2010



Κάποτε τον ρώτησαν τον αββά:
-Πως μπορεί κανείς όταν τον κακολογούν και τον εξευτελίζουν να μη θυμώνει; Και αποκρίθηκε:
-Όποιος θεωρεί τον εαυτό του τιποτένιο, δεν ταράζεται, καθώς είπε και ο αββάς Ποιμήν: «Εάν εξευτελίσεις τον εαυτό σου, θα βρεις ανάπαυση».Ένας από τους αδελφούς που έμειναν μαζί μου και πήραν από μένα το μοναχικό σχήμα, μου λέει μια μέρα:
-Αββά μου, σε αγαπάω πολύ.
-Δεν βρήκα ακόμη κάποιον που να μ' αγαπάει όπως τον αγαπώ εγώ, του απάντησα.
Να, τώρα λες εσύ «σ' αγαπώ»· το πιστεύω· αν όμως γίνει κάτι πού δεν σ' αρέσει δεν θα μείνεις ο ίδιος. Ενώ εγώ ό,τι κι αν πάθω από σένα δεν μπορώ ν' απομακρυνθώ από την αγάπη σου.
Δεν πέρασε πολύς καιρός και δεν ξέρω τι του συνέβη· Άρχισε να λέει πολλά εναντίον μου, ακόμη και αισχρά λόγια. Τα μάθαινα όλα κι έλεγα στον εαυτό μου:
«Είναι καυτήρας του Ιησού, που στάλθηκε για να γιατρέψει την κενόδοξη ψυχή μου. Από κάτι τέτοιους μπορεί κανείς να βγει κερδισμένος αν βρίσκεται σε πνευματική εγρήγορση, όπως από εκείνους πού τον επαινούν ζημιώνεται. Αυτός είναι αληθινός ευεργέτης μου»!
Έλεγα μάλιστα στους αγγελιοφόρους:
-Μόνο τα φανερά μου κακά ξέρει, κι αυτά όχι όλα, αλλά ένα μικρό μέρος. Τα κρυφά όμως είναι αναρίθμητα.
Μετά από καιρό με συναντάει στην Καισαρεία. Έρχεται κατά τη συνήθεια του, με αγκαλιάζει και με καταφιλάει κι εγώ εκείνον σαν να μη συνέβη τίποτε. (Διότι κι ενώ έλεγε όλα αυτά, όταν με συναντούσε με αγκάλιαζε μ' εγκαρδιότητα κι εγώ δεν του έδειχνα καμμιάν επιφυλακτικότητα ούτε το παραμικρό σημάδι πικρίας, αν και τα μάθαινα όλα).
Αυτή τη φορά λοιπόν πέφτει στα πόδια μου και μου λέει:
-Συγχώρεσέ με, αββά μου, για τ' όνομα του Κυρίου,διότι πολλά και φοβερά είπα εις βάρος σου.
Κι εγώ καταφιλώντας τον του απάντησα χαριεντιζόμενος:
-Θυμάται η θεοφιλία σου, πάτερ, τον λόγο που μου είπες κάποτε; Ας πληροφορηθεί λοιπόν η καρδιά σου ότι τίποτε δεν αγνοώ από όσα έχεις πει, αλλά όλα τα έμαθα και που και σε ποιους τα είπες. Δεν είπα όμως ποτέ ότι δεν είναι έτσι, ούτε με έπεισε κανείς να πω κάτι εις βάρος σου. Δεν παρέλειπα ποτέ να σε μνημονεύω στις προσευχές μου και θα σου φέρω ένα τεκμήριο αγάπης: Κάποτε πόνεσε πολύ το μάτι μου· τότε σ' έφερα στο νου μου και σταυρώνοντας το είπα: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, με τις ευχές του αδελφού, θεράπευσέ με». Και αμέσως γιατρεύτηκα!
θυμήθηκε τότε ο μακάριος κάποιον αββά πραότατο, που για τη μεγάλη του αρετή και τα θαυμαστά σημεία που επιτελούσε, όλη η χώρα τον τιμούσε σαν άγγελο θεού:
Μια μέρα πήγε κάποιος παρακινημένος από τον πονηρό και τον έβρισε βαρειά μπροστά σε όλους. Ό γέροντας στεκόταν προσέχοντας τον μέσα στο στόμα και λέγοντας:
-Χάρη θεού στο στόμα σου αδελφέ.
-Ναι, φαύλε, γεροφαγά!...συνέχιζε μανιασμένος εκείνος. Αυτά τα λες για να φανείς στους άλλους πράος.
-Πράγματι, αδελφέ μου, παραδέχτηκε ο γέροντας, αυτό που λες είναι αληθινά. Μετά το επεισόδειο τον ρώτησε κάποιος:
-Δεν ταράχτηκες καθόλου καλόγερε;
-Όχι! αποκρίθηκε. Αλλά ένιωθα σαν να σκέπαζε την ψυχή μου ο θεός. Όταν ήμουν σ' ένα μοναστήρι της Τύρου πριν βγω στην έρημο μας επισκέφθηκε ένας ενάρετος γέροντας την ώρα που διαβάζαμε τα «Αποφθέγματα των αγίων Γερόντων».Διαβάζοντας φθάσαμε στον ασκητή εκείνο προς τον οποίο πήγαν οι λησταί και του είπαν:
-θέλουμε όλα όσα έχεις στο κελί σου. Κι εκείνος απάντησε:
-Όσα σας φαίνονται καλά, παιδιά μου, πάρτε τα.
Τα πήραν λοιπόν όλα και έφυγαν. Άφησαν μόνο ένα σκαλιστήρι. Το παίρνει αμέσως ο γέροντας και τρέχει πίσω τους φωνάζοντας:
-Παιδιά, πάρτε αυτό πού ξεχάσατε.
Οι λησταί τότε, θαυμάζοντας την ανεξικακία του, τα επέστρεψαν όλα στο κελί του και μετανοημένοι είπαν μεταξύ τους:
-Πραγματικά ο άνθρωπος αυτός είναι του θεού... Μόλις λοιπόν το διαβάσαμε αυτό, μου λέει ο επισκέπτης μας γέροντας:
-Ξέρεις, Άβα μου, αυτά το περιστατικό πολύ με ωφέλησε.
-Πώς, πάτερ; τον ρώτησα εγώ. Και μου διηγήθηκε:
-Κάποτε που έμενα στα μέρη του Ιορδάνη, τα διάβασα, θαύμασα τον γέροντα κι έλεγα:
«Κύριε, Συ που με αξίωσες να έλθω στα σχήμα των αγίων αυτών γερόντων, αξίωσέ με ν' ακολουθήσω και τα ίχνη τους».Καθώς λοιπόν είχα τούτο τον πόθο, μετά δυο μέρες φθάνουν λύστε. Μόλις χτύπησαν την πόρτα και κατάλαβα ότι ήταν λύστε, είπα: «Δόξα τω θεώ, τώρα είναι καιρός να δείξω τον καρπό του πόθου μου». Άνοιξα και τους δέχθηκα με ιλαρότητα. Άναψα ένα λυχνάρι και άρχισα να τους δείχνω τα πράγματα λέγοντας:
-Μην ανησυχείτε. Πιστεύω ότι με τη χάρη του Κυρίου δεν θα σας κρύψω τίποτε.
-Έχεις χρυσάφι; με ρωτούν.
-Ναι, έχω τρία νομίσματα.
Και άνοιξα μπροστά τους ένα κουτί. Τα πήραν κι έφυγαν με ειρήνη.
Τότε εγώ συνεχίζει ο Αββάς Ζωσιμάς αστειευόμενος του είπα:
-Γύρισαν, όπως και στον γέροντα; Μου απαντάει αμέσως:
-Ο θεός να μην το δώσει, γιατί εγώ δεν ήθελα να επιστρέψουν. Ο μακάριος Σέργιος μου διηγήθηκε τα εξής: Βαδίζαμε κάποτε μ' έναν άγιο γέροντα και χάσαμε τον δρόμο. Χωρίς να ξέρουμε που πάμε, βρεθήκαμε σ' ένα σπαρμένο χωράφι και πατήσαμε κατά λάθος λίγα σπαρτά. Μόλις μας αντιλήφθηκε ο γεωργός, οργίσθηκε πολύ κι άρχισε να μας βρίζει:
-Μοναχοί είστε σεις; Αν φοβόσαστε τον θεό, δεν θα το κάνατε αυτά! Τότε μας λέει ο άγιος:
-Για το όνομα του Κυρίου, μη μιλήσει κανείς. Και είπε στον γεωργό με πραότητα:
-Καλά λες παιδί μου! Αν είχαμε φόβο θεού, δεν θα το κάναμε.
Εκείνος όμως συνέχισε να βρίζει αγριεμένος.
Ο γέροντας πάλι παραδέχθηκε: -Έχεις δίκιο· αν είμαστε πραγματικοί μοναχοί, δεν θα σου κάναμε τέτοια ζημιά! Αλλά, για τον Κύριο, συγχώρεσέ μας, σε παρακαλούμε, που αμαρτήσαμε.
Έκπληκτος τότε πια εκείνος ρίχνεται στα πόδια του γέροντα λέγοντας:
-Συγχώρεσέ με συ, αββά, για τον Κύριο, και πάρε με μαζί σου. Και ο μακάριος Σέργιος με βεβαίωσε:
-Πραγματικά μας ακολούθησε κι έλαβε το μοναχικό σχήμα.
Και τόνιζε ο αββάς Ζωσιμάς:
Να τι κατόρθωσε μετά τον θεό η πραότητα και η ειλικρινής ομολογία του αγίου: Να σώσει ψυχή πλασμένη «κατ' εικόνα» θεού, που την προτιμάει ο Κύριος περισσότερο από μύριους κόσμους με όλα τα αγαθά τους!...*
Μου διηγήθηκε ένας αγαπητός αδελφός τα ακόλουθα:
Είχαμε πολλή αγάπη με κάποιο διάκο της λαύρας του αββά Γερασίμου στον Ιορδάνη. Κάποτε όμως, χωρίς να ξέρω για ποιο λόγο, άρχισε να μου φέρεται ψυχρά. Τον ρώτησα να μάθω την αιτία και μου είπε· «αυτό κι αυτό έκανες». Εγώ τον βεβαίωνα ότι δεν συνέβη τίποτε τέτοιο, μα εκείνος μου απάντησε:
-Συγχώρεσέ με, αλλά δεν πείθομαι ότι είναι έτσι που τα λες.
Γυρίζοντας στα κελί μου άρχισα να ερευνώ τη συνείδηση μου, αν είχα κάνει κάτι τέτοιο, αλλά δεν εύρισκα.
Η ψυχρότητα όμως με τον διάκο συνεχιζόταν. Τότε θυμήθηκα τα λόγια των αγίων Πατέρων και στρέφοντας
λίγο τον λογισμό μου λέω στον εαυτό μου:
«Ο διάκονος με αγαπάει γνήσια και γι' αυτά πήρε το θάρρος να μου φανερώσει ό,τι είχε η καρδιά του για μένα, ώστε να μην τα ξανακάνω. Αλλά εσύ άθλια ψυχή λες· «δεν το έκανα αυτό». Μύρια κακά έχεις διαπράξει και τα έχεις λησμονήσει. Που είναι όσα έκανες χθες ή πριν δέκα μέρες; Τα θυμάσαι; Κι αυτό λοιπόν το έκανες, όπως κι εκείνα, και το ξέχασες, όπως κι εκείνα».
Με τέτοιο λογισμό σηκώθηκα και πήγα να του βάλω μετάνοια. Χτύπησα την πόρτα. Μόλις όμως άνοιξε, μου έβαλε πρώτος εκείνος μετάνοια λέγοντας:
-Συγχώρεσέ με, αδελφέ, γιατί με εξαπάτησαν οι δαίμονες και σε υποψιάσθηκα άδικα για κείνη την περίπτωση. Με πληροφόρησε όμως ο θεός ότι πραγματικά εσύ ήσουν αθώος.
Και δεν με άφησε να του πω τίποτε, επιμένοντας ότι δεν υπάρχει πια λόγος.
θαύμαζε την ευσπλαγχνία των αγίων ακόμη και σ' όσους τους αδικούσαν και διηγήθηκε το ακόλουθο διδακτικό γεγονός, όπως του το περιέγραψε κάποιος ηγούμενος:
Κοντά στα κοινόβιο μας ασκήτευε ένας γέροντας με αγαθότατη ψυχή. Μια φορά που απουσίασε, κάποιος γείτονας του μοναχός πήγε στο κελί του και του πήρε όλα τα σκεύη και τα βιβλία. Όταν γύρισε ο γέροντας και δεν βρήκε τα πράγματα του, πήγε ανυποψίαστος να το πει στον αδελφό. Βρίσκει λοιπόν εκεί όλα τα σκεύη του μέσ' στη μέση, γιατί ο άλλος δεν είχε προλάβει να τα κρύψει.
Ο γέροντας μη θέλοντας να τον ντροπιάσει ούτε να τον ελέγξει, προσποιήθηκε αμέσως ότι τον πόνεσε η κοιλιά και βγήκε γρήγορα στο αναγκαίο, ώσπου να κρύψει ο αδελφός τα σκεύη. Όταν επέστρεψε ο γέροντας, άρχισε να συζητάει για άλλα θέματα και για την κλοπή δεν του ανέφερε τίποτε.
Μετά από λίγες μέρες όμως άλλοι αναγνώρισαν τα κλεμμένα σκεύη κι έβαλαν τον κλέφτη φυλακή, χωρίς να τα μάθει ο ίδιος ο γέροντας. Όταν αργότερα πληροφορήθηκε ότι ο αδελφός είναι στη φυλακή, λυπήθηκε πολύ δεν ήξερε όμως για ποιαν αιτία φυλακίσθηκε. Ήρθε λοιπόν σε μένα συνεχίζει ο ηγούμενος και μου λέει:
-Κάνε αγάπη, αββά, δος μου λίγα αυγά και λίγο άσπρο ψωμί.
-Ασφαλώς θα έχεις κάποιο φιλοξενούμενο σήμερα, του είπα.
-Ναι, μου απάντησε.
Στην πραγματικότητα τα ήθελε για να τα πάει στη φυλακή και να παρηγορήσει λίγο τον αδελφό. Μόλις τον είδε εκείνος, πέφτει στα πόδια του λέγοντας:
-Για σένα είμαι εδώ, αββά, γιατί εγώ έκλεψα τα πράγματα σου. Αλλά να, τα βιβλίο σου είναι στον τάδε, το ιμάτιό σου στον δείνα...
-Ας πληροφορηθεί η καρδιά σου, τέκνο, του είπε ο γέροντας, ότι δεν ήρθα εδώ γι' αυτό, ούτε έμαθα ολότελα ότι είσαι στη φυλακή εξ αίτιας μου, αλλά όταν άκουσα πως είσαι εδώ, λυπήθηκα και ήρθα να σε παρηγορήσω
-Να, δες και τ' αυγά και το ψωμί τώρα όμως που το μαθαίνω, θα κάνω τα παν, ώσπου να σε βγάλω απ' τη φυλακή. Πράγματι πήγε και παρακάλεσε μερικούς μεγάλους που τους ήταν γνωστός για την αρετή του κι αυτοί
έστειλαν και τον ελευθέρωσαν.Είχαν να λένε πάλι για τον ίδιο γέροντα ότι πήγε κάποτε στην αγορά και αγόρασε ένα ιμάτιο. Έδωσε ένα χρυσό νόμισμα κι έπρεπε να συμπληρώσει ακόμη μερικά κέρματα. Κάθησε πάνω στο ιμάτιο και άρχισε να μετράει στον πάγκο.Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε ότι κάποιος προσπαθούσε να του κλέψει το ιμάτιο. Μόλις το κατάλαβε ο γέροντας όντας στο έπακρο σπλαγχνικός λίγο λίγο ανασηκωνόταν, τάχα για να φτάνει τα κέρματα στον πάγκο, ώσπου ο άλλος πήρε το ιμάτιο κι έφυγε.
Και έλεγε ο μακάριος Ζωσιμάς:
Πόση αξία είχαν τα σκεύη ή το ιμάτιο που έχασε; Αλλά η προαίρεση του ήταν μεγάλη. Απόδειξη ότι κι όταν του τα πήραν, έμεινε ο ίδιος: ούτε λυπημένος, ούτε ταραγμένος.
Ας αγωνισθούμε λοιπόν κι εμείς αδελφοί, να μιμηθούμε τους αγίους Πατέρες, ώστε να φέρουμε καρπούς πνευματικούς κι έτσι να κερδίσουμε τα αιώνια αγαθά, «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Αμήν.

