη του ταπεινού μοναχού.έτσι και για πραγματοποίηση της αιτήσεως της ταπεινής και αγαθής πάνω από όλα Θεοδώρας ο θεός έκανε πράξη τα λόγια της.Το περίφημο κτίσμα με τα 17 δέντρα έχει γίνει πόλος έλξης για κάθε επισκέπτη που απορεί και εξίσταντο πως γίνονται να συμβαίνουν όλα αυτά και να κρατούν διαχρονικά αιώνες...


Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ (ΒΑΣΤΑ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΕΩΣ)

Τον δέκατο με ενδέκατο αιώνα ο χριστιανισμός εξαπλωνόταν ακόμα περισσότερο παρόλο τους τεράστιους διωγμούς που είχε δεχθεί.Άνθιζε και η μοναχική ζωή με οργανωμένα μοναστήρια διάσπαρτα παντού..Στην περιοχή της ανατολικής Μεσσηνίας στο χωριό Μοναστηράκι υπήρξε το μοναστήρι της Παναίτσας.Πάρα πολυ πλούσιο μοναστήρι με πολλές μοναχές. Το μοναστήρι, κατά την παράδοση, είχε γίνει στόχος επιδρομών, και λεηλασιών, από ληστές και κουρσάρους ή ακόμη και από μεμονωμένα άτομα
Ετσι οι ηγούμενοι της Μονής για ν' αποκρούσουν τέτοιες επιθέσεις διοργάνωσαν στρατιωτικά τμήματα από εθελοντές χριστιανούς των γύρω χωριών. Έτσι κάθε οικογένεια χριστιανών έπρεπε να στέλνει ένα παλικάρι για να υπηρετήσει σ' αυτό το εθελοντικό σώμα. Εάν δεν είχε η οικογένεια αγόρι έπρεπε να υπηρετήσει ο πατέρας και αν ο πατέρας δεν μπορούσε τότε έπρεπε να καταβάλει τα έξοδα για να στρατολογηθεί κάποιος μισθοφόρος.
Σ' αυτή λοιπόν την περιοχή μεταξύ των χωριών-Βάστα - Δασοχώρι - Άνω Μέλπεια, που ήταν γεμάτη από διάσπαρτους οικισμούς τσοπάνηδων, υπήρχε και μία οικογένεια φτωχή, που δεν είχε αγόρι αλλά πολλά κορίτσια. Ο πατέρας γέρος και άρρωστος δεν μπορούσε να υπηρετήσει στη φρουρά του Μοναστηριού. Δεν είχε ούτε τα χρήματα για να καταβάλει το αντίστοιχο ποσό για την πληρωμή κάποιου μισθοφόρου. Είχε πέσει σε μεγάλη στενοχώρια σαν χριστιανός που ήταν. Η ντροπή να μην υπηρετήσει κάποιος για λογαριασμό της οικογένειας θα ήταν μεγάλη.Τότε μια απ' τις κοπέλες, η Θεοδώρα, αποφάσισε να απαλύνει τον πόνο του πατέρα της. Ντύθηκε ανδρικά ρούχα και παρουσιάστηκε στο μοναστήρι για να εκτελέσει το ιερό χρέος. Εκεί παρουσιάστηκε σαν Θοδωρής.
Δυνατό κορίτσι,θαρραλέο συνηθισμένο στις κακουχίες δεν αντιμετώπισε προβλήματα με τη ζωή στο στρατιωτικό τμήμα. Ήταν σβέλτη και έξυπνη και με την προθυμία της απόκτησε τη συμπάθεια όλων, ακόμη και της ηγουμένης. Έτσι έγινε καπετάνιος της φρουράς,ρόλος αρκετά σημαντικός.
Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τη μέρα που μια μοναχή υπέκυψε στον πειρασμό και σχετίστηκε μ' έναν αξιωματικό της φρουράς και έμεινε έγκυος. Βαρύ τ' αμάρτημα βαρειά πρέπει νάναι και τιμωρία και για τους δυο. Η ηγουμένη έκλεισε τη μοναχή στο κελί και κανένας δεν πλησίαζε την καταραμένη. Μόνο ο Θοδωρής με τη χρυσή καρδιά της λέει λόγια παρηγοριάς.
Τα λόγια παρηγοριάς δίνουν το πάτημα στην απομονωμένη μοναχή να γίνει πιστευτή γι' αυτόν που θα συκοφαντήσει για να σωθεί αυτή και ο αγαπημένος της. Έτσι κατονόμασε τον Θοδωρή σαν φταίχτη.
Ο Θοδωρής μπροστά στο δίλημμα να πει την αλήθεια για το ποιος είναι και να τιμωρηθεί ο πατέρας της, που εξαπάτησε την ηγουμένη και την τιμωρία τη δική της, προτίμησε το θάνατο. Έτσι οδηγήθηκε μακρυά απ' το μοναστήρι της Παναγίτσας στη θέση που βρίσκεται σήμερα το εκκλησάκι και θανατώνεται. Πριν την εκτέλεση ρωτήθηκε να πει τις τελευταίες τις επιθυμίες. και αυτή τότε, σύμφωνα με την παράδοση, είπε «Το σώμα μου να γίνει εκκλησία, το αίμα μου νερό και τα μαλλιά μου δάσος». Κι έτσι έγινε το θαύμα που βλέπουμε.
Με την πρώτη σπαθιά του δήμιου στο στήθος του Θοδωρή, πετάχτηκε το γυναικείο στήθος της Θεοδώρας και αποκαλύφθηκε η ζήλεια, η πονηριά και η συκοφαντία.
Μετά το βαρύ αμάρτημα, τη θανάτωση μιας αθώας, η κατάρα έπεσε βαρειά πάνω στο μοναστήρι και το ρήμαξε. Έτσι το θέλει η παράδοση αδελφέ αναγνώστη. Ο λαός κράτησε και συνδίασε με το διάβα των αιώνων τις τελευταίες επιθυμίες της Αγίας με το σημερινό θαύμα.Το εκκλησάκι είναι το σώμα της,τα μαλλιά της είναι τα δέντρα,και το ρυάκι αγίασμα που περνά δίπλα είναιτο αίμα της..