(αββά Ζωσιμά )


Τα χαρίσματα του αγίου πνεύματος που είναι και αστείρευτα πλαισιώνουν περίσσεια γέροντες και ασκητές της ερήμου.Ωφελείται πολύ κάποιος πνευματικά διαβάζοντας συμβουλές και πρακτικές περισσότερο από την τόσο μα τόσο απλή ζωή τους.Κάνουν πράγματα στη ζωή τους που για μας, μας φαίνονται βουνό.Αλήθεια βέβαια είναι ότι στον κόσμο που ζούμε θέλει άσκηση για να αποκτήσουμε τέτοιες αρετές.Αλήθεια βέβαια ακόμα είναι ότι σε μερικές απ'αυτές τις αρετές για να τις αποκτήσεις δεν χρειάζεται άσκηση αλλά θέληση.Αλλά υπάρχει θέληση γι αυτήν την θέληση είναι το ερώτημα..Σε κάθε περίπτωση πάντως κερδισμένος θα βγει οποιοσδήποτε που θα πέσει πάνω σε συμβουλές γερόντων και ασκητών διότι από αυτούς ωφέλιμα πράγματα θα οικοδομήσει,και γιατί όχι στην πορεία της ζωής του να τα τηρήσει..Στην σημερινή εγγραφή ας διαβάσουμε κάτι από την ζωή δυο μεγάλων ασκητών.

Κοντά σ' έναν αγιώτατο ασκητή κατοικούσε κάποιος μοναχός κακότροπος. Μια φορά λοιπόν που απουσίαζε ο ασκητής, μπήκε ο γείτονας στο κελί του και του πήρε όλα τα πράγματα. Όταν γύρισε ο γέροντας και δεν τα βρήκε, πήγε ανυποψίαστος να το πει στον αδελφό. Βρίσκει λοιπόν εκεί, μέσ' στη μέση, όλα τα κλεμμένα, γιατί εκείνος δεν είχε προλάβει να τα κρύψει! Ο γέροντας, μη θέλοντας να τον ντροπιάσει ούτε να τον ελέγξει, προσποιήθηκε αμέσως ότι τον πόνεσε η κοιλιά και βγήκε γρήγορα έξω, ώσπου να τα κρύψει ο αδελφός. Όταν επέστρεψε, άρχισε να συζητά για άλλα θέματα. Για την κλοπή δεν του ανέφερε τίποτε.
Όμως σε λίγες μέρες άλλοι αναγνώρισαν τα κλεμμένα κι έκλεισαν τον κλέφτη στη φυλακή, χωρίς να το μάθει ο γέροντας. Αργότερα πληροφορήθηκε ότι ο αδελφός είναι στη φυλακή και λυπήθηκε πολύ. Δεν ήξερε όμως για ποια αιτία φυλακίστηκε. Πήγε λοιπόν στον ηγούμενο του γειτονικού κοινοβίου και τον παρακάλεσε:
-Κάνε αγάπη, αββά, και δος μου λίγα αυγά και λίγο άσπρο ψωμί.
-Ασφαλώς θα έχεις κάποιο φιλοξενούμενο σήμερα, του είπε εκείνος.
-Ναι, απάντησε ο γέροντας, θέλοντας να κρύψει τον σκοπό του.Στην πραγματικότητα τα ήθελε για να τα πάει στη φυλακή και να παρηγορήσει λίγο τον αδελφό. Μόλις τον είδε εκείνος, πέφτει στα πόδια του λέγοντας:
-Για σένα είμαι εδώ, αββά, γιατί εγώ έκλεψα τα πράγματά σου. Αλλά να το βιβλίο σου είναι στον τάδε, το ράσο σου είναι στον δείνα...
-Μάθε παιδί μου, του είπε ο γέροντας, ότι δεν ήρθα γι' αυτό. Ούτε καν ήξερα ότι είσαι στη φυλακή εξ αιτίας μου, αλλά όταν άκουσα πως είσαι εδώ, λυπήθηκα και ήρθα να σε παρηγορήσω. Να, κοίταξε, σου έφερα αυγά και ψωμί. Τώρα όμως που έμαθα την αιτία, θα κάνω το παν για να σε βγάλω από τη φυλακή.Πράγματι, πήγε και παρακάλεσε μερικούς άρχοντες, που τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν για την αρετή του, κι εκείνοι τον ελευθέρωσαν.
( Αββάς Ζωσιμάς)
Η μακροθυμία του οσίου
Την περίοδο που ο όσιος Δωρόθεος διακονούσε στο νοσοκομείο της μονής του αββά Σερίδου στη Γάζα, κάποιος αδελφός τον έβρισε χωρίς καμία αφορμή. Ο όσιος δεν παραπονέθηκε καθόλου. Δεν του είπε ούτε μία λέξη!
Ο ηγούμενος Σέριδος πληροφορήθηκε για τη συμπεριφορά του αδελφού και θέλησε να τον τιμωρήσει.
Τότε ο ανεξίκακος όσιος Δωρόθεος έπεσε στα πόδια του λέγοντας:
- Μη, γέροντά μου... Μη, για την αγάπη του Χριστού... Εγώ έσφαλα. Δεν φταίει ο αδελφός! Άλλοτε, μερικοί αδελφοί έρχονταν κάθε μέρα και τίναζαν τις γεμάτες κοριούς ψάθες τους μπροστά στο κελί του οσίου Δωροθέου. Από την ανυπόφορη ζέστη οι κοριοί ήταν αναρίθμητοι και δεν προλάβαινε να τους σκοτώνει. Πήγαινε το βράδυ κατάκοπος από το διακόνημα του νοσοκόμου, να κοιμηθεί, και μαζεύονταν όλοι πάνω του. Από την πολλή κόπωση τον έπαιρνε ο ύπνος και ξυπνούσε με το σώμα καταφαγωμένο.Ποτέ όμως δεν είπε σε κανένα από τους αδελφούς: «Μην κάνεις έτσι», ή «Σταμάτα να μ' ενοχλείς», ή «Γιατί το κάνεις αυτό; ».
Ποτέ δεν παραπονέθηκε σε κανένα! Ούτε είπε κάτι που θα υποτιμούσε ή θα πλήγωνε κάποιον!
(Αββάς Δωρόθεος)


Στον Ιερό ναό του Τιμίου Σταυρού της Λαύρας του αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι, στην Πετρούπολη της Ρωσίας, συνέβη κάποτε το ακόλουθο συγκλονιστικό περιστατικό:
Στη διάρκεια μιας θείας λειτουργίας, ο λειτουργός αρχιερέας Στέφανος, αφού διάβασε την ευχή«Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ...» σήκωσε το κάλυμμα του αγίου ποτηριού κι έμεινε σαν αποσβολωμένος.
Είδε μέσα σάρκα και αίμα ανθρώπινα!
Γύρισε τότε στο διάκονο, τον κατοπινό στάρετς Σαμψών(1979), και του είπε: "Βλέπεις, πάτερ"; τι να έκαναν;...
Ο επίσκοπος αφού τοποθέτησε το άγιο ποτήριο στην αγία τράπεζα, γονάτισε και ικέτεψε τον Κύριο' να κάνει έλεος.
Πώς θα μετέδιδε σάρκα ανθρώπινη στους πιστούς; Ποιος θα την έπαιρνε;
Αφού προσευχήθηκε για ένα τέταρτο με υψωμένα τα χέρια, ξανακοίταξε στο άγιο ποτήριο.
Η σάρκα και το αίμα είχαν γίνει ψωμί και κρασί. Έτσι βγήκε και κοινώνησε τούς πιστούς.
Όσοι κληρικοί πληροφορήθηκαν το θαύμα, είπαν ότι το επέτρεψε ο Θεός για να ενισχυθεί η πίστη τους.
Ο διάκονος Σαμψών μάλιστα, πού κρατούσε το άγιο ποτήριο, ομολόγησε ότι από το γεγονός αυτό πήρε ξεχωριστή δύναμη και παρηγοριά.
Πίστεψε απόλυτα και αναμφίβολα πως η θεία Ευχαριστία είναι αυτό το τίμιο Σώμα και Αίμα του Σωτήρος.
Πείστηκε ο ίδιος, αλλά το διέδωσε και σε άλλους, για να πάρουν όλοι, όσοι θα το μάθαιναν, δύναμη και χαρά. το σημείο αυτό ήταν ακόμα, όπως είπε, μία αφορμή για ν' αποκτήσουν περισσότερη ταπείνωση οι κληρικοί και νά συνειδητοποιήσουν την αναξιότητά τους.


Κάποιος κάποτε ρώτησε τον απλοικό πατέρα Ευμένιο.Εφημέριο στο Αεπροκομείο Αθηνών αν έχει δει τον Θεό; Και ο π. Ευμένιος απάντησε πολύ σοφά: «Τον Θεό; Δηλαδή πρέπει να δούμε τον Θεό; Αφού αισθανόμαστε ότι είμαστε του Θεού, τι μεγαλύτερο πράγμα θέλουμε. Αυτό δεν είναι απαραίτητο. Απαραίτητο είναι να αγαπούμε τον Θεό. 'Οταν δεν αγαπούμε τον Θεό. και όλα να τα βλέπουμε. τίποτε δεν έχουμε. Το μεγάλο πρόβλημα είναι να αγαπούμε τον Θεό. Αυτό είναι το πιο σημαντικό. Βλέπουμε ότι επιτρέπει ο θεός να δούμε. Αλλά να αγαπούμε τον Θεό. δεν υπάρχει μεγαλύτερο από αυτό. «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες», δεν είπε ο Κύριος στον Απόστολο Θωμά; Πρέπει να δούμε; Αφού είναι η Χάρις μέσα μας, τι άλλο πρέπει να δούμε μεγαλύτερο; Οταν είμαστε στο θείο, είναι ολόκληρη η χάρις του θεού μέσα μας. Και αισθανόμαστε σαν να κατοικεί ολόκληρος η Θεότης μέσα μας. Τι άλλο μεγαλύτερο πρέπει να δούμε, δηλαδή;


1 «Τέκνον, ει προσέρχη δουλεύειν Κυρίω θεώ, ετοίμασον την ψνχήν σου εις πειρασμόν» (Σ. Σειράχ 2, 1). Παιδί μου, εάν προσέρχεσαι να υπηρέτησεις τον Κύριο, ετοίμασε τον εαυτό σου για διάφορες δοκιμασίες.
2 «Εμβλέψατε εις αρχαίας γενεάς και ίδετε τις ενεπίστευσε Κυρίω και κατησχύνθη, ή τις ενέμεινε τω φόβω αυτού και εγκαταλείφθη; ή τις επεκαλέσατο αυτόν, και υπερείδεν αυτόν;» (Σοφ. Σειράχ 2, 10). Παρατηρείστε στις αρχαίες γενεές των ανθρώπων και δέστε ποιος από εκείνους που εμπιστεύθηκαν τον εαυτόν τους στον Κύριο ντροπιάστηκε; ή ποιος έμεινε σταθερός στον σεβασμό προς Αυτόν και εγκαταλείφθηκε από Εκείνον; ή ποιος παρακάλεσε τον Κύριο και ο Κύριος του έδειξε αδιαφορία και εγκατάλειψη;
3 «Πειρατήριόν εστίν ο βίος ανθρώπου επί της γης», λέει η Αγία Γραφή (Ιώβ 7, 1). Η ζωή μας επάνω στην γη είναι στάδιο αγώνων.
4 «Αγαθόν μοι, ότι εταπείνωσάς με, όπως αν μάθω τα δικαιώματά σου» (Ψαλ. 118, 71). Ήταν ευεργετικό, σωτήριο για μένα το ότι με εταπείνωσες με τις θλίψεις, για να μάθω τις εντολές Σου.
5 «Εν τω θλίβεσθαί με εκέκραξα και εισήκουσέ μου» (Ψαλμ. 113, 1). Όταν βρισκόμουν μέσα στις θλίψεις, εκραύγασα δυνατά και ο Κύριος με άκουσε.
6 «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. 5, 4). Μακάριοι είναι όσοι πενθούν (για τις αμαρτίες τους και για το κακό που επικρατεί στον κόσμο) διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από τον θεό.
7 «Στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7, 14). Είναι στενή η πύλη και δυσκολοπερπάτητος ο δρόμος που οδηγεί στην αιώνια ζωή.
8 «Ο γαρ ζυγός μου χρηστός και το φορτίον μου ελαφρόν εστί» (Ματθ. 11, 30),μας εβεβαίωσε ο κύριος που σημαίνει: ο δικός μου ζυγός είναι καλός, χρήσιμος, και το φορτίο που σας αναθέτω είναι ελαφρό.
9 «Και ιδού εγώ μεθ' ημών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντέλειας του αιώνος. Αμήν» (Ματθ. 28, 20). Και να, εγώ θα είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες, μέχρις ότου λάβει τέλος ο αιώνας αυτός αμήν. Δηλαδή πάντοτε. Άλλωστε ο Κύριος είναι ο Εμμανουήλ, που σημαίνει ο θεός είναι μαζί μας.
10 «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε αλλά θαρσείτε, εγώ νενίκηκα τον κόσμον» (Ιωάν. 16, 33). Στον κόσμο αυτό θα έχετε θλίψη, αλλά έχετε θάρρος, Εγώ (δηλαδή ο Κύριος και ο θεός) έχω νικήσει τον κόσμο.
11 «Δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την βασιλείαν του θεού» (Πράξ. 14, 22). Δια μέσου πολλών θλίψεων θα μπούμε στην Βασιλεία των ουρανών.
12 «Καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες δη η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα» (Ρωμ. 5, 3-4). Καυχώμεθα και για τις θλίψεις, επειδή γνωρίζουμε καλά, ότι η θλίψη σιγά - σιγά εργάζεται το αγαθό της υπομονής, η δε υπομονή δοκιμασία, και η δοκιμασμένη αρετή, φέρνει την σταθερή ελπίδα στον θεό.
13 «Λογίζομαι γαρ ότι ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρόν προς την μέλλουσαν δάξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. 8, 18). Διότι φρονώ, ότι τα όσα υποφέρουμε κατά το διάστημα της πρόσκαιρης ζωής δεν είναι άξία να συγκριθούν προς την δόξα, που μέλλει να αποκαλυφθεί και δοθεί σε εμάς.
14 «Οίδαμε δε ότι τοις αγαπώσι τον θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. 8, 28). Γνωρίζουμε ότι σε εκείνους που αγαπούν τον θεό όλα συνεργούν για το καλό τους.
15 «Τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτερούντες» (Ρωμ. 12, 12). Έχοντες την ελπίδα σας στον θεό, να χαίρετε στην θλίψη να δείχνετε υπομονή, καρτερία να επιμένετε με ζήλο στην προσευχή.
16 «Πιστός ο θεός, ος ουκ εάσει υμάς πειρασθήναι υπέρ ο δύνασθε, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμοί και την έκβασιν του δύνασθαι υμάς υπενεγκείν» (Α' Κορινθ. 10, 13). Είναι αξιόπιστος ο θεός, ο Οποίος δεν θα σας αφήσει να πειρασθείτε περισσότερο από την δύναμή σας, αλλά μαζί με τον πειρασμό θα δώσει και διέξοδο, ώστε να βγείτε από τον πειρασμό και θα σας δώσει την δύναμη να τον υπομείνετε.
17 «Υμίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού, ου μόνον το εις αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ αυτού πάσχειν» (Φιλ. 1, 29). Σε σας δόθηκε το χάρισμα όχι μόνο να πιστεύετε στον Χριστό, αλλά και να υποφέρετε γι' αυτόν.
18 «Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε τούτο γαρ θέλημα θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς» (Α' θεσσ. 5, 16-18). Πάντοτε και σε όλες τις καταστάσεις της ζωής σας να χαίρετε. Συνέχεια και αδιάλειπτα να προσεύχεσθε στον θεό. Δια κάθε τι, είτε ευχάριστο είτε δυσάρεστο, να ευχαριστείτε τον θεό, διότι αυτό είναι το θέλημα του θεού, όπως το φανέρωσε ο Ιησούς Χριστός σε σας δια μέσου του κηρύγματός μας.
19 «Ον γαρ αγαπά Κύριος παιδεύει, μαστιγοί δε πάντα υιόν ον παραδέχεται» (Εβρ. 12, 6). Διότι εκείνον που αγαπά ο Κύριος, τον παιδαγωγεί δια μέσου των θλίψεων μαστιγώνει δε με δοκιμασίες κάθε υιό, που δέχεται κοντά του ως δικόν του.
20 «Πάσαν χαράν ηγήσασθε, αδελφοί μου, όταν πειρασμοίς περιπέσητε ποικίλοις, γινώσκοντες ότι το δοκίμων υμών της πίστεως κατεργάζεται υπομονήν...» (Ιακ. 1, 2-3). Κάθε χαρά να αισθάνεσθε, αδελφοί μου, όταν πέσετε μέσα σε διάφορους πειρασμούς δοκιμασιών και θλίψεων, γνωρίζοντας ότι η δοκιμασία της πίστεως σας, που υπομένετε για τον Χριστό, επεξεργάζεται μέσα σας το αγαθό της υπομονής.