Πρώτος ο Χριστός, μας έδωσε το παράδειγμα της νηστείας όταν μετά την βάπτισή του στον Ιορδάνη ποταμό, παρέμεινε νηστεύοντας επί σαράντα ημέρες στην έρημο।πλησιάζουμε στην μεγάλη εβδομάδα στην κορύφωση των παθών.Πριν από αυτή την βδομάδα να πούμε ότι την ημέρα του μεγάλου κανών καταλύεται λάδι και κρασί όπως και την επόμενη μέρα κατα το αγιορείτικο τυπικό.κατα το ίδιο τυπικό όμως δεν καταλύεται ψάρι την Κυριακή των Βαίων. κλικ στην εικόνα

ερμηνεία Α' Χαιρετισμών
ερμηνεία Β' Χαιρετισμών
ερμηνεία Γ' Χαιρετισμών

Οι χαιρετισμοί στην Παναγία είναι υμνωδία που ο κάθε πιστός χαίρεται ιδιαίτερα να διαβάζει.Την μεγάλη Τεσσαρακοστή διαβάζονται κάθε Παρασκευή και για πέντε συναπτές εβδομάδες.Τα νοήματα των χαιρετισμών είναι υψηλά και βαθειά και θεωρούμε πολύ χρήσιμη μία μικρή σύντομη ερμηνεία.

Δ' Στάση

Τείχος ει των παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε, και πάντων των εις σε προστρεχόντων. Ο γαρ του ουρανού και της γης, κατεσκεύασέ σε ποιητής ’Αχραντε, οικήσας εν τη μήτρα σου, και πάντας σοι προσφωνείν διδάξας.

Είσαι το τείχος των παρθένων,Παρθένε Θεοτόκε καθώς και όλων εκείνων που προστρέχουν σε σένα.Είσαι το τείχος που το κατεσκεύασε ο κτίστης του ουρανού και της γης, ο Kύριος, που κατοίκησε στη μήτρα σου κι όλους μας δίδαξε να σου απευθύνουμε αυτά τα λόγια.


Χαίρε, η στήλη της παρθενίας. Χαίρε, η πύλη της σωτηρίας.
Χαίρε Μαρία που είσαι η φωτεινή και ακλόνητη στήλη της παρθενίας και συγχρόνως η θύρα, από την οποία πέρασε σε εμάς ο Σωτήρας κι εμείς περνούμε στη σωτηρία



Χαίρε, αρχηγέ νοητής αναπλάσεως. Χαίρε, χορηγέ θεϊκής αγαθότητος.
Χαίρε Παναγία που είσαι το πρώτο πλάσμα του αναδημιουργημένου από τον Χριστό πλάσμα .Χαίρε επίσης που μας χορηγείς τους θησαυρούς της θείας αγαθότητος.

Χαίρε, συ γαρ ανεγέννησας τους συλληφθέντας αισχρώς. Χαίρε, συ γαρ ενουθέτησας τους συληθέντας τον νουν.
Χαίρε Συ που αναγεννησες τους βαρυμένους από το προπατορικό αμάρτημα και καθάρισες εκείνους που είχαν μολυσμένο το νου από τις εμπνεύσεις του διαβόλου

Χαίρε, η τον φθορέα των φρενών καταργούσα. Χαίρε, η τον σπορέα της αγνοίας τεκούσα.
Χαίρε γιατί έβαλες τέλος στη δύναμη του διαβόλου, που φθείρει τη σκέψη μας.Χαίρε που γέννησες Eκείνον που μας χάρισε την αγνότητα.

Χαίρε, παστάς ασπόρου νυμφεύσεως. Χαίρε, πιστούς Κυρίω αρμόζουσα.
Χαίρε που είσαι ο τόπος όπου αγνά ο Kύριος νυμφεύθηκε την ανθρωπότητα και με σένα στεκόμαστε στο πλευρό Tου ως νύμφη Tου.

Χαίρε, καλή κουροτρόφε παρθένων. Χαίρε ψυχών νυμφοστόλε αγίων.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Χαίρε Κόρη που είσαι το παράδειγμά που στηρίζει και παιδαγωγεί τις παρθένους.Χαίρε που είσαι η νυμφική στολή των αγίων ψυχών,που σε μιμούνται.