1. Της γαστριμαργίας
2. Της πορνείας
3. Της φιλαργυρίας
4. Της οργής
5. Της λύπης
6. Της ακηδίας
7. Της κενοδοξίας
8. Της υπερηφάνειας.
Το να μας παρενοχλούν ή να μην μας παρενοχλούν οι οκτώ αυτοί εμπαθείς λογισμοί, αυτό δεν είναι στην εξουσία μας.
Το να επιμένουμε όμως σε αυτούς ή να μην επιμένουμε, να κινούμε τα πάθη ή να μην τα κινούμε, αυτό είναι στην εξουσία μας. Η κατάργηση των οκτώ παθών ας γίνεται με τον εξής τρόπο. Με την εγκράτεια καταργείται η γαστριμαργία. Με τον Θείο πόθο και την επιθυμία των μελλόντων αγαθών καταργείται η πορνεία.
Με την συμπάθεια προς τους φτωχούς καταργείται η φιλαργυρία. Με την αγάπη και την καλοσύνη προς όλους,καταργείται η οργή. Με την πνευματική χαρά καταργείται η κοσμική λύπη. Με την υπομονή την καρτερία και την ευχαριστία προς τον θεό καταργείται η ακηδία. Με την κρυφή εργασία των αρετών και την συνεχή προσευχή με συντριβή καρδιάς, καταργείται η κενοδοξία. Με το να μην κρίνει κανείς τον άλλο, ή να τον εξευτελίζει, όπως έκανε ο αλαζόνας Φαρισαίος, αλλά να νομίζει τον εαυτό του τελευταίο από όλους καταργείται η υπερηφάνεια.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ


Γεννήθηκε από βαρβάρους
Ο Άγιος Χριστόφορος είναι ένας από τους δημοφιλέστερους μάρτυρας. Τον αγαπούν και τον τιμούν σ' Ανατολή και Δύση. Κατέχει σπουδαία θέση εις το Αγιολόγιο της Εκκλησίας μας.
Και όμως.Τίποτε δεν έδειχνε, ότι ο άνθρωπος αυτός θα γίνει μια μέρα σπουδαίος, μεγάλος και άγιος. Όλα του ήταν αντίξοα από τα μικρά του χρόνια. Γεννήθηκε περί το 200 μ.Χ., σε μια βάρβαρη χώρα της Ανατολής και της Ασίας. Γεννήθηκε και από μια φυλή ανθρωποφάγων που όταν πιάνανε τον αδύνατον, τον τεμαχίζανε, του ρουφούσαν το αίμα σαν γάλα, του έψηναν τις σάρκες και τις τρώγανε με μεγάλη ευχαρίστηση.
Αυτός μάλιστα είχε προικισθεί και με σώμα αθλητικών διαστάσεων. Ήταν γιγαντόσωμος. Ήταν όμως και πολύ άσχημος. Γι' αυτό και τον ονόμασαν Ρέπροβο, που σημαίνει, κακομούτρης δηλ. σκυλομούρης «κυνοπρόσωπος».
Και όμως. -Είχε στο βάθος καλή καρδιά και γι' αυτό ο θεός τον καθοδήγησε να γνωρίσει τον Χριστόν και να μάθει την Αλήθεια του Ευαγγελίου.Και ιδού πώς:
Πως γνώρισε. τον Βασιλέα χριστό,
Επειδή είχε μεγάλη σωματική δύναμη, ξεκίνησε προς Δυσμάς για να βρει κανένα Βασιλέα ή άρχοντα να τον υπηρετήσει ως σωματοφύλακας του Τότε υπήρχαν κατά τόπους πολλοί ηγεμόνες και βασιλείς και σε ένα τέτοιον, ασφαλώς θα ήταν χρήσιμος. Ήθελε να βρει τον πιο μεγάλον.Καθ' οδόν όμως σε ένα ερημικό μέρος βρήκε ένα γέροντα.
Ήτανε Ασκητής. Ο Ασκητής τον καλοδέχθηκε και τον φιλοξένησε με τα φτωχικά του μέσα. Του έκαμε εντύπωση η καλοσύνη και η αγάπη του Ασκητού.Στη συζήτηση ο γιγαντόσωμος τον ερώτησε, μήπως ξέρει κανένα Βασιλέα μεγάλον, για να τον υπηρετήσει. Ο Ασκητής του είπε, ότι πράγματι ξέρει τον πιο μεγάλο Βασιλέα, που υπάρχει και εννοούσε τον Χριστόν.
—Αυτόν, αν υπηρετήσεις θα αμειφθείς πλουσιοπάροχα, του είπε.
Τέλος, με λίγα λόγια, τον κατήχησε εις Χριστό. Τον δίδαξε την πίστη και την διδασκαλία του Ευαγγελίου.
—Και πως θα τον ευχαριστήσω τον Βασιλιά Χριστό; Τι να κάνω; τον ερώτησε.
—Νήστευε και προσεύχου, του είπε ο Ασκητής.
—Να προσεύχομαι δεν ξέρω, του απαντά ο Ρέπροβος. Και να νηστεύω δεν μου είναι πολύ εύκολο.
—Τότε, του λέγει ο Ασκητής, να θέσεις τη δύναμή σου και το γιγαντιαίο σώμα σου στην υπηρεσία Εκείνου.
—Πώς; Υπάρχει τρόπος;
—Μάλιστα, του λέγει ο Ασκητής. Βλέπεις αυτό το ποτάμι; Γεφύρι δεν έχει και πολλοί ταλαιπωρούνται και πνίγονται. Αι, λοιπόν! Συ θα παίρνεις τους διαβάτες στον ώμο σου και θα τους περνάς πέρα, στην αντίπερα όχθη. Με αυτόν τον τρόπο Τον υπηρετείς. Είναι σαν να περνάς εκείνον. Και έτσι θα σώσεις και την ψυχήν σου.
—Αυτό ευχαρίστως να το κάμω, είπε.
Πράγματι! Από τότε έφτιασε ένα καλύβι κοντά στο ποτάμι και μετέφερε όλους στην πλάτη του δωρεάν. Το έκανε για να υπηρετήσει τον Βασιλέα Χριστό και για να σώσει την ψυχή του.
Πως μετέφερε τον Χριστό
Κάποτε όμως ήταν μια βραδιά κατασκότεινη και πολύ άσχημη. Άστραφτε και βροντούσε κι έβρεχε ραγδαία. Το ποτάμι είχε κατεβάσει. Ο Ρέπροβος στο καλύβι του έκανε την προσευχή του. Μέσα στην σκοτεινή εκείνη νύκτα, που ακούγονταν οι κεραυνοί και οι αστραπές αυλάκωναν τον ουρανό,ακούει από την άλλη όχθη του ποταμού κλάματα μικρού παιδιού. Του φώναζε να το περάσει πέρα, για να μην πεθάνει από το κρύο και την βροχή·
Ο ΡέπροΒος βρέθηκε σε δίλημμα. Να μείνει και να μη πάει; Ήταν αμαρτία. Διότι θα πέθαινε το παιδί. Να επιχειρήσει να το μεταφέρει; Ήταν επικίνδυνο, διότι το ποτάμι ήταν κατεβασμένο.Προτίμησε λοιπόν το δεύτερο. Πήρε ένα μεγάλο ξύλο (σταλίκι), έκαμε το σταυρό του και μπήκε στο ποτάμι. Πέρασε πέρα και πήρε στον ώμο του το παιδί.
Όταν μπήκε στο ποτάμι, το παιδί του φαινότανε, πως βάραινε διαρκώς. Αγκομαχούσε. Ήταν κάθιδρως. Στηριζότανε με δύναμη στο ξύλο, για να περάσει και να μη παρασυρθεί από το κατεβασμένο ποτάμι. Η δοκιμασία ήταν μεγάλη. Επιτέλους έφθασε στην αντίπερα όχθη.
—Παιδί μου, του λέγει, τον κόσμο όλον, αν σήκωνα, δεν θα ήταν τόσο βαρύς όσο εσύ.
—Και όμως! του είπε το παιδί. Μετέφερες όχι μόνον τον κόσμο όλον, αλλά Εκείνον, που έπλασε τον κόσμο. Είμαι ο Βασιλεύς Χριστός, τον οποίον εδώ υπηρετείς.Έπειτα από τα λόγια αυτά, το παιδί έγινε άφαντο.
Γι' αυτό και ζωγραφίζεται περνώντας το ποτάμι, στηριζόμενος στο ξύλο και με το παιδίον Χριστό στον ώμο. Επειδή δε μετέφερε τον Χριστό ονομάσθηκε, κατόπιν όταν βαπτίσθηκε, από ΡέπροΒος Χριστοφόρος.,
Από το περιστατικό αυτό, που μετέφερε τον Χριστό, είναι και ο προστάτης των μεταφορών. Είναι ο προστάτης των αεροπόρων, των αυτοκινητιστών, των ταξιδιωτών και όλων των επαγγελμάτων, που απαιτούν μεγάλες δυνάμεις. Γι' αυτό θα δείτε στα αυτοκίνητα, στα αεροπλάνα και σε όλα τα μεταφορικά μέσα την εικόνα του.
Αιχμάλωτος στη Ρώμη
Αλλά το θεάρεστο αυτό έργο της μεταφοράς των ανθρώπων εις τον ποταμόν, αναγκάσθηκε κάποτε να το σταματήσει. Διότι, έφθασαν εκεί οι Ρωμαικές λεγεώνες και κατέκτησαν την χώρά. Τον συνέλαβαν αιχμάλωτο και τον μετέφεραν τον Χριστοφόρο στη Ρώμη ως δούλο.Η κραταιά Ρώμη, που καυχάτο δια την ισχύν της, στηριζότανε εις την βίαν. Εκεί τον κακομεταχειρίσθηκαν. Κανένας δεν του έδινε σημασία. Μόνο να του εκμεταλλεύονται τις δυνάμεις και να τον ειρωνεύονται τον ήθελαν. Τον έλεγαν Ρέπροβο, ασχημομούρη, αγριάνθρωπο.Και όμως, μέσα σ' αυτό το δύσμορφο σώμα κρυβότανε ένας αδάμαντας, που τον πρόσεξαν οι διωκόμενοι Χριστιανοί. Αυτοί τον πήρανε στις συγκεντρώσεις των. Έμεινε κατάπληκτος από την αγάπη που του έδειξαν οι πιστοί.Φαίνεται, ότι είχε καταταγεί και εις τας Ρωμαικάς Λεγεώνας κι επολέμησε επί Γόρδιου και Φιλίππου εναντίον των Περσών.
Λύνεται η γλώσσα του
Το τέταρτο έτος της βασιλείας του ο αυτοκράτορας Δέκιος κήρυξε διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Έστειλε προς όλους τους τοπάρχας διατάγματα να αναγκάζουν του Χριστιανούς να τρώνε ειδωλόθυτα, δηλ. τροφές,που τις είχαν μιάνει με τα αίματα των θυσιών. Όσοι δε δεν ήθελαν να φάνε και ν' αρνηθούν τον Χριστό, διέταξε να τους τιμωρούν με παντοειδή βασανιστήρια και κατόπιν να τους θανατώνουν.Όλοι τώρα οι άρχοντες και οι ηγεμόνες των πόλεων φρόντιζαν ποιος να αρέσει περισσότερο στον Αυτοκράτορα, εφαρμόζοντας τις διαταγές του με ακρίβεια και σκληρότητα. Έτσι οι μεν ειδωλολάτραι προστατεύοντο, οι δε Χριστιανοί εδιώκονταν παντού σκληρά.
Ο Χριστόφορος ευρίσκεται εις τα μέρη της Λυκίας. Βλέποντας όμως κάθε μέρα τους ειδωλολάτρες να βασανίζουν τους Χριστιανούς, ελυπόταν πολύ. Ήθελε να τους ελέγξει τους ειδωλολάτρας γι αυτό. Επειδή όμως, δυσκολεύετο να μιλήσει καλά, βγήκε έξω από την πόλη, σε ένα παράμερο σημείο, γονάτισε και προσευχήθηκε στο θεό.
—θεέ μου, του είπε, άκουσε με και λυπήσου τον ανάξιο δούλο σου. Σε παρακαλώ άνοιξε μου τα χείλη και δώσε μου λαλιά να μπορέσω να ελέγξω τον τύραννον.Δεν απόσωσε όμως την προσευχή του και να! παρουσιάζεται μπροστά του ένας λευκοφορεμένος Άγγελος, που του είπε:
—Ρέπροβε, εισακούσθηκε η προσευχή σου. Σήκω επάνω, για να λάβεις την χάρη από τον Κύριο.
Μόλις σηκώθηκε άγγιξε τα χείλη του με το δάκτυλο του ο Άγγελος και του φύσηξε στο στόμα. Αμέσως τότε λύθηκε η γλώσσα του και μίλησε ελεύθερα. Μιλούσε σαν ρήτορας.
Ελέγχει τους χριστιανομάχους
Γύρισε τότε αμέσως στην πόλη και βλέποντας να βασανίζουν μερικούς Χριστιανούς, πόνεσε η καρδιά του, σαν να βασανίζανε αυτόν. Τους έλεγξε τους ειδωλολάτρας και τους είπε:
—Τυφλοί και σκοτισμένοι, γιατί τους βασανίζετε; Δεν σας φθάνει που παραδώσατε τις ψυχές σας στο Σατανά; Αναγκάζετε και μας που αγαπούμε τον θεόν, να απολεσθούμε μαζί σας. Εγώ σας το δηλώνω: είμαι Χριστιανός και δεν καταδέχομαι να προσκυνήσω τους θεούς σας, τους ψεύτικους, τους άχρηστους, τους σιχαμερούς. Ενώ έλεγε αυτά ο Άγιος, ένας υπηρέτης, Βάκχιος ονόματι, που ήταν εκεί, τον κτύπησε στο στόμα.
—Δεν σου δίδω την απάντηση και δεν σε πληρώνω, όπως σου αξίζει, του είπε με πραότητα ο Άγιος.Ο Χριστός μου και Σωτήρας μου με εμποδίζει. Αλλά αν θυμώσω, δεν θα μπόρεσει να με νικήσει όλο το διεφθαρμένο βασίλειό σας.
Ο Βάκχιος πήγε αμέσως στο Βασιλιά, που ήταν εκεί και του είπε τα καθέκαστα.
Είναι τώρα, Βασιλιά, λίγες μέρες, που βρίσκεται εδώ ένας φοβερός γίγαντας. Είναι άγριος στη μορφή και στο βλέμμα. Τα δόντια του βγαίνουν έξω από το στόμα του, σαν του χοίρου και το κεφάλι του είναι σαν του σκύλου. Είναι τόσο ασχημομούρης, που δεν μπορώ να σου τον περιγράψω. Και το σπουδαιότερο είναι, που βλαστημάει τους θεούς μας και την βασιλεία σου. Γι' αυτό εγώ τον ράπισα στο πρόσωπο. Τότε εκείνος καυχήθηκε, ότι δεν φοβάται όλο σου το βασίλειο. Έτρεξα όμως να σου τα πω, μήπως ο θεός των Χριστιανών τον έστειλε αυτόν τον γιγαντόσωμο να τους βοηθήσει.
Ο Δέκιος σαν τάκουσε αυτά, οργίσθηκε και του είπε:
—Μήπως έχεις δαιμόνιο και γι' αυτό σου φάνηκε έτσι; Αμέσως κατόπιν διέταξε διακόσιους στρατιώτες λέγοντας:
—Να πάτε, να τον δέσετε και να μου τον φέρετε. Εάν όμως σας προβάλει αντίσταση, να τον κάμετε χίλια κομμάτια και μένα να μου φέρετε το κεφάλι, για να ιδώ εάν είναι τόσο φοβερός, που λέγει αυτός ο δειλός.
Πολλαπλααιάζει το ψωμί
Ο Άγιος εν τω μεταξύ επήγε στην Εκκλησία, έμπηξε το κοντάρι του στο χώμα και αυτός μπήκε μέσα. Εκεί προσευχήθηκε να τον δυναμώσει ο θεός, για να γίνει προθυμότερος στην ομολογία του. Όταν τελείωσε και βγήκε έξω, βλέπει το ξερό κοντάρι, που είχε βλαστήσει εν τω μεταξύ, σαν την ράβδο του Ααρών. Από αυτό το θαύμα πήρε δύναμη και θάρρος για να προχωρήσει στην ομολογία του Χριστού και στο μαρτύριο.
Οι στρατιώται, που έστειλε ο Δέκιος να τον πιάσουν, τον είδανε από μακριά και φοβηθήκανε να τον πλησιάσουν.
—Τι φοβούμαστε; είπε ένας. Άοπλος είναι. Τον πλησίασαν και τον ερώτησαν:
—Από που είσαι, άνθρωπε, και γιατί κλαις;
—Κλαίω, τους είπε, για τους ανθρώπους, που δεν έχουν μυαλό. Που άφησαν τον Αληθινό θεό και προσκυνούν τα αναίσθητα είδωλα...Όταν οι στρατιώτες άκουσαν, που τους μίλησε με πραότητα και καλοσύνη, πήραν θάρρος και του είπαν:
—Ο βασιλεύς μας έστειλε να σε πάμε σ' αυτόν δεμένο, επειδή δεν προσκυνάς τους παλαιούς θεούς, αλλά κάποιον νεώτερον.
—Εάν με αφήσετε, τους αποκρίθηκε, εγώ θα έλθω με τη θέλησή μου. Αλλά να με τραβήξετε δεμένον είναι αδύνατον.
—Εάν δεν θέλεις να ρθεις, του είπαν οι στρατιώτες, πήγαινε όπου θέλεις. Και μεις θα πούμε στο βασιλιά, ότι δεν σε βρήκαμε .
—Όχι, τους είπε ο "Άγιος. Μόνο σας παρακαλώ να με περιμένετε λίγο να πάω να λάβω το Άγιον Βάπτισμα και τότε θα πάμε μαζί στο βασιλιά.
—Δεν μπορούμε, του είπαν, διότι σε ζητούσαμε πολλές μέρες. Και τώρα σώθηκαν οι τροφές μας και πεινούμε. Αν μπορείς να μας βρεις τρόφιμα και να μας θρέψεις, σε περιμένουμε.
Αλλ' ο Χριστόφορος είχε μονάχα ένα κομμάτι ψωμί (άρτου) για να φάει ο ίδιος. Ένας στρατιώτης του είπε:
—Αν έχεις την δύναμη να μας χορτάσεις με αυτό το κομμάτι το ψωμί όλους, ευχαρίστως θα ακολουθήσουμε και μεις τον θεόν τον δικό σου.Στο άκουσμα αυτό, στην καρδιά του Χριστόφορου, του γεννήθηκε κάποια ουράνια ελπίδα. Γι' αυτό αμέσως γονάτισε και προσευχήθηκε.
—Χριστέ μου, είπε, Συ που πολλαπλασίασες στην έρημο τους πέντε άρτους και εχόρτασες εξ αυτών ολόκληρες χιλιάδες, ευλόγησε Σε παρακαλώ και τώρα το κομμάτι τούτο, για να χορτάσουν οι πεινασμένοι, να πιστέψουν, να φωτισθούν, να Σε γνωρίσουν και να σε ομολογήσουν.Οι στρατιώται τον κοίταζαν, που προσηύχετο γονατιστός. Τι περίμενε και τι ήλπιζε ο άνθρωπος αυτός; Αλλ' έξαφνα, έβαλαν όλοι φωνή θαυμασμού. Διότι είδαν το κομμάτι εκείνο να πολλαπλασιάζεται, διότι Άγγελος Κυρίου φάνηκε μπροστά τους και το ευλόγησε. Πλήθυνε τόσο πολύ, που μπορούσαν να χορτάσουν και να περισσέψει.
βαπτίζει τους διώχτας του
Έπειτα από το θαύμα αυτό, οι στρατιώτες που πήγαν να τον συλλάβουν, συνελήφθησαν από αυτόν. Όχι όμως για να απολεσθούν, αλλά για να σωθούν.Ξέχασαν τότε την πείνα τους. Έπεσαν στα πόδια του Χριστόφορου και τον παρακαλούσαν να τους μιλήσει, για τον θεό του. Εκείνος τους είπε να φάνε και κατόπιν, γεμάτος χαρά, τους δίδαξε την διδασκαλία του Κυρίου, που περιέχεται στο Ευαγγέλιο. Το δίχτυ γέμισε από ψάρια. Όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με μια φωνή του δήλωσαν, ότι γίνονται Χριστιανοί.Ξεκίνησαν τότε όλοι μαζί χαρούμενοι και, αντί να πάνε στο βασιλιά, πήγανε στην Αντιόχεια και παρουσιασθήκανε στον Επίσκοπο Βαβύλαν, ο οποίος κατόπιν μαρτύρησεν και αγίασε. Χάρηκε βεβαίως και εκείνος, όταν έμαθε τα θαυμάσια, που ενήργησε ο θεός δια του Χριστόφορου. Κατήχησε καλύτερα τους στρατιώτες και τους εβάπτισε. Μαζί μ' αυτούς εβάπτισε και τον Ρέπροβον, που τον ονόμασε Χριστοφόρον, διότι είχε μεταφέρει άλλοτε τον Χριστόν.