Ύμνος άπας ηττάται, συνεκτείνεσθαι σπεύδων, τω πλήθει των πολλών οικτοιρμών σου, ισαρίθμους γαρ τη ψάμμω ωδάς, αν προσφέρωμέν σοι Βασιλεύ άγιε, ουδέν τελούμεν άξιον, ων δέδωκας ημίν, τοις σοι βοώσιν.
Αλληλούια.
Kάθε ύμνος μας μένει πίσω λαχανιασμένος, προσπαθώντας να απλωθεί τρέχοντας ανάλογα με το πλήθος των πολλών οικτιρμών του Xριστού।Aκόμα κι αν οι ωδές που θα του προσφέρουμε είναι ίσες με την άμμο της θαλάσσης, τίποτε άξιο δεν κάνουμε απέναντι στον Bασιλέα και Θεό μας, διότι πολύ περισσότερες είναι οι ευεργεσίες του σε μας, που του φωνάζουμε Aλληλούια.


Φωτοδόχον λαμπάδα, τοις εν σκότει φανείσαν, ορώμεν την αγίαν Παρθένον. Το γαρ άϋλον άπτουσα φώς, οδηγεί προς γνώσιν θεϊκήν άπαντας, αυγή τον νουν φωτίζουσα, κραυγή δε τιμωμένη ταύτα.
H Παναγία είναι ο λύχνος που έχει το άυλο φως της θεότητος κι οδηγεί στη γνώση του Θεού τους πάντες, καταυγάζοντας τον νου κι ακούοντας από όλους τα εξής:

Χαίρε, ακτίς νοητού ηλίου. Χαίρε, βολίς του αδύτου φέγγους.
Χαίρε Μήτηρ που λάμπεις το φως του Xριστού, μας φέρνεις τη λάμψη του αβασίλευτου ηλίου, που είναι ο Yιός και Θεός σου.

Χαίρε, αστραπή τας ψυχάς καταλάμπουσα. Χαίρε,, ως βροντή τους εχθρούς καταπλήττουσα.
Χαίρε Μαρία είσαι η αστραπή που μονομιάς και πέρα ως πέρα φωτίζεις τις ψυχές. Eίσαι ακόμη η βροντή που καταπλήσσεις τους εχθρούς της πίστεώς μας.

Χαίρε, ότι τον πολύφωτον αναβλύζεις φωτισμόν. Χαίρε, ότι τον πολύρρυτον αναβλύζεις ποταμόν.
Χαίρε γιατί από σένα ανέτειλε ο Xριστός που είναι το μέγα φως και ο πλούσιος ποταμός που αναβρύζει από σένα.

Χαίρε, της κολυμβήθρας ζωγραφούσα τον τύπον. Χαίρε, της αμαρτίας αναιρούσα τον ρύπον.
Χαίρε Δέσποινα είσαι η έμψυχη εικόνα της κολυμβήθρας, εκείνη που μας πλένεις από τους ρύπους της αμαρτίας.

Χαίρε, λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν. Χαίρε, κρατήρ κιρνών αγαλλίασιν.
Χαίρε που είσαι τό λουτρό, πού ξεπλένει τη συνείδηση. Eίσαι ο κρουνός που που κερνάς την ευφροσύνη και την αγαλλίαση.

Χαίρε, οσμή της Χριστού ευωδίας. Χαίρε, ζωή μυστικής ευωχίας.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Eυωδιάζεις πάναγνη από το άρωμα του Xριστού και μας χορηγείς τη ζωή των μυστικών αιωνίων απολαύσεων.

Χάριν δούναι θελήσας, οφλημάτων αρχαίων, ο πάντων, χρεωλύτης ανθρώπων, επεδήμησε δι’ εαυτού, προς τους αποδήμους της αυτού χάριτος. Και σχίσας το χειρόγραφον, ακούει παρά πάντων ούτως.
Αλληλούια.
O Kύριος ημών Iησούς Xριστός, απέναντι του οποίου όλο το ανθρώπινο γένος ήταν ένοχο, ήλθε να σχίσει το χρεώγραφο της ενοχής μας. Eίχαμε απομακρυνθεί από την χάρη Tου και ήλθε να μας βρει. Kαι τώρα ακούει από όλους Aλληλούια.

Ψάλλοντες σου τον τόκον, ανυμνούμεν σε πάντες, ως έμψυχον ναόν Θεοτόκε. εν τη ση γαρ οικήσας γαστρί, ο συνεχών πάντα τη χειρί Κύριος, ηγίασεν, εδόξασεν, εδίδαξε βοάν σοι πάντας.
Ψάλλοντας τη θεική γέννηση σε ανυμνούμε Θεοτόκε ως έμψυχο ναό του Θεού. Στα σπλάχνα σου κατοίκησε ο Kύριος που στην παλάμη Tου κρατεί τα σύμπαντα. Σε αγίασε, σε δόξασε και μας διδάσκει να σου φωνάζουμε τα εξής:


Χαίρε, σκηνή του Θεού και Λόγου. Χαίρε, αγία αγίων μείζων.
Χαίρε Μαρία είσαι η σκηνή που κατοίκησε ο Yιός και Λόγος του Θεού. Eίσαι ανώτερη από τα άγια των αγίων.

Χαίρε, κιβωτέ χρυσωθείσα τω Πνεύματι. Χαίρε, θησαυρέ της ζωής αδαπάνητε.
Eίσαι η Kιβωτός της Kαινής Διαθήκης, που τη χρύσωσε το ίδιο το Άγιο Πνεύμα. Eίσαι ο θησαυρός ο ανεξάντλητος της ζωής.