Συνεδούλευσε τότε ο Άγιος Χριστόφορος τους στρατιώτες να επιστρέψουν στο βασιλιά. Στο δρόμο δε, τους έλεγε:
—Αδέλφια μου αγαπημένα, έχετε πιστέψει και γνωρίσει τον θεό. Τώρα γι Αυτόν ας υπομείνωμεν στον μάταιο τούτο κόσμο πληγές και μάστιγες. Να μην Τον αρνηθούμε, ό,τι και να πάθουμε γι' Αυτόν. Πρέπει να σταθούμε ανδρείοι και να μη δειλιάσουμε καθόλου μπροστά στις απειλές των τυράννων και τις φρικτές των τιμωρίες. Αυτός άνωθεν θα μας δίνει στα μαρτύρια δύναμη και βοήθεια. Εάν όμως φοβάσθε τα βάσανα, φύγετε και πηγαίνετε όπου θέλετε. Άλλά να φροντίσετε, για τη σωτηρία της ψυχής σας.
Αποστομώνει τον Αυτοκράτορα Δέκιο
Οι στρατιώτες όμως δεν θέλησαν να φύγουν.Αλλ' ήσαν αποφασισμένοι να μαρτυρήσουν για την Πίστη τους. Αυτό τον εχαροποίησε τον Άγιο και τους είπε τότε:
—Δέστε με και να με πάτε δεμένον στον Δέκιο, καθώς σας πρόσταξε.Οι στρατιώτες δεν έστεργαν με κανέναν τρόπο να δέσουν τον διδάσκαλόν τους, που τους οδήγησε στην Αληθινή Πίστη. Αλλ' εκείνος επέμενε, και τον δέσανε.
Όταν φθάσανε στα ανάκτορα, και τον είδε ο Δέκιος, να είναι γιγαντόσωμος και γενναίος, φοβήθηκε.
—Φοβήθηκες, δύστυχε, εμένα τον άνθρωπο, του είπε ο Χριστόφορος. Πως όμως θα υπομείνεις την οργή του θεού κατά την ώρα της Κρίσεως, όταν θα αντικρίσεις τον θεόν, για να δώσεις λόγον στο φοβερό εκείνο Κριτήριο για τα εγκλήματα σου κατά των Χριστιανών και για τις τόσες ψυχές, που έστειλες στην Κόλαση, με το να τις εξαναγκάσεις να αρνηθούν τον Χριστό!
—Πως ονομάζεσαι; τον ερώτησε ο τύραννος. Ποιο είναι το γένος σου και η Πίστη σου; Ποία η πατρίδα σου;
Τα έλεγε αυτά με καλοσύνη στην αρχή, γιατί ήθελε να τον κερδίσει. Αυτός καθώς ήταν ρωμαλαιώτατος και γενναιότατος άνδρας, θα μπορούσε να είναι πολύτιμος στο στράτευμα μου. Αλλά δεν κατόρθωσε τίποτε.
—Χριστιανός, είμαι του απάντησε, ο Άγιος. Με λέγανε πρωτύτερα Ρέπροβο και τώρα, που βαφτίστηκα ονομάστηκα Χριστόφορος. Είμαι στρατιώτης του Χριστού μου. Αυτόν υπηρετώ. Γι' Αυτόν αγωνίζομαι και δεν υπακούω ποτέ εις τα άθεα διατάγματα σου.
—Κακό όνομα σου έδωσαν, και ψυχρό. Δεν σου ωφελεί σε τίποτε, δύστυχε, του είπε ο Δέκιος.
—Ψυχρό είναι το δικό σου όνομα, διότι αγνοείς τον πραγματικό θεό και προσκυνάς τα λιθάρια.
—Λυπήσου την παλικαριά σου και θυσίασε στους θεούς, θα σε φορτώσω με τιμές και θα σε κάμω και ιερέα των θεών, αν θέλεις να μη χαθείς άδικα.
—θεός φυλάξοι! είπε, ν' αρνηθώ τον Αληθινό θεό μου, και να προσκυνήσω τα χαμένα είδωλα σου! Φύλαξε τ' αγαθά σου για τον εαυτόν σου και τους ομόφρονάς σου. Εγώ δεν λυπούμαι το σώμα μου, αλλά την ψυχή μου. Γι' αυτό λατρεύω και προσκυνώ τον Αθάνατο θεό. Οι δικοί σας θεοί είναι δαίμονες και σας πλανούν, μέχρις ότου οδηγήσουν τις ψυχές σας στην απώλεια. Μη χάνεις λοιπόν τα λόγια σου και μην ελπίζεις, ότι εγώ θα πιστέψω ποτέ στους ψεύτικους θεούς. Πράξε ό,τι σκέπτεσαι και χωρίς αναβολή.
Τα φρικτά μαρτύρια.
Τότε ο Δέκιος έγινε έξω φρενών. Διέταξε να κρεμάσουν τον Άγιον από τις μεγάλες τρίχες της κεφαλής του. Να δέσουν δε ένα 6αρύ λιθάρι στα πόδια του και να κεντούν με σπαθιά όλο το σώμα του. Ο Άγιος τα υπέμενε ανδρείως και κρεμασμένος έλεγε προς τον τύραννον:
—Δεν σε υπακούω, ασεβέστατε, ούτε προσκυνώ τους θεούς σου, ούτε υπολογίζω τα βάσανα, όσο φρικτά και αν είναι, γιατί είναι πρόσκαιρα και θα περάσουν. Εσένα όμως σε περιμένει το πυρ το αιώνιον, που θα κληρονομήσεις με τους δαίμονας, τους οποίους λατρεύεις, πανάθλιε! Οργίσθηκε τότε περισσότερο ο βασιλιάς και διάταξε να καίνε τις μασχάλες του με αναμμένες λαμπάδες.Οι άρχοντες, που έβλεπαν την ανδρεία του και θαύμαζαν το άκαμπτο της γνώμης του, συνεβούλευσαν τον Δέκιο να του φερθεί με καλόν τρόπον, μήπως και υπακούσει για να τον χρησιμοποιήσουν, στους πολέμους. Όταν τον έλυσαν, ο βασιλιάς τον παρακαλούσε, λέγοντας:
—Καλέ άνθρωπε, γιατί έχεις αγύριστο κεφάλι; ομολόγησε τους θεούς μας, διότι θέλω να σε έχω οδηγό στην άμαξα μου.
—Γίνε Χριστιανός και ευχαρίστως να με έχεις οδηγό στο πολεμικό σου άρμα και έτσι θα συμβασιλεύσεις με τον Χριστό αιώνια στον Παράδεισο, του απάντησε ο Άγιος.
Πιστεύουν οι δυο διεφθαρμένες γυναίκες
Αφού είδε, λοιπόν, ο βασιλιάς, ότι άδικα κοπίαζε, μετοχειρίσθηκε άλλον σατανικό τρόπο για να ρίξει τον Άγιο στην αμαρτία και να τον απομακρύνει από τον Χριστόν. Διέταξε και έφεραν δυο γυναίκες πόρνες, πολύ ωραίες και στολισμένες με πολύτιμα φορέματα και αρώματα ευωδέστατα. Τις έκλεισε μαζί με τον Άγιο μέσα σε ένα βασιλικό δωμάτιο. Τους υποσχέθηκε δε να τους δώσει πολλά χρήματα, αν τελικώς κατόρθωναν να ρίξουν τον Χριστοφόρο στην αμαρτία και να προσκυνήσει τα είδωλα.Μόλις όμως τους έκλεισαν εκεί μέσα, ο Άγιος εγονάτισε και προσευχήθηκε μεγαλόφωνα:
—Δες Κύριε, τι μηχανεΰθηκαν για να με κάμουν να αμαρτήσω και να Σε αρνηθώ! Γλύτωσε με, θεέ μου, και φύλαξε με άτρωτον. Μη με εγκαταλείψεις, Κύριε, γιατί Συ έχεις την δύναμη και την δόξαν εις τους αιώνας.
Σηκώθηκε ο Άγιος και ερώτησε τις γυναίκες τι θέλανε. Εκείνες φοβήθηκαν. Αλλ' ο Άγιος τις ξαναρώτησε με ημερότητα και εκείνες του είπαν:
—Μας έστειλε ο βασιλιάς να σε καταφέρουμε να τον υπακούσεις, για να μη σε θανατώσει με φρικτό θάνατο.
—Εγώ, τις είπε, δεν φοβούμαι αυτόν τον πρόσκαιρο θάνατο. Εγώ αγωνίζομαι και ποθώ να βασιλεύω με τον Χριστόν αιώνια.Σας συμβουλεύω να Τον πιστέψετε και εσείς. Χαρά σε σας τότε,διότι θα κληρονομήσετε κάθε απόλαυση και θα αγάλλεσθε μετά των Αγίων εις τον Παράδεισο παντοτινά.Τα λόγια αυτά, με την Χάρη και τον φωτισμό του θεού, έκαμαν ;μεγάλη εντύπωση στις γυναίκες, και αναμεταξύ τους είπαν:
—Αν πιστέψουμε εις τον Χριστόν, θα το μάθει ο Δέκιος και θα μας θανατώσει. Αν πάλι δεν πιστέψουμε, τότε ετούτος ο άνθρωπος θα μας σκοτώσει αμέσως, καθώς είναι χειροδύναμος και άγριος. Καλύτερα λοιπόν να πιστέψουμε εις τον Χριστόν, ο οποίος, αν πεθάνουμε γι' Αυτόν, θα μας δώσει μετά τον θάνατον μας την αιώνια και αθάνατη ζωή.
Γυρίσανε τότε και είπαν στον Άγιο:
—Πιστεύομε στο Χριστό. Παρακάλεσε Τον όμως να μας συγχωρέσει τις πολλές μας αμαρτίες και να μας δεχθεί.
—Μήπως,τις ερώτησε ο Άγιος, φονεύσατε κανέναν ή μαγεύσατε;
—Όχι, κύριε, του είπαν. εμείς μάλιστα, του είπαν εξαγοράσαμε πολλούς δούλους και πολλούς καταδικασμένους σε θάνατο, με τα λεπτά της πορνείας. Το αμάρτημα μας είναι η πορνεία. Κανένα άλλο κακό δεν πράξαμε.Τότε ο Άγιος τις σταύρωσε με το χέρι του και προσευχήθηκε, ως έξείς:
—Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξε τις δούλες Σου Ακυλίνα και Καλλινίκη και κάνε τες πρόβατα της ποίμνης Σου, για να συναριθμηθούν με τους Αγίους Σου. Συγχωρεσέ τες, για όσα εν γνώσει και αγνοία ήμαρτον.
Μετά την προσευχή, τις δίδαξε τη Χριστιανική Πίστη. Εκείνες δε τις επισκέφθηκε εν τω μεταξύ και η Χάρη του θεού και αισθανόντουσαν ανείπωτη χαρά. Δοξάζανε δε τον Χριστόν, που τον γνώρισαν και τον πίστεψαν.
Μαρτυρεί η πρώτη, η Ακυλίνα
Την επόμενη ημέρα,τις φέρανε στο Δέκιο. Εκείνος τις ερώτησε:
—Αι! Κατορθώσατε να τον κάμετε να προσκύνησει τα είδωλα;
—Εμείς, του αποκρίθηκαν, μάλλον πιστέψαμε στο Χριστό, διότι πράγματι είναι ο Αληθινός θεός και Σωτήρας.
—Μπα! Τις λέγει, έκπληκτος ο Δέκιος, ώστε σας μάγεψε και σας.
—Ένας είναι ο θεός, του είπε η Ακυλίνα. Αυτός, που έκαμε τον Ουρανό και τη Γη και σώζει όσους Τον πιστεύουν. Οι θεοί σου είναι κοινά λιθάρια και χώμα και δεν μπορούν να σας βοηθήσουν.Ο Δέκιος τα έχασε. Αναψοκοκκίνισε από τον θυμό του και διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά της κεφαλής της, εις δε τα πόδια της να δέσουν δυο μεγάλες πέτρες.Από το βάρος των λίθων επήγαινε να κοπεί στη μέση το σώμα της και αποσπάσθηκε το δέρμα της κεφαλής της. αισθάνετο δριμύτατους πόνους. Γι αυτό είπε στον Άγιο:
—Σε παρακαλώ, δούλε του Θεού, προσευχήσου για μένα, γιατί πονώ. Σήκωσε τότε τα χέρια του ο Άγιος στον Ουρανό και είπε:
—Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε την δούλην Σου. Μην επιτρέψεις να βασανισθεί περισσότερο, αλλά παράλαβε εν ειρήνη το πνεύμα της.Μόλις απόσωσε την προσευχή του, η μάρτυς Ακυλίνα παρέδωκε την ψυχήν της στα χέρια του Θεού. Ήτανε η 1η Απριλίου του 251.
Η Καλλινίκη συντρίβει τα είδωλα
Ο τύραννος, στράφηκε τότε προς την Καλλινίκη και της είπε:
—Βλέπεις τι έπαθε αυτή, επειδή ήτανε σκληροκέφαλη και φιλόνικη; Βάλε τουλάχιστον μυαλό εσύ και θυσίασε στους θεούς, αν θέλεις να μην πάθεις τα ίδια και χειρότερα.Η Καλλίνικη θέλησε να εμπαίξει την θρησκεία τους και τον τύραννο και του είπε:
—Επειδή, βασιλιά, με διατάζεις, πρέπει να υπακούσω στην βασιλεία σου. Πηγαίνετε με, λοιπόν, στο Ναό, για να τιμήσω τους θεούς, όπως πρέπει και όπως είπες.
Ο βασιλεύς το έχαψε. Νόμισε, ότι το έλεγε στ' αλήθεια και χάρηκε χαρά μεγάλη ο ανόητος. Διέταξε λοιπόν να απλώσουν τάπητας λευκούς, από το παλάτι μέχρι τον ναό των ειδώλων. Οι δορυφόροι του οδηγούσαν την Αγία και πηγαίνανε με χαρά, ραντίζοντας όλον τον δρόμο, με μύρα ευώδη και πολύτιμα.Οταν φθάσανε μπροστά στο ναό, η Καλλίνικη ερώτησε τους ιερείς των ειδώλων:
—Ποιος θεός ήταν ο μεγαλύτερος;
Η Αγία το έπιασε από το χέρι και είπε: Εάν είσαι θεός, μίλα και πες μου τι να κάνω, διότι εγώ ήλθα να σε υπηρετήσω.
Αφού είδε, ότι δεν αποκρινόταν, του φώναξε δυνατά:
—Θεέ των ειδωλολατρών, μίλησε μου.
Αλλ' «ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις».
Τότε γέλασε και είπε:
—Αλλοίμονόν μου την αμαρτωλή, οι θεοί οργίσθηκαν εναντίον μου, διότι τους κατεφρόνησα και δεν θέλουν να με συγχωρήσουν. ίσως να κοιμούνται και δεν ακούνε. Οι ιερείς τότε της είπανε: Μετανόησαν με όλην σου την καρδιά, για να σε συγχωρήσουν, γιατί τους αρνήθηκες.
Τότε η μάρτυς έβγαλε την ζώνη της και έδεσε το άγαλμα. Κοίταξε κατόπιν στον ουρανό και προσευχήθηκε:
—Κύριε Ιησού Χριστέ, θεέ και Σωτήρα των ψυχών μας, βοήθησε με αυτήν την ώραν. Τράβηξε κατόπιν την ζώνη της, όσον μπορούσε δυνατά κα! γκρέμισε το άγαλμα του Διός κάτω και εν συνεχεία του Ηρακλέους, του Απόλλωνος και όσα άλλα πρόφθασε, λέγοντας:
—Φύγετε και αφανισθήτε, θεοί των ειδωλολατρών.Οι ιερείς των ειδώλων λυσσάξανε από το κακό τους. Την άρπαξαν, για να μη συντρίψει και τα άλλα αγάλματα. Αυτή όμως τους ενέπαιζε λέγοντας:
—Μαζέψτε τα οστά των θεών σας και φέρετε αλάτι και λάδι για να τα γιατρέψετε.
Τότε όλοι οι ιερείς και οι λαϊκοί ειδωλολάτραι πήγανε στο Δέκιο και του είπαν:
—Αυτή η δαιμονισμένη, βασιλιά, που μας έστειλες, γκρέμισε τους θεούς μας και συνέτριψε τους σπουδαιότερους. Εάν δεν προφθάναμε να την δέσουμε, θα μας τους γκρέμιζε όλους...
—Δεν μου υποσχέθηκες, κακή γυναίκα, είπε οργισμένος ο βασιλεύς, ότι θα θυσιάσεις στα είδωλα; Πως τόλμησες παλιοβρώμα, και τα συνέτριψες;
—Εγώ, του αποκρίθηκε, θεούς δεν συνέτριψα, μονάχα λιθάρια τσάκισα, για να κτίσετε σπίτι, εάν σας χρειάζονται. Αλλοίμονόν σας όμως,ανόητοι, που ονομάζετε θεούς αυτούς, πού νικήθηκαν από μια γυναίκα. Αφού δεν μπόρεσαν να φυλάξουν τον εαυτόν τους, πως τότε ελπίζετε να βοηθήσουν εσάς;Πόσον ο Χριστός αοράτως έδιδε φωτισμό και δύναμη στην μαρτυρά Του! θύμωσε τότε ο τύραννος και διέταξε να την κρεμάσουν εις ένα ικρίωμα, να της μπήξουν δε μια μακριά σούβλα από τις φτέρνες ως τον ώμο και να της κρεμάσουν από τα πόδια δυό μεγάλα λιθάρια.
Οι πόνοι της μακαριάς ήταν μεγάλοι κι αβάσταχτοι. Παρεκάλεσε τον Άγιο να προσευχηθεί να την πάρει ο θεός. Όπερ και εγένετο. Μετά την προσευχή του Αγίου, η καλλίνικος Καλλίνικη παρέδωσε την ψυχήν λευκή πια από το αίμα του μαρτυρίου στα χέρια του θεού.Ήτανε η 2α Απριλίου του 251 μ.Χ.
Το μαρτύριο των 2ΟΟ στρατιωτών
Ο Δέκιος γύρισε στον Άγιο και με λύσσα τον έβριζε.
—Εσύ, σκυλόμουτρε, έπρεπε να πεθάνεις και όχι αυτές οι ωραίες γυναίκες, που τις πλάνησες με τις μαγείες σου. Τώρα, λοιπόν, τι λες; θυσιάζεις στους θεούς ή επιμένεις στην κακοκεφαλιά σου; Ο μάρτυς γέλασε και είπε:
—Πολύ καλά σε είπανε Δέκιο, διότι δέχεσαι την συνεργασία του Σατανά, ο οποίος σε έχει ως αγγείο και όργανο να του κάνεις όλα τα θελήματα. Τι θέλεις και με δοκιμάζεις και χάνεις τον καιρόν σου; Εγώ σου το είπα τόσες φορές, ότι δεν προσκυνώ τα είδωλα. Ήθελα, αν μπορούσα να σε φέρω σε θεογνωσία. Αλλά συ δεν είσαι απλώς άθεος. Είσαι τυφλός και δεν μπορείς να δεις τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Εμπρός, λοιπόν, βασάνισε άδικα τους δικαίους. Λέγοντας αυτά ο Άγιος, είδε σε ένα μέρος συγκεντρωμένους τους στρατιώτες, που είχανε πιστέψει και τους είπε:
—Εμπρός παλικάρια του Χριστού. Μπάτε στον αγώνα. Τότε εκείνοι πετάξανε τις ζώνες τους, τα όπλα τους και τις στολές τους και πήγανε κοντά στον Άγιο και τον ασπάζονταν, λέγοντας:
—Σ' ευχαριστούμε, που μας φώτισες και μας οδήγησες στο Χριστό. Πεθαίναμε και μεις γι' Αυτόν.
Βλέποντας ο Δέκιος να ασπάζονται τον Άγιο οι στρατιώτες, φοβήθηκε μήπως ο Χριστόφορος τον ανατρέψει και του πάρει την βασιλεία. Γι' αυτό του είπε:
—Αντάρτης κι' επαναστάτης μου έγινες;
—Μη φοβάσαι, του είπε ο Άγιος. Δεν θα πάρω την βασιλεία. Μοναχός σου θα κληρονομήσεις το πυρ το αιώνιον, συ και όσοι σε ακολουθούνε.
—Εμείς, βασιλιά, είπαν τότε οι στρατιώτες, πιστέψαμε στον Χριστό, όταν μας έστειλες να συλλάβωμε τον δούλον Του. Εκεί φάγαμε ουρανόσταλτο ψωμί. Αυτή την πίστη δεν την αρνούμεθα, οσαδήποτε βασανιστήρια κι' αν υποστούμε.
—Τι σας έφταιξα, παιδιά μου, είπε ο Δέκιος και με εγκαταλείψατε; Μήπως σας έλειψαν τα άλογα, τα ενδύματα, τα χρήματα; Ελάτε, σας παρακαλώ και θα σας δώσω διπλό μισθό. Μη με αφήνετε.
—Έχε τα πλούτη σου, να τα χαίρεσαι, του είπαν. εμείς ούτε τα καλά σου έχομε ανάγκη, ούτε τις τιμωρίες σου φοβούμεθα.Τότε ο Δέκιος φοβήθηκε μήπως το παράδειγμα τους το μιμηθούν και άλλοι και πιστέψουν στον Χριστό. Γι' αυτό διέταξε και τους αποκεφάλισαν έξω της πόλεως. Τα δε λείψανα τους τα έριξε μέσα σε ένα καμίνι για να τα κάψουν. Αλλά η φωτιά δεν τα άγγιξε καθόλου.Οι δε ευσεβείς τα παραλάβανε την νύχτα κρυφά και τα θάψανε, με μεγάλη ευλάβεια. Ήτανε η εβδόμη Απριλίου του 251 μ. Χ.
Τον σέβεται το «πυρ και πιστεύουν 1ΟΟΟ
Κατόπιν ο Δέκιος φυλάκισε τον Άγιο και ύστερα από μερικές ημέρες τον οδήγησε και πάλι στο κριτήριο.
—Άκουσε, ανόητε, του είπε ο Αυτοκράτωρ. Εάν δεν με ακούσεις και προσκυνήσεις τους θεούς, θα σε αφανίσω με μύρια βάσανα. Πάει πια. Τελείωσε. Δεν σε περιμένω ούτε μια ώρα.
—Μη με φοβερίζεις, γιε του διαβόλου και κληρονόμε της αιωνίου κολάσεως, του είπε ο Άγιος. Εγώ έχω βοηθό τον θεόν τον αληθινό και δεν φοβάμαι τις τιμωρίες σου...Τότε ο Δέκιος έγινε έξω φρενών και διατάσσει να βάλουν τον Χριστοφόρον να καθήσει επάνω σ' ένα χάλκινο κάθισμα. Κάτω από το κάθισμα βάλανε ξύλα άφθονα και ρίξανε επάνω τους είκοσι στάμνες λάδι. Έπειτα ανάψανε την φωτιά. Οι φλόγες κυκλώσανε τον Άγιο και ανέβαιναν ψηλά. Όλοι προσευχότανε. Ο Άγιος αισθανόταν σαν να ήτανε σε τόπο δροσερό κι' ευχάριστο. Ύστερα από αρκετή ώρα έσβησε η φωτιά και ο Άγιος βγήκε τελείως υγιής και σώος. Ούτε μια τρίχα της κεφαλής του δεν κάηκε ούτε τα ενδύματα του έπαθαν τίποτε. Βλέποντας αυτό το θαύμα οι παρευρισκόμενοι, πιστέψανε στο Χριστό. Ήτανε περίπου χίλιοι άνθρωποι. Και όλοι εκείνοι βροντοφωνάζανε:
—Πιστεύομε κι εμείς στο Χριστό. Μέγας είναι ο θεός των Χριστιανών. Βοήθησε μας, Βασιλεύ Ουράνιε.
Συγχρόνως πέφτανε στα πόδια του Μάρτυρα και του λέγανε:
—Δικαίως σ' ονομάσανε Χριστόφορο, διότι έχεις το Χριστό μέσα στην καρδιά σου και δεν δειλιάζεις διόλου στις τιμωρίες του τυράννου.Φωνάζανε κατόπιν με θάρρος και στον βασιλέα Δέκιο :
—Ντροπή σου, άρχοντα Δέκιε. Ντροπή σου. Τίποτε δεν μπορείς να κάμεις. Ο πανίσχυρος θεός των Χριστιανών σε νίκησε! Βλέποντας ο Δέκιος τον ενθουσιασμό και την αναταραχή του λαού, φοβήθηκε. Έτρεξε ανάμεσα από τον επαναστατημένο λαό και κρύφτηκε στ' ανάκτορα του.Έτσι ο Άγιος, ελεύθερος πλέον, έμεινε στην αγορά και άρχισε να μιλάει στο λαό, σ' εκείνους που είχαν πιστέψει. Στερέωνε έτσι με τα λόγια του τον κόσμο στην αληθινή πίστη του Χριστού. Οι ειδωλολάτρες τότε πήγαν στα ανάκτορα, στον βασιλέα και απαιτήσανε να θανατώσει τον Άγιο.
—Αν τον αφήσεις, του είπανε, κινδυνεύει η βασιλεία σου.Πράγματι την άλλη μέρα, που είχανε μεγάλη γιορτή οι ειδωλολάτρες, ο αυτοκράτορας κάθισε στο βήμα κι έδωσε διαταγή σε μεγάλο στρατιωτικό τμήμα, να συλλάβουν τους Χριστιανούς και να τους αποκεφαλίσουν. Ο Χριστόφορος τους έδινε θάρρος.
—Μη δειλιάσετε, τους έλεγε, στον πρόσκαιρο θάνατο. Μόνο έτσι θα ζείτε αιώνια στον Παράδεισο.Εκείνοι ακούγοντας τους λόγους του με χαρά δέχτηκαν τον θάνατο, σαν αγνά κι' άκακα αρνιά. Ήτανε 9 Απριλίου του 251 μ.Χ.
Ο Δέκιος έπειτα από αυτά σκεπτόταν διαφόρους τρόπους, για να θανατώσει τον Μάρτυρα. Διέταξε, λοιπόν, και δέσανε στο λαιμό του Αγίου ένα μεγάλο λίθο. Έπειτα τον δέσανε χειροπόδαρα και τον πετάξανε σ' ένα βαθύ πηγάδι. Πιστεύανε πώς αυτό θα ήτανε και το τέλος του Αγίου. Ο θεός όμως δεν άφησε τον δούλον του. Άγγελος Κυρίου κατέβηκε στο πηγάδι και τον έβγαλε ζωντανό κι' αβλαβή. Μόλις τον είδε ο Δέκιος δαιμονίσθηκε από το κακό του. Έξαλλος στριφογύριζε και μονολογούσε. Δεν μπορούσε να το χωνέψει αυτό. Τον ντρόπιαζε σαν αυτοκράτορα, σαν εξουσία. Απευθύνεται έπειτα στον Άγιο και του λέγει:
—Φθάνει πια... Ως πότε τέλος πάντων θα αμύνεσαι με τις μαγείες σου; Ως πότε θα αντέχεις στα βασανιστήρια;
Ο Άγιος του απάντησε:
—Μέχρι ότου τελειώσω αυτήν την πρόσκαιρη ζωή, με την δύναμη του θεού, θ' αντέχω στα βασανιστήρια και θα τα περιφρονώ.Τότε ο τύραννος σκέφθηκε άλλο σατανικό μαρτύριο. Διέταξε και φτιάξανε ένα χάλκινο ένδυμα. Αυτό το πήρανε και το βάλανε στη φωτιά. Όταν το μέταλλο έγινε φλογοκόκκινο, του το φορέσανε και προσμένανε να καεί.
θαύμα όμως μεγάλο έγινε. Η φωτιά του πυρωμένου χαλκού δεν τον άγγιξε καθόλου! Τον άφησε σώο και αβλαβή !
Ο αυτοκράτορας έγινε έξω φρενών, αλλά συνέχιζε να τον παρακινεί, για να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Άγιος με σταθερότητα του επανέλαβε:
—Το είπα και το διεκήρυξα. Το άκουσες τόσες φορές. Το ξέρεις καλά, ότι δεν αλλάζω γνώμη. Γιατί επιμένεις; Δεν πρόκειται να γονατίσω στα είδωλα, δεν πρόκειται να προσκυνήσω τα ξόανα. Γιατί λοιπόν κοπιάζεις και χάνεις άδικα τον καιρό σου; Εγώ, βασιλιά, τον θεόν μου προσκυνώ. Και λατρεύω τον προαιώνιον θεόν. Κάνε λοιπόν ό,τι θέλεις.
Αφού είδε Ο Δέκιος την σταθερή πίστη του Άγιου, τρέμοντας από οργή, βροντοφώναξε την θανατική καταδίκη του Μάρτυρος και είπε:
—«Εγώ ο αυτοκράτωρ των Ρωμαίων διατάσσω να αποκεφαλισθεί ο δυστιμώρητος κι άχρηστος τούτος Χριστιανός, διότι κατεφρόνησε τα προστάγματα μου».
Ο αποκεφαλισμός και το τέλος
Τον πήρανε τότε τον Άγιο οι δήμιοι και τον οδηγήσανε στον τόπο της τελειώσεως. Πίσω, δεξιά, αριστερά ακολουθούσε πλήθος κόσμου. Ο κόσμος έφθασε ως τον τόπο, οπού επρόκειτο ν' αποκεφαλισθεί ο Άγιος.
Εκεί ο Μάρτυς του Χριστού ζήτησε από τον δήμιο να σεβασθεί την τελευταία του επιθυμία και να του δώσει την άδεια να προσευχηθεί. Η άδεια του δόθηκε. Και μέσα σε μια ατμόσφαιρα νεκρικής σιγής, ενώ όλοι τον ακούγανε με κατανυκτική συγκίνηση, ο Άγιος προσευχήθηκε ως εξείς:
—Κύριε, θεέ μου, Παντοκράτορα, Σ' ευχαριστώ. Σε όλα και με όλα με βοήθησες. Ντρόπιασες τον εχθρό μου τον διάβολο και τους υπηρέτας του. Τώρα, Πανάγαθε θεέ, που ήρθε η στιγμή του τέλους της επίγειας ζωής μου, σε παρακαλώ βοήθησε με. Δέξου ειρηνικά το πνεύμα μου. Κατάταξέ με στους ευτελέστερους δούλους σου. Και τον άδικο Δέκιο κρίνε τον κατά τα έργα της ασεβείας του. Η τιμωρία του θα είναι δικαία και οι δαίμονες θα τον κυριαρχούν και θα του κατατρώγουν τις σάρκες μέχρις, ότου αφανισθεί. Σε παρακαλώ ακόμη θεέ μου, να βοηθήσεις τους Χριστιανούς και να τους απαλλάξεις από τους σκανδαλισμούς του διαβόλου. Πολυεύσπλαχνε Κύριε, δώσε την χάρη Σου στο σώμα μου,να διώχνει τους δαίμονες, οπού βρεθεί μέρος από το λείψανο μου. Δώσε την χάρη Σου, Κύριε, ώστε να μην συμβεί ποτέ πείνα, καταστροφή από χαλάζι και από ό,τι άλλο κακό, εκεί οπού θα υπάρχει έστω κι' ένα μικρό μέρος από το λείψανο μου. Φύλαξε, Κύριε, από κάθε κακό, σώους, γερούς κι' ανέγγιχτους από κάθε κακό εκείνους που γιορτάζουν την μνήμη του Μαρτυρίου μου και διαβάζουν το Μαρτύριο μου. Έτσι θα δοξάζεται το όνομά Σου το ευλογημένο......
Κι' ενώ έτσι τελείωσε την προσευχή του ο Άγιος, ήλθε φωνή από τον Ουρανό σαν απάντηση, που έλεγε:
—Όλα όσα μου ζήτησες τα εκπληρώνω, για να χαρείς. Σου λέγω όμως και κάτι παραπάνω. Εάν κάποιος με ζητήσει σε βοήθεια του στην προσευχή του και θυμηθεί το όνομά σου, αμέσως, πολύ γρήγορα θα έχει την βοήθειάν μου...
Έλα, λοιπόν, σε προσμένω. Έλα να χαρείς τώρα την μεγάλη κι' ασύγκριτη χαρά, που σου ετοίμασα. Πάλεψες, υπέφερες, αγωνίστηκες και νίκησες. Το στεφάνι της νίκης, που σε προσμένει είναι βαρύτιμο...
Μόλις άκουσε αυτά ο Άγιος πλημμύρησε από χαρά κι ευτυχία. Με μάτια, που αστράφτανε από λάμψη ουράνια, κοίταξε τον δήμιο με καλοσύνη και του είπε:
—Κάνε, παιδί μου, εκείνο που σε προστάξανε. Ο δήμιος με ανάμικτα αισθήματα, πλησίασε ευλαβικά τον Άγιο κι' έπειτα τρέμοντας, τον αποκεφάλισε.Έτσι εξετέλεσε μια διαταγή, στην οποία ο ίδιος δεν συμφωνούσε.
Έπειτα ο δυστυχισμένος εκείνος, χωρίς να ξέρει τι κάνει, μέσα στην πλημμύρα του αίματος του Μάρτυρος, έχοντας τύψεις γι' αυτό πού έκανε, σφάχτηκε μόνος του και πέθανε πάνω στο τιμημένο σώμα του Αγίου.
Ήτανε μέρα ανοιξιάτικη. Λουλούδιαζε ο κάμπος από πολύχρωμα ευωδιαστά λουλούδια. Κι' ανάμεσα σ' αυτά έτρεχε το αγνό κι' αθώο αίμα του Μαρτυρικού Αγίου Χριστόφορου...Ήτανε 9 Μαΐου του έτους 251 μ. Χ.
Μετά την αποκεφάλισή του, προσήλθε ο Επίσκοπος Ατταλείας Πέτρος, ο οποίος, αφού έδωσε μερικά αργυρά νομίσματα στους φρουρούς, στο απόσπασμα το εκτελεστικό, κατόρθωσε να πάρει το σώμα του Μάρτυρος. Το τύλιξε σε καθαρά σινδόνια με αρώματα και το μετέφερε στην πόλη.Εκεί κοντά ήτανε ένας ποταμός, ο οποίος πολλές φορές ξεχείλιζε κι έφερνε μεγάλη καταστροφή στην παραγωγή. Στην όχθη εκείνου του ποταμού εναπόθεσε ο Επίσκοπος το λείψανο του Αγίου Χριστόφορου. Αι λοιπόν. Από τότε ο ποταμός ποτέ δεν έβλαψε την πόλη και τα κτήματά τους!
Το φρικτό τέλος του Δέκιου
Και η τιμωρία του βάρβαρου κι' αιμοδιψούς άρχοντα δεν άργησε να φανερωθεί. Αρρώστια φοβερή και τρομερή κτύπησε τον Δέκιο. Το σώμα του άρχισε να διαλύεται, όπως είπε στην προσευχή του ο Άγιος. Η ψυχή του όμως δεν έβγαινε. Βασανιζόταν και κτυπιόταν. Δεν μπορούσε να βρει ησυχία πουθενά.Καταλαβαίνει, ότι βασανίζεται, για τα όσα φοβερά και απερίγραπτα βασανιστήρια έκανε στους Χριστιανούς. Βασανίζεται, για το σκληρό Μαρτύριο, στο οποίο υπέβαλε τον Άγιο Χριστόφορο. Προσπαθεί λοιπόν να βρει κάτι από το λείψανο του, να το ρίξει επάνω του για να ξεψυχήσει. Και η γυναίκα του η βασίλισσα του έλεγε:
—Εγώ σου έλεγα να φυλαχτείς. Μα μη τα βάλεις με Αγίους ανθρώπους. Αλλά εσύ δεν με άκουγες. Ο Δέκιος βασανιζόμενος στον πόνο του, φώναζε στους στρατιώτες του, λέγοντας:
—Τρέξτε όλοι σας. Ψάξτε για το λείψανο του Χριστόφορου. Βρέστε μου κομμάτι από τα ρούχα του ή χώμα από τον τάφο του. Τρέξτε... Υποφέρω. Βασανίζομαι. Λιώνω ζωντανός.Οι στρατιώτες τρέξανε βεβαίως παντού. Αλλά δεν βρήκανε τίποτε απ' αυτά. Πήγανε κατόπιν και πήρανε χώμα από εκεί, που αποκεφαλίστηκε ο Άγιος. Εκεί δηλαδή που χύθηκε το αίμα του. Λίγο από το χώμα αυτό ρίξανε μέσα στο νερό. Από το νερό αυτό ήπιε ο αιμοδιψής τύραννος και πέθανε. Και η τιμωρία αυτή του Δεκίου ήτανε μια μικρή προκαταβολή από την αιώνια τιμωρία που τον περίμενε.
Η μνήμη του αγίου Χριστοφόρου εορτάζεται κάθε έτος στις 9 Μαίου.
Απολυτίκιο
Στολαίς ταις εξ αίματος ωραϊζόμενος, Κυρίω παρίστασαι, τω Βασιλεί Ουρανών, Χριστοφόρε αοίδιμε' όθεν συν Ασωμάτων, και μαρτύρων χορείας, άδεις τη τρισαγίω και φρικτή μελωδία· διό ταις ικεσίαις ταις σαις, σώζε τους δούλους.
( Αρχιμ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ)