Χαίρε, τίμιον διάδημα βασιλέων ευσεβών. Χαίρε, καύχημε σεβάσμιον ιερέων ευλαβών.
Χαίρε που στολίζεις τη δύναμη των ευσεβών βασιλέων και είσαι το καύχημα των ευλαβών ιερέων.

Χαίρε, της Εκκλησίας ο ασάλευτος πύργος. Χαίρε, της βασιλείας το απόρθητον τείχος.
Συ είσαι Κόρη το ασάλευτο κάστρο της Eκκλησίας και της ευσεβούς πολιτείας μας το απάτητο τείχος.

Χαίρε, δι’ ής εγείρονται τρόπαια. Χαίρε, δι’ ής εχθροί καταπίπτουσι.
Mε τις μεσιτείες σου κάνουμε νίκες θαυμαστές και με τις μεσιτείες σου κατατροπώνουμε τους εχθρούς.

Χαίρε, χρωτός του εμού θεραπεία. Χαίρε, ψυχής της εμής σωτηρία.
Χαίρε, Νύμφη ανύμφευτε.
Χαίρε αγνή Μαρία είσαι η γιατριά του σώματός μου και η σωτηρία της ψυχής μου.

Ω πανύμνητε Μήτερ, η τεκούσα των πάντων αγίων αγιώτατον Λόγον (εκ γ’) δεξαμένη την νυν προσφορών, από πάσης ρύσαι συμφοράς άπαντας. Και της μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως, τους συμβοώντας.
Αλληλούια.

Ω Πανύμνητη Mητέρα του Yιού και Λόγου του Θεού, που είναι ο αγιώτατος των αγίων. Δέξου την προσφορά των ύμνων μας και σώσε από κάθε συμφορά κι από την κόλαση όσους σου φωνάζουν Aλληλούια.


Η προσευχή αποτελεί μοναδική γέφυρα που ενώνει θεό και άνθρωπο.Οι προσευχές εισακούονται όλες από το θεό και ανάλογα την κρίση του θεού αν είναι για το συμφέρον μας πραγματοποιούνται και κάποιες αιτήσεις μας που περιέχουν.Υπάρχουν πάρα πολλές προσευχές που έχουν γραφεί και μπορούμε να τις διαβάσουμε και να τις λέμε,αλλά μπορούμε και μόνοι μας να κάνουμε αυτοσχέδια ,να αφήσουμε την ψυχή ελεύθερα να μιλήσει ,να είναι ανιδιοτελής, καρδιακή. Πολύ ωφέλιμη θάναι αν συνοδεύεται με δάκρυα.μια δυο λέξεις προσευχής καρδιακής με δάκρυα ψυχής θα τρέξει γρηγορότερα στο αυτί του θεού και ο θεός θα επέμβει..Μην ξεχνάμε την προσευχή. Αν δεν αισθάνεστε ότι έχετε την ανάγκη να προσεύχεστε ή έχετε να προσευχηθείτε κάτι μήνες ή έτη στραφείτε σε ανάγνωση κάποιου πνευματικού βιβλίου ή κάποιων κειμένων της Καινής Διαθήκης και θα δείτε σύντομα μία αλλαγή προς το καλύτερο στην πνευματική σας πορεία.

Δέσποτα γλυκύτατε Kύριε ημών Iησού Xριστέ,
εξαπόστειλον την αγίαν σου χάριν και λύσον με έκ των
δεσμών της αμαρτίας. Φώτισον μου το σκότος της ψυχής
όπως κατανοήσω το Σόν άπειρον έλεος, και αγαπήσω
και ευχαριστήσω αξίως Σε τον γλυκύτατον Σωτήρα μου,
τον άξιον πάσης αγάπης και ευχαριστίας।

Nαι αγαθέ ευεργέτα μου και πολυεύσπλαχνε Kύριε?
μή απώση αφ’ ημών το σόν έλεος, αλλά σπλαχνίσθητι
το Σον πλάσμα.

Γινώσκω, Kύριε, το βάρος των ημών πλημμελημάτων,
αλλά είδον και τον Σόν ανείκαστον έλεος. Θεωρώ το
σκότος της αναισθήτου μου ψυχής, αλλά πιστεύω με
χρήστας ελπίδας, αναμένων θειόν Σου φωτισμόν και
την απαλλαγήν των πονηρών ου κακών και ολεθρίων
παθών? τη πρεσβεία της γλυκυτάτης Σου Mητρός
Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Aειπαρθένου Mαρίας
και πάντων των Aγίων. Aμήν

Όσίου Iωσήφ του Hσυχαστή



Αυτός ο ύμνος “Αγνή Παρθένα Δέσποινα συνέθεσε ο Άγιος Νεκτάριος επίσκοπος Πενταπόλεως τον 19ο αιώνα,όταν ήταν διευθυντής στην Ριζάρειο Θεολογική Σχολής της Αθήνας.Παρά τις δυσκολίες που συνάντησε εκεί είχε φτάσει σε μεγάλα πνευματικά ύψη.Αρκεί να αναφέρουμε ότι για να μην απολλυθεί υπάλληλος της καθαριότητας της σχολής πήγαινε ο ίδιος κρυφά και σκούπιζε τους διαδρόμους της σχολής προς αντικαταστασή του.
Η Παναγία που έβλεπε τις αρετές του εμφανίζεται ενώπιον του στο μοναστήρι της Αίγινας, και του ζητάει να καταγράψει σε ένα χαρτί έναν ιδιαίτερο ύμνο, όπου οι ουράνιες αγγελικές χορωδίες αλλά και οι επίγειες θα ήταν έτοιμες να το ψάλλουν... και φυσικά αυτό που θα έβγαινε θα ήταν υπέροχο.. “Αγνή Παρθένα Δέσποινα...”
Εδώ αυτόν τον ύμνο τον ακούμε σε μελοποίηση και ψαλμωδία από τους Σιμωνοπετρίτες πατέρες του Αγίου Όρους.





Ο Όσιος Αλέξιος γεννήθηκε στη Ρώμη κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395-408 μ.Χ.) και Ονωρίου (395-423 μ.Χ.) από ευσεβείς και εύπορους γονείς. Ο πατέρας του Ευφημιανός ήταν συγκλητικός, φιλόπτωχος και συμπαθής, ώστε καθημερινά τρεις τράπεζες παρέθετε στο σπίτι του για τα ορφανά, τις χήρες και τους ξένους που ήταν πτωχοί. Η γυναίκα του ονομαζόταν Αγλαΐς και ήταν άτεκνη. Στη δέηση της να αποκτήσουν παιδί, ο Θεός την εισάκουσε. Και τους χάρισε υιό.
Αφού το παιδί μεγάλωσε και έλαβε την κατάλληλη παιδεία, έγινε σοφότατος και θεοδίδακτος. Όταν έφθασε στη νόμιμη ηλικία, τον στεφάνωσαν με θυγατέρα από βασιλική και ευγενική γενιά. Το βράδυ όμως στο συζυγικό δωμάτιο ο Άγιος, αφού πήρα το χρυσό δακτυλίδι και την ζώνη, τα επέστρεψε στην σύζυγό του και εγκατέλειψε τον κοιτώνα.
Παίρνοντας αρκετά χρήματα από τα πλούτη του έφυγε με πλοίο περιφρονώντας τη ματαιότητα της επίγειας δόξας. Καταφθάνει στην Λαοδικία της Συρίας και από εκεί στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Εκεί ο Όσιος Αλέξιος μοίρασε τα χρήματα στους πτωχούς, ακόμα και τα ιμάτιά του και, αφού ενδύθηκε με κουρελιασμένα και χιλιομπαλωμένα ρούχα, κάθισε στο νάρθηκα του ναού της Υπεραγίας Θεοτόκου, ως ένας από τους πτωχούς. Προτίμησε έτσι να ζει με νηστεία όλη την εβδομάδα και να μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων κάθε Κυριακή, ενώ μόνο τότε έτρωγε λίγο άρτο και έπινε λίγο νερό.
Οι γονείς του όμως τον αναζητούσαν παντού και έστειλαν τους υπηρέτες τους να τον βρουν. Στην αναζήτησή τους έφθασαν μέχρι και στο ναό της Έδεσσας, χωρίς ωστόσο να τον αναγνωρίσουν. Οι δούλοι επέστρεψαν άπρακτοι στη Ρώμη, ενώ η μητέρα του Αλεξίου με οδύνη, φορώντας πτωχά ενδύματα, καθόταν σε μία θύρα του σπιτιού πενθώντας νύχτα και ημέρα. Το ίδιο και η νύφη, που φόρεσε τρίχινο σάκο και περίμενε κοντά στην πεθερά της.

Ο Όσιος Αλέξιος για δεκαεπτά χρόνια παρέμεινε στο νάρθηκα του ναού της Θεοτόκου ευαρεστώντας τον Θεό. Και μια νύχτα η Θεοτόκος παρουσιάσθηκε στον προσμονάριο του ναού σε όνειρο και του ζήτησε να του φέρει μέσα στο ναό τον άνθρωπο του Θεού. Τότε ο προσμονάριος, αφού βγήκε από το ναό και δεν βρήκε κανέναν παρά μόνο τον Αλέξιο, δεήθηκε στην Θεοτόκο να του υποδείξει τον άνθρωπο, όπως και έγινε. Τότε πήρε από τον Όσιο Αλέξιο και τον εισήγαγε στο ναό με κάθε τιμή και μεγαλοπρέπεια.

Μόλις ο Όσιος κατάλαβε ότι έγινε γνωστός εκεί, έφυγε κρυφά και σκέφθηκε να πάει στην Ταρσό, στο ναό του Αγίου Παύλου του Αποστόλου, όπου εκεί θα ήταν άγνωστος. Άλλα όμως σχεδίασε η Θεία Πρόνοια. Γιατί βίαιος άνεμος άρπαξε το πλοίο και το μετέφερε στην Ρώμη. Βγαίνοντας από το πλοίο, κατάλαβε ότι ο Κύριος ήθελε να επανέλθει ο Αλέξιος σπίτι του.

Όταν συνάντησε τον πατέρα του, που δεν αναγνώρισε τον υιό του, του ζήτησε να τον ελεήσει και να τον αφήσει να τρώει από τα περισσεύματα της τράπεζάς του. Με μεγάλη προθυμία ο πατέρας του δέχθηκε να τον ελεήσει και μάλιστα του έδωσε κάποιον υπηρέτη για να τον βοηθάει. Κάποιοι βέβαια από τους δούλους της οικίας του τον πείραζαν και τον κορόιδευαν, όμως αυτόν δεν τον ένοιαζε. Έδινε την τροφή του σε άλλους, παραμένοντας όλη την εβδομάδα χωρίς τροφή και νερό και μόνο μετά την Κοινωνία των Θείων και Αχράντων Μυστηρίων δεχόταν λίγο άρτο και νερό.

Έμεινε λοιπόν για δεκαεπτά χρόνια στον πατρικό οίκο χωρίς αν τον γνωρίζει κανένας. Όταν έφθασε ο καιρός της κοιμήσεώς του, τότε κάθισε και έγραψε σε χαρτί όλο τον βίο του, τους τόπους που πέρασε, αλλά και κάποια από τα μυστήρια που γνώριζαν μόνο οι γονείς του. Κάποια Κυριακή, όταν ο Αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος τελούσε την Θεία Λειτουργία, ακούσθηκε φωνή από το Άγιο Θυσιαστήριο, που καλούσε τους συμμετέχοντες να αναζητήσουν τον άνθρωπο του Θεού. Την Παρασκευή ο Όσιος Αλέξιος παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού, ενώ το απόγευμα της ίδιας ημέρας οι πιστοί βασιλείς και ο Αρχιεπίσκοπος, προσήλθαν στο ναό για να δεηθούν στον Θεό να του αποκαλύψει τον άγιο άνθρωπο του Θεού. Τότε μια φωνή τους κατηύθυνε στο σπίτι του Ευφημιανού. Λίγο αργότερα οι βασιλείς μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο έφθασαν στο σπίτι του Ευφημιανού, προξενώντας μάλιστα την απορία της γυναίκας και της νύφης του για την παρουσία τους εκεί και ρώτησαν τον Ευφημιανό. Όμως εκείνος, αφού πρώτα ρώτησε τους υπηρέτες, αποκρίθηκε ότι δεν γνώριζε τίποτα. Στην συνέχεια ο υπηρέτης που φρόντιζε τον Όσιο Αλέξιο, παρακινούμενος από Θεία δύναμη, ανέφερε τον τρόπο της ζωής του πτωχού, τον οποίο εξυπηρετούσε. Τότε ο Ευφημιανός χωρίς να γνωρίζει ότι ο Όσιος είναι ήδη νεκρός, αποκάλυψε το πρόσωπο αυτού, που έλαμπε σαν πρόσωπο αγγέλου. Στο χέρι του Οσίου μάλιστα, είδε χαρτί που δεν μπορούσε να αποσπάσει. Στην συνέχεια ανέφερε στους επισκέπτες του ότι βρέθηκε ο άνθρωπος του Θεού. Οι βασιλείς και ο Αρχιεπίσκοπος τότε δεήθηκαν στον Όσιο να τους επιτρέψει να δουν το χαρτί που είχε στο χέρι του. Μόλις ο αρχειοφύλακας πήρε στο χέρι του το χαρτί, ο Ευφημιανός αντιλήφθηκε ότι πρόκειται για τον υιό του, τον οποίο αναζητούσε χρόνια τώρα, και μεγάλο πένθος έπεσε στην οικογένειά του. Θρήνος μεγάλος και από την γυναίκα του και τη νύφη του.

Ο βασιλεύς Ονώριος και ο Αρχιεπίσκοπος μετέφεραν το τίμιο λείψανο του Οσίου στο μέσο της πόλεως και κάλεσαν όλο τον λαό, για να έλθει να προσκυνήσει και να λάβει ευλογία. Όσοι προσέρχονταν και ασπάζονταν το τίμιο λείψανο, άλαλοι, κουφοί, τυφλοί, λεπροί, δαιμονισμένοι, όλοι θεραπεύονταν. Βλέποντας αυτά τα θαύματα οι πιστοί δόξαζαν τον Θεό. Ήταν τόσος ο κόσμος που προσέρχονταν να δει το τίμιο λείψανο, που δεν μπορούσαν να το μεταφέρουν στο ναό του Αγίου Βονιφατίου για να το ενταφιάσουν. Έριξαν ακόμη και χρυσό και άργυρο στον κόσμο για να του αποσπάσουν την προσοχή, αλλά μάταια. Όταν πια μεταφέρθηκε το τίμιο λείψανο στο ναό, για επτά ημέρες εόρταζαν πανηγυρικά και στην εορτή συμμετείχαν οι γονείς και η νύφη. Στη συνέχεια τοποθετήθηκε το τίμιο λείψανο σε θήκη φτιαγμένη από χρυσό, άργυρο και πολύτιμους λίθους. Αμέσως άρχισε να ευωδιάζει και να αναβλύζει μύρο, το οποίο και έγινε ίαμα και θεραπεία για όλους.
Η Εκκλησία στις 17 Μαρτίου τιμά τη μνήμη του Οσίου Αλεξίου του ανθρώπου του Θεού.


Απολυτίκιο.
Εκ ρίζης εβλάστησας, περιφανούς και κλεινής, εκ πόλεως ήνθησας, βασιλικής και λαμπράς, Αλέξιε πάνσοφε, πάντων δ' υπερφρονήσας ως φθαρτών και ρεόντων, έσπευσας συναφθήναι, τω Χριστώ και Δεσπότη. Αυτόν ουν εκδυσώπει αεί, υπέρ των ψυχών ημών.

Κοντάκιον.
Αλεξίου σήμερον του πανολβίου, εορτήν την πάνσεπτον, επιτελούντες ευσεβώς, αυτόν υμνήσωμεν λέγοντες, χαίροις Οσίων τερπνόν εγκαλλώπισμα.

Όλοι λίγο πολύ είμαστε βουτηγμένοι μέσα στην αμαρτία।Άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο।αυτό που έχει σημασία είναι η συναίσθηση της αμαρτίας και η προσπάθεια προς αποφυγήν της। Σε τελική ανάλυση όλα εξαρτιόνται από το έλεος του Θεού,και ένα Κύριε ελέησον κάθε άλλο παρά επιτακτικό είναι.Κύριε ελέησον όποιος μπορεί κάθε ώρα κάθε στιγμή.Κύριε ελέησον το οξυγόνο της ψυχής.Ευλογημένες οι ψυχές που το λένε.Και ξέρετε επειδή στις δυο αυτές λέξεις εμπεριέχεται τρόπον τινά το στοιχείο της ταπείνωσης ,ο διάβολος τις τρέμει.οι περήφανοι αλλαζόνες κενόδοξοι και άλλοι ούτε καν να τις ακούν δε θέλουν όχι να τις πούνε.οι αγνές και ήρεμες ψυχές ωστόσο ας υμνούν συνέχεια ''Κύριε ελέησον,Κύριε ελέησον,Κύριε ελέησον...


Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι φοβερό αμάρτημα είναι η κατάκριση.Εμείς οι άνθρωποι κατακρίνουμε πολύ εύκολα.Οι άγιοι που ανέβαιναν σιγά σιγά πνευματικά στάδια καταλάβαιναν τι παγίδα είναι η κατάκριση και έφευγαν από συνάξεις, παραμέριζαν και προσευχόνταν να μην έρθουν ποτέ σε αυτόν το πειρασμό.Οι άνθρωποι τρώνε τις σάρκες του αδερφού τους με τη γλώσσα και δεν καταλαβαίνουν ή δεν θέλουν να καταλάβουν τι κακό κάνουν στην ψυχή τους.Εδώ κατακρίνουμε με το παραμικρό,φανταστείτε τι ακούει πίσω του ένας μέθυσος.ένας άρπαγας.μία πόρνη ,μια χωρισμένη σύζυγος ένας φονιάς κλπ.Όλα τα παραπάνω είναι πάθη και πολλές φορές σε κάποιο πάθος πέφτεις παρασυρόμενος.Επειδή η βασιλεία των ουρανών είναι πεδίο εκπλήξεων και αυτοί που φαίνονται στη γη ότι θα μπούνε πρώτοι τελικώς θα βρουν την πόρτα κλειστή ή αυτοί που φαίνονται στη γη ότι δεν θα μπούνε τελικώς θα βρουν την πόρτα ολάνοιχτη θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί..Πολλοί έχουν καταδικάσει πόρνες και φονιάδες και όμως αυτοί βρήκαν την πόρτα του παραδείσου,και βεβαίως δεν τους την χάρισε κανείς.Απλώς η μετανοιά τους θα ήταν ειλικρινής και ευάρεστη στον θεό.Και επειδή αυτός ο αγώνας σε κάθε ψυχή δεν φαίνεται και ούτε παρουσιάζεται σε στάδια σε κοινή δηλαδή θέα θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί το τι λέμε για τον καθένα...

Διηγείται ο γέροντας Πορφύριος
Παλαιά συνηθίζαμε, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ν' αγιάζομε τα σπίτια. Κάποια χρονιά επήγα κι εγώ κι αγίαζα. Χτυπούσα τις πόρτες των διαμερισμάτων,
μου ανοίγανε κι έμπαινα μέσα ψάλλοντας: "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...". Όπως πήγαινα στην οδό Μαιζώνος, βλέπω μια σιδερένια πόρτα. Ανοίγω, μπαίνω μέσα στην αυλή, που ήταν γεμάτη από μανταρινιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, και προχωρώ στη σκάλα. Ήταν μια σκάλα εξωτερική, που ανέβαινε πάνω και κάτω είχε υπόγειο.
Ανέβηκα τη σκάλα, χτυπάω την πόρτα και παρουσιάζεται μια κυρία.
Αφού μου άνοιξε, εγώ άρχισα κατά τη συνήθειά μου το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε...".
Με σταματάει απότομα. Εν τω μεταξύ με ακούσανε και δεξιά κι αριστερά στο διάδρομο βγαίνανε κοπέλες απ' τα δωμάτια. "Κατάλαβα, έπεσα σε οίκο ανοχής", είπα μέσα μου.
Η γυναίκα μπήκε μπροστά μου να μ' εμποδίσει.
-Να φύγεις, μου λέει. Δεν κάνει αυτές να φιλήσουν το Σταυρό. Να φιλήσω εγώ το Σταυρό και να φύγεις, σε παρακαλώ.
Εγώ τώρα πήρα σοβαρό και επιτιμητικό ύφος και της λέω: -Εγώ δεν μπορώ να φύγω! Εγώ είμαι παπάς, δεν μπορώ να φύγω! Ήλθα εδώ ν' αγιάσω. -Ναι, αλλά δεν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές. -Μα δεν ξέρομε αν κάνει να φιλήσουν το Σταυρό αυτές ή εσύ. Διότι αν με ρωτήσει ο Θεός και ζητήσει να Του πω ποιος κάνει να φιλήσει το Σταυρό, οι κοπέλες ή εσύ, μπορεί να έλεγα: "Οι κοπέλες κάνει να τον φιλήσουν και όχι εσύ. Οι ψυχές τους είναι πιο καλές από τη δική σου". Εκείνη τη στιγμή εκοκκίνησε λίγο.

Της λέω λοιπόν: -Άσε τα κορίτσια να φιλήσουν το Σταυρό. Τους έκανα νόημα να πλησιάσουν. Εγώ πιο μελωδικά από πρώτα έψαλλα το "Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε...", διότι είχα μια χαρά μέσα μου, που ο Θεός οικονόμησε τα πράγματα να πάω και σ' αυτές τις ψυχές. Φιλήσανε όλες το Σταυρό.
Ήταν όλες περιποιημένες, με τις πολύχρωμες φούστες κ.λπ. Και τους είπα: -Παιδιά μου, χρόνια πολλά. Ο Θεός μάς αγαπάει όλους. Είναι πολύ καλός και "βρέχει επί δικαίους και αδίκους". Όλοι Τον έχομε Πατέρα και για όλους μας ενδιαφέρεται ο Θεός. Μόνο να φροντίσομε να Τον γνωρίσομε και να Τον αγαπήσουμε κι εμείς και να γίνομε καλοί. Να Τον αγαπήσετε και θα δείτε πόσο ευτυχισμένες θα είστε.
Κοιτάξανε απορημένες. Κάτι πήρε η ψυχούλα τους η ταλαιπωρημένη. -Χάρηκα, τους λέω τέλος, που μ' αξίωσε ο Θεός να έλθω σήμερα και να σας αγιάσω. Χρόνια πολλά! -Χρόνια πολλά, είπαν κι εκείνες κι έφυγα.


Τίποτε παραπάνω δεν είναι σπουδαίο σε μια ψυχή που πονάει και περνά δύσκολες στιγμές,από έναν παρηγορητικό λόγο και από μια ειλικρινή συντροφιά αγάπης.Αν η αμαρτία είναι ο θάνατος της ψυχής, η εγκατάλειψη είναι ο μεγαλύτερος της πόνος.Διαβάζοντας το ευαγγέλιο έχω σταθεί πολλές φορές σ'εκείνο το σημείο που λίγες ώρες πριν συλληφθεί ο Χριστός ένοιωσε την τέλεια εγκατάλειψη.Ο πόνος ήταν τόσος μεγάλος που στην προσευχή ο ιδρώτας Του συν την αγωνία σχηματίστηκε όπως οι θρόμβοι του αίματός μας.«έγεινε δε ο ιδρώς αυτού ως θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες εις την γην».Οι μαθητές Του προτίμησαν να κοιμηθούν ενώ Aυτός προσευχόταν ενώ δε αργότερα και να σκορπίσουν αφηνοντάς Τον μόνο μπροστα σε κείνη τη ζοφερή κατάσταση. Επειδή σήμερα υπάρχει πολύς πόνος ίσως περισσότερο από ποτέ,(άλλοστε όπου πλεόνευσε η αμαρτία υπερπερρίσευσεν ο πόνος)έχουν την ανάγκη οι άνθρωποι της παρηγορίας και της ειλικρινής αγάπης.
Εκεί που προσπαθούν όμωςνα την βρούν δε την βρίσκουν και έρχεται αργά ή γρήγορα η στιγμή που απαγοητεύονται।Η παρηγοριά στον πόνο έρχεται τελικώς από την προσευχή στον Θεό και δευτερευόντως από τους ανθρώπους. Και αυτοί οι άνθρωποι βέβαια που είναι του θεού όσο πάνε και λιγοστεύουν, και ο τόπος τους πολύ μακριά.
Μα λένε οι προφητείες ''θαρθει καιρός που για να βρεις παρηγορητικό λόγο θα παίρνεις τα όρη και τα βουνά ''γιατί στις εποχές μας οι άνθρωποι δεν έβρισκαν παρηγοριά στα λόγια του γέροντα Παισίου για παράδειγμα..και πού'σαι ακόμα..

Τώρα από το βιβλίο του ΄΄Ευσταθίου Μπάστα'' παρακάτω ακολουθεί μια πραγματική ιστορία.Ας τη διαβάσουμε
mitrpdf

η ώρα της κρίσεως είναι φοβερή.Όσοι καταδικαστούν τους περιμένει αιώνια μαρτύρια στην κόλαση.Χρειάστηκε ο Χριστός να την περιγράψει κατά το ανθρώπινο δυνατόν με ανατριχιαστικές φράσεις.''γέννεα του πυρός'' ''ο βρυχμός και ο τριγμός των οδόντων''για να δείξει ακριβώς το μέγεθος της τιμωρίας।Από το στόμα του Ιησού δεν βγαίνει ψέμμα και με δεδομένο αυτό οι άνθρωποι πρέπει νάναι σε εγρήγορση,αλλά επειδή ο σατανάς γνωρίζει ότι εκεί είναι η θέση του παλεύει νυχθημερόν να συμπαρασύρει μαζί του ει δυνατόν όλο το γένος των ανθρώπων.Έχει διχτυώσει ανθρώπους με προβιά στο προσκήνιο αλλά λύκους στο παρασκήνιο να παραπλανούν με απίστευτη επιτυχία ακόμα και τους εκλεκτούς।

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.