Ι



Πρώτος ο Χριστός, μας έδωσε το παράδειγμα της νηστείας όταν μετά την βάπτισή του στον Ιορδάνη ποταμό, παρέμεινε νηστεύοντας επί σαράντα ημέρες στην έρημο. Με το παράδειγμά του, ο Ιησούς μας έδωσε την νηστεία ως μία σωματική και πνευματική άσκηση, η οποία δυναμώνει την
θέληση του ανθρώπου και ταυτόχρονα δείχνει την αγάπη του προς τον δημιουργό.Αυτόν τον μήνα και από τις 14 Νοεμβρίου εορτή του αγίου Φιλίππου ξεκινά η 40ήμερη νηστεία των Χριστουγέννων,με αποχή μεν του κρέατος αλλά όχι αποχής από το ψάρι που θεωρείται πολύ υγιεινή καιεύγευστη τροφή.Για καλύτερη ευκρίνεια πατήστε πάνω στην εικόνα


Όλοι μας ταλαιπωρούμαστε στη γη και ζητάμε ελευθερία, μα λίγοι ξέρουν τι είναι ή ελευθερία και που βρίσκεται.
Κι εγώ θέλω επίσης ελευθερία και την αναζητώ μέρα και νύχτα. Έμαθα πως βρίσκεται κοντά στο θεό, και δίνεται απ' Αυτόν σε όσους έχουν ταπεινή καρδιά, σε όσους μετανόησαν και έκοψαν το θέλημά τους ενώπιον του Κυρίου. Σ' οποίον μετανοεί, ο θεός δίνει την ειρήνη Του και την ελευθερία να Τον αγαπάει. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα πολυτιμότερο στον κόσμο από την αγάπη του θεού και του πλησίον. Σ' αυτά βρίσκει η ψυχή ανάπαυση και χαρά.
Η καρδιά μου πονάει για όλον τον κόσμο και προσεύχομαι με δάκρυα γι' αυτόν, να μετανοήσουν όλοι και να γνωρίσουν το θεό, να ζήσουν με αγάπη και να γευθούν τη γλυκύτητα της ελευθερίας του θεού.
Ω, όλοι οι άνθρωποι, προσευχηθείτε και κλάψτε για τις αμαρτίες σας, για να σας συγχωρήσει ο Κύριος. Όπου υπάρχει άφεση αμαρτιών, εκεί βρίσκεται η ελευθερία της συνειδήσεως και η αγάπη, έστω και λίγη.
Ο Κύριος μας έδωσε την εντολή να αγαπάμε ο ένας τον άλλον. Αυτή είναι η αληθινή ελευθερία: η αγάπη για το θεό και τον πλησίον. Εδώ βρίσκεται και η ελευθερία και η Ισότητα. Στην κοσμική τάξη είναι αδύνατο να υπάρξει ισότητα αυτό όμως δεν έχει σημασία για την ψυχή. Δεν μπορεί να είναι ο καθένας βασιλιάς ή άρχοντας, πατριάρχης ή ηγούμενος ή διοικητής. Μπορεί όμως ο καθένας, σε οποία τάξη κι αν ανήκει, ν' αγαπάει το θεό και να είναι ευάρεστος σε Εκείνον κι αυτό είναι το σπουδαίο. Και όσοι αγαπούν περισσότερο το θεό στη γη, θα έχουν περισσότερη δόξα στη βασιλεία των ουρανών και θα είναι πιο κοντά στον Κύριο. Ο καθένας θα δοξαστεί κατά το μέτρο της αγάπης του.Η θεία χάρη δεν αφαιρεί την ελευθερία, αλλά συνεργεί μόνο στην εκπλήρωση των εντολών του θεού. Ο Αδάμ βρισκόταν στην κατάσταση της χάριτος, αλλά δεν του αφαιρέθηκε το αυτεξούσιο. Οι άγγελοι παραμένουν επίσης στο Άγιο Πνεύμα, αλλά δεν τους έχει αφαιρεθεί η ελεύθερη βούληση.
Ο Κύριος έδωσε στη γη το Άγιο Πνεύμα και όσοι το έλαβαν, αισθάνονται τον παράδεισο μέσα τους.
Ίσως πεις: Γιατί λοιπόν δεν έχω κι εγώ μια τέτοια χάρη;. Επειδή εσύ δεν παραδόθηκες στο θέλημα του θεού, αλλά ζεις σύμφωνα με το δικό σου θέλημα. Παρατηρήστε εκείνον που αγαπάει το θέλημα του: Δεν έχει ποτέ ειρήνη στην ψυχή του και δεν ευχαριστιέται με τίποτα. Γι' αυτόν όλα γίνονται όπως δεν θα έπρεπε. Όποιος όμως δόθηκε ολοκληρωτικά στο θέλημα του θεού, έχει την καθαρή προσευχή και η ψυχή του αγαπάει τον Κύριο.
Έτσι δόθηκε στο θεό η Υπεραγία Παρθένος: «Ιδού η δούλη Κυρίου γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου» (Λουκ. 1:38).
Αν λέγαμε κι εμείς, «Ιδού ο δούλος Κυρίου γένοιτο μοι κατά το ρήμα σου», τότε τα ευαγγελικά λόγια του Κυρίου θα ζούσαν στις ψυχές μας, η αγάπη του θεού θα βασίλευε σε όλον τον κόσμο και η ζωή στη γη θα ήταν απερίγραπτα ωραία.Αλλά μολονότι τα λόγια του Κυρίου ακούγονται τόσους αιώνες σε όλη την οικουμένη, οι άνθρωποι δεν τα καταλαβαίνουν και δεν θέλουν να τα παραδεχθούν. Όποιος όμως ζει σύμφωνα με το θέλημα του θεού, αυτός θα δοξαστεί και στον ουρανό και στη γη.

(Οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου)



Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός μου, αγαθήν ημέραν δος μοι, αναμάρτητον και άσπιλον.
Κύριε, μη εγκαταλίπεις με.
Κύριε, μη αποστείς απ' εμού.
Κύριε, έκτεινόν μοι χείρα βοηθείας.
Κύριε, στήριξόν με εις τον φόβον σου.
Κύριε, εμφύτευσαν αυτόν και την αγάπην σου εις την καρδίαν μου.
Κύριε, δίδαξόν με του ποιείν το θέλημά σου.
Κύριε, δος μοι κλαυθμόν διηνεκή και κατάνυξιν και μνήμην θανάτου.
Κύριε, ελευθέρωσόν με από παντόςπειρασμού ψυχικού τε και σωματικού.
Κύριε, δίωξον απ' εμού πάντα ρυπαρόν λογισμόν και πάντα διαλογισμών αισχρόν και ανυπότακτον.
Κύριε, εξάλειψόν απ' εμού την αμέλειαν, την ραθυμίαν, την λύπην, την λήθην, την αναισθησίαν, την πώρωσιν και την αιχμαλωσίαν του νοός μου.
Κύριε, ως οίδας και ως θέλεις, ελέησόν με και συγχώρησον πάσας τας ανομίας μου· και εν ησυχία, εν μετανοία αγαθή, εν εξομολογήσει συναδιστάκτω και εν πίστει καθαρά και αμωμήτω ευδόκησον εξελθείν την ελεεινήν μου ψυχήν από του αθλίου τούτου σώματος. Αμήν.

(οσίου Παισίου του Μεγάλου)

Είναι μακάριος ο άνθρωπος που γνωρίζει την αρρώστια του και φροντίζει για τη θεραπεία του. Γιατί αυτό είναι το Θεμέλιο της αρετής. Όσο κανείς αφήνει τον εαυτό του σε μαλθακότητα, τόσο μένει πίσω στην πνευματική πρόοδο. Όσο τον σφίγγει, τόσο περισσότερο προχωράει μπροστά στην αρετή.
Την αρρώστια του θα την καταλάβει κανείς από τους πειρασμούς που επιτρέπει ο θεός. Με τους πειρασμούς γνωρίζει κανείς την αδυναμία του, αλλά και τη μεγαλοσύνη της βοήθειας που στέλνει ο Θεός.
Την ψυχή πρέπει να την τροφοδοτούμε με την εγκράτεια και την εσωτερική γαλήνη. Έτσι μπορεί κανείς να πλησιάσει τον Θεό και να ωφεληθεί. Ο φόβος του Θεού και της κολάσεως μας ξυπνούν από τον ύπνο.Γιατί η αμαρτία και ο διάβολος μας κοιμίζουν, και τότε χάνουμε κάθε επαφή με τον Θεό. Να μη ξεχνάμε ποτέ, ότι μόνο η βοήθεια του Θεού είναι εκείνη που σώζει και ωφελεί τον άνθρωπο. Οποίος αισθανθεί την ανάγκη της Θείας βοήθειας κάνει πολλές προσευχές, γίνεται ταπεινός και αυξάνει στην αρετή.
Ο Θεός δεν περιφρονεί ποτέ «την συντετριμμένην και τεταπεινωμένην καρδίαν».
Η ταπείνωση βοηθεί τον άνθρωπο να προσελκύσει το έλεος του Θεού. Τότε η καρδιά αισθάνεται τη Θεία βοήθεια και παίρνει δύναμη. Όταν ο άνθρωπος αισθανθεί τη Θεία βοήθεια αμέσως γεμίζει τη καρδιά του από χαρά και πίστη, και τρέχει γρήγορα στην προσευχή, που είναι καταφύγιο βοήθειας, πηγή σωτηρίας, θησαυρός αρετών και λιμάνι που σώζει τον άνθρωπο από τις τρικυμίες της ζωής. Η προσευχή ρίχνει φως στο σκοτάδι της ψυχής. Είναι ακόντιο με το οποίο χτυπάει κανείς τον διάβολο. Και αφού αγωνισθεί ο άνθρωπος και με τη βοήθεια του Θεού νικήσει, τότε στην καρδιά του έρχεται η ευφροσύνη του Θεού. Μόνο με την επαφή με τον Θεό ωφελείται ο άνθρωπος. Και όταν καταλάβει ότι η προσευχή είναι ένας θησαυρός που τον γεμίζει χαρά και ευτυχία, αμέσως αναπέμπει ευχαριστίες στον Θεό. Και τότε το έργο της προσευχής δεν το κάνει αναγκαστικά, με κόπο και μόχθο, αλλά με χαρά και λαχτάρα, γιατί γνωρίζει ότι θα ωφεληθεί πολύ απ'αυτή. Υμνολογεί και δοξάζει τον Θεό, Θαυμάζοντας τη μεγαλωσύνη Του.
Αυτός που θα προκόψει στην προσευχή δεν την συγκρίνει με κανένα από τα πράγματα του κόσμου, τα μάταια και πρόσκαιρα. Η αδιάκοπη προσευχή διώχνει από την ψυχή κάθε φόβο και δειλία και τη γεμίζει με την ευφροσύνη και τη χάρη του Θεού.Ολ' αυτά δημιουργούνται στον άνθρωπο από τη συναίσθηση της ίδιας του της αρρώστιας. Με την επίμονη προσευχή πλησιάζει τον Θεό και με πόθο τρέχει σ' Αυτόν, για να πάρει φως από το φως Του και χάρη από τη χάρη Του. Η χήρα, που αναφέρει το ιερό Ευαγγέλιο, παρακαλούσε και φώναζε δυνατά κι επίμονα πολλές φορές στον κριτή, να της αποδώσει το δίκιο της. Κι εκείνος είπε: «Τον Θεό και τους ανθρώπους δεν τους φοβάμαι ούτε τους υπολογίζω, αλλά για την επιμονή της θα της κάνω εκείνο που ζητάει». Όπως λοιπόν η χήρα φώναζε δυνατά για το δίκιο της, έτσι κι εμείς πρέπει να παρακαλούμε με ταπείνωση τον Θεό, να μας στείλει τα χαρίσματά Του. Γιατί η χήρα του Ευαγγελίου πέτυχε αυτό που ζητούσε, μολονότι ο κριτής την έδιωξε πολλές φορές, προσβάλλοντάς την κατά τον χειρότερο τρόπο.Ο Θεός γνωρίζει τι μας ωφελεί και τι όχι. Γι' αυτό άλλοτε μας δίνει ό,τι Του ζητούμε και άλλοτε όχι. Ο Θεός Θέλει το ψυχικό μας συμφέρον, μολονότι πολλές φορές δεν το καταλαβαίνουμε και ασύνετα ζητάμε να γίνει κάθε αίτημά μας δεκτό. Ο πολυεύσπλαχνος Θεός αναβάλλει μερικές φορές να στείλει τη χάρη Του, κι αυτό το κάνει για να φωνάξουμε περισσότερο και με μεγαλύτερη δύναμη στην προσευχή, κι έτσι να Τον πλησιάσουμε. Απ' αυτά που του ζητάμε άλλα τα δίνει αμέσως και άλλα αργότερα, αποβλέποντας στο ψυχικό μας συμφέρον. Εμείς βέβαια θέλουμε να μας απαντά πάντα αμέσως, αλλά ο Θεός σαν άριστος και μοναδικός παιδαγωγός μας απαντάει τότε, που θα μας ωφελήσει ψυχικά. Άλλους πάλι τους αφήνει να δοκιμασθούν στους πειρασμούς, για να αποδειχθεί αν πραγματικά τον αγαπούν.
Εάν ο άνθρωπος δεν αισθανθεί την αρρώστια του, βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο, επειδή νομίζει ότι είναι κάτι. Και τότε απομακρύνεται ο Θεός απ' αυτόν. Γιατί η υπερηφάνεια είναι το μεγαλύτερο κακό που υπάρχει. Αυτός που έχει υπερηφάνεια δεν υπάρχει περίπτωση να φτάσει ποτέ στην τελειότητα.
Η ταπείνωση έρχεται με την συντριβή της καρδιάς και με την απομάκρυνση των λογισμών της υπερηφανείας. Κανένα πνευματικό έργο δεν μπορεί να σταθεί χωρίς την ταπείνωση. Μόνο με την ταπείνωση πλησιάζει κανείς τον Θεό και έρχεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος Ο ταπεινός άνθρωπος δεν φοβάται τον πόλεμο που του κάνει ο διάβολος με τις αισχρές σκέψεις και τα σαρκικά πάθη. Γνωρίζει ότι όλ' αυτά τα επιτρέπει ο Θεός για να μην πέσει στον εγωισμό, στο φοβερό αυτό και γεμάτο από δηλητήριο φίδι. Ο άνθρωπος όμως δεν πρέπει να ζητάει ο ίδιος τους πειρασμούς. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να υπομένει τις δοκιμασίες, όταν τις επιτρέπει ο Θεός.
Ο άνθρωπος πρέπει να είναι προσεκτικός και να φροντίζει για τη σωτηρία της ψυχής του περισσότερο απ' όλα τα πράγματα. Γιατί η ψυχή μας αξίζει περισσότερο απ' όλο τον κόσμο, είπε ο Κύριος. Να κάνει το καλό, να έχει πίστη, να γνωρίζει την αδυναμία του και να ζητάει πάντα τη βοήθεια του Θεού.
(Από το βιβλίο "η άσκηση στη ζωή μας¨" Ι.Μ.Παρακλήτου)


Θα έχεις ακούσει να λένε καμιά φορά:
-Τον είδες το Θεό;
Δεν ξέρω τι απάντησες, μα εγώ σε μιά τέτοια ερώτηση απάντησα:
-Εσύ τον είδες τον κατασκευαστή του αυτοκινήτου, του αεροπλάνου, του διαστημόπλοιου;
Δεν τον είδες! Από τα κατασκευάσματα όμως ξέρεις καλά όχι μόνο ότι υπάρχει, αλλά και πόση επιστήμη, και τεχνική, και καλλιτεχνία, και δύναμη έχει. Από τα κατασκευάσματα ανάγεσαι στον κατασκευαστή. Αυτό λέει η απλή λογική.
'Ετσι, και στα δημιουργήματα της Δημιουργίας, της φύσης, του Σύμπαντος, φαίνεται η σοφία και η δύναμη του Δημιουργού. «Τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αίδιος αυτού δύναμις και Θειότης» γράφει ο Απόστολος Παύλος στους Ρωμαίους (α' 20).
Και φαίνεται ακόμα και η αγάπη του Δημιουργού Θεού Πατέρα, γιατί μας τα προσφέρει όλα δωρεάν.Φαίνεται, λοιπόν, ο Δημιουργός.
Γι' αυτό με τούτο το μικρό βιβλίο σε προσκαλώ με χαρά και με αγάπη και σου λέω:
ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟ ΘΕΟ σε ελάχιστα απ' τα πάμπολλα έργα Του. "Ομως και σε τούτα τα ελάχιστα θα τον δεις πάνσοφο και παντοδύναμο και πανάγαθο.
«Λάμπει και στα πιο μικρά πράγματα η Θεική δύναμη. Μέγιστος και στα ελάχισrα φαίνεται ο Θεός», έγραφε ένας ποιητής. Και θα πειστείς και θα χαρείς πάρα πολύ που έχεις ένα τέτοιο Πατέρα. Και θα ζεις νιώθοντας ασφάλεια και δύναμη και αγάπη.

ΕΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟ ΘΕΟ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ
Ο ουρανός -το αστρονομικό σύμπαν - το σύμπαν των γαλαξιών (σε δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια τους μετρούν!) με βάθος 18 δισεκατομμυρίων ετών φωτός! (η ταχύτης του φωτός είναι 300.000 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο) και διάμετρο 35 δισεκατομμύρια ετών φωτός! Με υπερσμήνη γαλαξιών, σμήνη γαλαξιών, γαλαξίες, αστέρες, ραδιοπηγές, πλανήτες. Μόνο ο γαλαξίας μας έχει ένα τρισεκατομμύριο αστέρες! Και όλα αυτά με τον όγκο του το καθένα. Το βάρος του. Την πυκνότητά του. Την απόστασή του. Την τροχιά του. Τις περιστροφές περί τον άξονά του. Με κινήσεις καταπληκτικές και υπερμεγαλιώδεις στην αρμονία τους!
Δέστε ένα πίνακα με κέντρο τον γαλαξία μας διαφόρων γαλαξιών και σμηνών γαλαξιών:
απόσταση σε έτη φωτός
Νέφη Μαγγελλάνου 230.000
Γαλαξίαν 'Ανδρομέδας 2.730.000
Μ51 Σπειροδειδης γαλαξίας 12.000.000
Κένταυρος Α (Ραδιογαλαξίας) 14.300.000
Μ87 ('Ελλεπτικός γαλαξίας) 42.000.000
Σμήνος παρθένων 18.000.000
Σμήνος Κόμης Βερενίκης 129.000.000
Σμήνος "Υδρας 3.300.000.000
Κβάζαρ 16.000.000.000(;)


Ποιός έθεσε σε κίνηση όλα τούτα τα αστέρια; Ποιός διορθώνει τις τροχιές τους;
Ποιός τους έδωσε τόσο μεγαλοπρεπή αρμονία; ΠΟΙΟΣ;

Η ΕΝΕΡΓΕΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
Το ποσό της συνολικής ενέργειας που ακτινοβολεί ο ήλιος σε κάθε λεπτό της ώρας ισοδυναμεί με έργα:
504.000.000.000.000.000.000.000 (504 εξάκις εκατομμύρια) ίππων! Το επαναλαμβάνω: Το λεπτό!
Αν τά 504 εξάκις εκατομμύρια ίππων δύναμη συγκεντρώνονταν και πίεζαν τη γη, αντίθετα πρός τήν διεύθυνση της έλξεως, η γη θα άρχιζε να απομακρύνεται απ' τον ήλιο με ταχύτητα 10 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Σε διάστημα έξη μηνών η γη μας θα ήταν τόσο μακριά απ' τον ήλιο, που θα εξαφανιζόταν κάθε ζωή. Και αν πίεζε και τους άλλους πλανήτες μέσα σε 33 χρόνια θα διαλυόταν το ηλιακό σύστημα.
Δεν γίνονται όμως αυτά τα θανατηφόρα γιατί κάποιος κανόνισε να παίρνει η γη φως και θερμότητα μόνο όση χρειάζεται.
''Αν, πάλι, ο ήλιος δεν κατεύθυνε, όπως και όσο ως τώρα, την ενέργειά του στη γη μας, δεν θα είχαμε τις συνθήκες ζωής που έχομε για το φυτικό, τον ζωικό και τον ανθρώπινο κόσμο. Η γη μας θα ήταν ένα απέραντο νεκροταφείο...
Ποιός κρατά τον ήλιο και τη γη, αιώνες τώρα, σ' αυτές τις ζωαπάροχες συνθήκες;
Μη σκεφθείτε ότι δεν αλλοιώνονται τα υλικά στοιχεία τους, πράγμα που θα πει ότι δεν αλλάζουν οι αναλογίες βάρους, ταχύτητας, έλξεως κλπ. Αλλοιώνονται και αλλάζουν. Οι διάσημοι αστρονόμοι Eddington και Jeuns υπολόγισαν ότι o ήλιος χάνει από το βάρος του τριακόσια εξήντα δισεκατομμύρια τόννους την ημέρα.
"Ομως κάποια δύναμη, όπως λένε σύγχρονοι κοσμολόγοι, τα επαναφέρει στην αρμονία που χρειάζεται.
Ποιά είναι αυτή η λογική, ζωοπάροχη, φιλάνθρωπη και παντοδύναμη δύναμη;
ΠΟΙΟΣ;

ΟΙ ΥΠΕΡΩΔΕΙΣ ΑΚΤΙΝΕΣ
Ο ήλιος έχει στην επιφάνειά του θερμοκρασία 6000" Κελσίου και στο εσωτερικό του 15.000.000" Ετσι, είναι όλος ένα εργοστάσιο παραγωγής υπεριωδών ακτίνων που τις εκπέμπει συνεχώς. Αυτές οι ακτίνες όμως, με τη δύναμη που έχουν, θα κατέστρεφαν αμέσως κάθε ζωή επάνω στη γη.Τι έπρεπε νά γίνει τώρα; Κάτι που να προστατέψει τη ζωή. Κάτι που να αφήσει να φτάσουν στην επιφάνεια της γης μόνο όσες χρειάζονται.Έγινε λοιπόν. Και δεν έγινε μόνο αλλά παραμένει αναλλοίωτη η σύνθεση της ατμόσφαιρας της γης έτσι, που να αποτελεί ένα φίλτρο, που να αφήνει να περνά μόνο η χρήσιμη ποσότητα. Και αυτό το φίλτρο το αποτέλεσαν τα αέρια άζωτο και όζον. Και τούτα τα δύο αέρια «φροντίζουν ώστε οι υπεριώδης ακτινοβολία, η οποία είναι επικίνδυνη για τη ζωή, να μένει μακρυά από τη γη '',γράφει ο αστρονόμος καθηγητής W.Becker.και μεγάλος αστροφυσικός Fr. Wnipple γράφει: «Η ατμόσφαιρα
μας προστατεύει από τις θανατηφόρες ακτινοβολίες του διαστήματος. Το όζον αποτελεί την ασπίδα για τις μικροτέρου μήκους κύματος υπεριώδεις ακτίνες, που είναι επικίνδυνες για την υγεία. Το οξυγόνο, το άζωτο και άλλα συστατικά της ατμόσφαιρας αποκόπτουν τις πολύ υπεριώδεις ακτίνες, που δεν συγκρατεί το όζον». Και έτσι, αυτό το σύνθετο και καταλληλότατο φίλτρο προστατεύει τη ζωή στη γη.
Ποιός είναι αυτός πού έχει τέτοια πάνσοφη επιστημονική γνώση, αλλά και την δύναμη να κατασκευάσει αυτό τό ζωτικής σημασίας σωτήριο φίλτρο; Και όχι μόνο να το κατασκευάσει μια φορά, αλλά και να ρυθμίζει και να διατηρεί αλάνθαστη τη λειτουργία του αιώνες τώρα;
ΠΟΙΟΣ;
(απόσπασμα από το βιβλίο ΔΕΣ ΟΛΑ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ. Ιωσήφ.Δ. Αγαπητού )


Ανάμεσα στους χιλιάδες των αγίων που τιμά και γεραίρει η Εκκλησία μας, εξέχουσα θέση έχει το αγιώτατο ζεύγος των μαρτύρων Τιμοθέου και Μαύρας που γιορτάζουμε στις 3 Μαίου και οι οποίοι κατάγονταν από τη θηβαίδα της Αιγύπτου. Ο Άγιος Τιμόθεος γεννήθηκε στο χωριό Παναπέων της Θηβαίδος, από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, που από μικρό παιδί τον γαλούχησαν με τα νάματα της πίστεως στον αληθινό θεό. Όταν ήλθε στην κατάλληλη ηλικία, πήρε για σύζυγό του την Μαύρα, κόρη ευσεβών γονέων ωραιότατη στην εμφάνιση, με σωφροσύνη και καλοσύνη, αλλά κυρίως με μεγάλη πίστη και αγάπη στο θεό. Ο Αρχιερέας της Θηβαίδος, βλέποντας τη θαυμαστή ζωή του Αγίου, τον διάλεξε και τον τίμησε με το αξίωμα των κληρικών, τον χειροτόνησε Ιερέα και του ανέθεσε την διακονία να διδάσκει και να κατηχεί τους χριστιανούς, ώστε να γίνονται δυνατοί στην πίστη και να μη δειλιάζουν στους διωγμούς και στα βάσανα, διότι βρισκόμαστε στον 3ο αιώνα, την εποχή του Διοκλητιανού, όπου μαίνονταν οι φοβερώτεροι διωγμοί. Με περισσό ζήλο,ο Άγιος Τιμόθεος δίδασκε και εμψύχωνε τον λαό του θεού, αλλά και έφερνε στην αληθινή πίστη τους ειδωλολάτρες που εγκατέλειπαν την ασέβεια και βαπτίζονταν στο όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος. Δεν πέρασαν 20 μέρες από την ημέρα που τελέστηκε ο γάμος των Αγίων Τιμοθέου και Μαύρας και ο ηγεμόνας της Θηβαίδας Αρριανός συνέλαβε τους Αγίους και τους πρόσταξε να φέρουν μπροστά του όλα τα Ιερά βιβλία με σκοπό να τα κάψει. Ο Άγιος Τιμόθεος αρνήθηκε να του τα δώσει και τότε άρχισαν τα φρικτά του βασανιστήρια. Του τρύπησαν με πυρακτωμένα σίδερα τα αυτιά και μετά τον δέσανε στον φρικτό τροχό, που τα καρφιά που είχε ξέσκιζαν τις σάρκες του μάρτυρα αλλά ο Τιμόθεος παρέμενε καρτερικός σε όλα αυτά και δεν αρνιόταν την πίστη του. Ώσπου, με θαυμαστή επέμβαση ο τροχός σταμάτησε, ελευθερώθηκε ο Τιμόθεος από τα δεσμά του και μπροστά στα μάτια όλων,όλες οι πληγές του θεραπεύτηκαν. Μπροστά σε αυτό το θέαμα πολλοί από αυτούς που παρακολουθούσαν τα φρικτά μαρτύρια του πίστεψαν στον θεό και ζητούσαν να γίνουν αμέσως χριστιανοί. Αλλά ο ηγεμόνας Αρριανός όχι μόνον δεν μεταμελήθηκε, αλλά διέταξε να δέσουν μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό του μάρτυρα και να τον τριγυρίζουν σε όλη την πύλη και κατόπιν να τον κρεμάσουν από ένα δέντρο. Βλέποντας ότι ο άγιος τα υπέμενε όλα με καρτερία, τον έκλεισε στη φυλακή κι έβαλε στον στόχο να μεταπείσει την Αγία Μαύρα, κολακεύοντας την και παροτρύνοντας την να λατρεύσει τα είδωλα. Εκείνη όμως αρνήθηκε να υποκύψει στις απειλές του κι ομολογούσε μόνον την αγάπη της στον Χριστό. Ο ηγεμόνας ακούγοντας την ομολογία της άναψε από θυμό κι αμέσως διέταξε να κόψουν τα πλούσια μαλλιά της και όλα της τα δάκτυλα. Και η Αγία Μαύρα, αντί να κλαίει και να σφαδάζει από τους πόνους, προσευχόταν στο Χριστό και Τον ευχαριστούσε για τα μαρτύρια που την αξίωσε να περάσει για χάρη Του. Βλέποντας την ανδρεία της ψυχή, ο τύραννος πρόσταξε να γεμίσουν ένα μεγάλο καζάνι με βραστό νερό και να ρίξουν γυμνή την Αγία σ' αυτό για να καεί. Ο θεός όμως, ο οποίος διέσωσε και τους τρεις παίδες από την κάμινο την καιομένη στη Βαβυλώνα, δρόσισε το νερό κι έτσι η Αγία παρέμεινε αβλαβής. Ο Αρριανός, πιστεύοντας ότι οι δήμιοι δεν έβρασαν το νερό όπως τους είχε πει, διέταξε την Αγία Μαύρα να του ρίξει νερό στα χέρια από το καζάνι πού βρισκόταν η ίδια, αλλά τα χέρια του ζεματίστηκαν κι εκείνος ούρλιαζε από τους πόνους και τα εγκαύματα. Ο κόσμος που παρακολουθούσε τα φρικτά βασανιστήρια, θαύμαζε την αόρατη εκείνη δύναμη που έδινε κουράγιο και υπομονή στην Αγία. Καταλαβαίνοντας ο ηγεμόνας ότι είχε γελοιοποιηθεί αρκετά, διέταξε τους δήμιους να κατασκευάσουν δύο σταυρούς, έναν για τον Τιμόθεο κι έναν για την Μαύρα και να τους στήσουν στο πιο κεντρικό σημείο της πόλης. Οι δύο νέοι,όταν άκουσαν ότι θα θανατωθούν δια του σταυρού, χάρηκαν κι ευχαριστούσαν τον θεό διότι τους αξίωσε να μαρτυρήσουν με τον ίδιο τρόπο που έχυσε το Τίμιο Αίμα Του ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Πήραν τότε οι δήμιοι τους Αγίους και τους οδήγησαν στον τόπο της καταδίκης. Εκεί οι Άγιοι αγκάλιαζαν ο καθένας τον σταυρό του, τον φιλούσε και τον εγκωμίαζε. Κατόπιν, με λαχτάρα, ξάπλωσαν ο καθένας στον δικό του σταυρό και οι δήμιοι τους σταύρωσαν. Έμειναν πάνω στο σταυρό εννέα μέρες. Και οι δύο εμψύχωναν ο ένας τον άλλον, προσεύχονταν και χαίρονταν, έχοντας τον νου τους στραμμένο στον Ουρανό. Ακόμη και πάνω στο σταυρό, ο διάβολος προσπαθούσε να τους ξεγελάσει με οπτασίες, αλλά ο Χριστός έστειλε άγγελο δίπλα τους που τους ενεθάρρυνε και τους έδειξε με θαυμαστό τρόπο αυτά που τους περίμεναν κοντά στη δόξα του θεού. Έτσι, γεμάτοι χαρά κι αγαλλίαση, παρέδωσαν στον Χριστό κι αγαπημένο τους Νυμφίο, οι μακάριοι μάρτυρες Τιμόθεος και Μαύρα την ψυχή τους στις 3 Μαίου. Κάποιοι χριστιανοί έδωσαν χρήματα στους στρατιώτες και πήραν τα σώματα των μαρτύρων, τα οποία έθαψαν με τιμές και ευλάβεια. Τα λείψανα τους τελούν άπειρα θαύματα σε όσους τους τιμούν και τους επικαλούνται.
Περικαλλής ναός έχει κτιστεί στο χωριό Μαχαιράδο της Ζακύνθου στο οποίο υπάρχουν και λείψανα των Αγίων και προστρέχουν εκεί οι πιστοί που τιμούν το ευλαβές ζεύγος των μαρτύρων και λαμβάνουν ότι με πίστη ζητούν από εκείνους. Επίσης στην Ηλιούπολη Αθηνών υπάρχει περικαλλής ναός των Αγίων, αλλά και σε άλλα μέρη της Ελλάδος. Το μαρτύριο τους ήταν φοβερό και βλέποντας το όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά ακόμα και οι άγγελοι σίγουρα εξεπλάγησαν. Γι' αυτό και ο στεφοδότης Χριστός μας στον ουρανό τους στεφάνωσε ενδόξως και στη γη ενεργεί διαμέσου των λειψάνων τους άπειρα θαύματα. Σε μας μένει το μεγάλο παράδειγμα του μαρτυρίου τους και της ομολογίας τους, μένοντας εκστατικοί και παίρνοντας παράδειγμα ακόμα και για την καθημερινή μας ζωή, βλέποντας τον φθαρτό πηλό να υπομένει τόσα βάσανα και μαρτύρια, ακόμα και τη φρικτή σταύρωση, αντλώντας όλη αυτή την δύναμη από την αγάπη και την πίστη προς το Νυμφίο Χριστό μας.
Η μνήμη τους εορτάζεται κάθε χρόνο στις 3 Μαίου.
Απολυτίκιο.
Ήχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως ζεύγος ομόζυγον, και ξυνωρίς θαυμαστή, Τιμόθεε πάνσοφε, και Μαύρα νύμφη Χριστού, ενθέως ηθλήσατε, σύμμορφοι γαρ οφθέντες, των παθών του Κυρίου, δόξης ακατάλυτου, ηξιώθητε άμφω, πρεσβεύοντες τω Σωτήρι, υπέρ των ψυχών ημών.





Η απιστία προέρχεται από την υπερηφάνεια.Ο υπερήφανος ισχυρίζεται πως θα γνωρίσει τα πάντα με το νου του και την επιστήμη, αλλά η γνώση του θεού παραμένει ανέφικτη γι' αυτόν, γιατί ο θεός γνωρίζεται μόνο με αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος. Ο Κύριος αποκαλύπτεται στις ταπεινές ψυχές. Σ' αυτές δείχνει τα έργα Του, πού είναι ακατάληπτα για το νου μας. Με τον φυσικό μας νου μπορούμε να γνωρίσουμε μόνο τα γήινα πράγματα, κι αυτά μερικώς, ενώ ο θεός και όλα τα ουράνια γνωρίζονται με το Άγιο Πνεύμα.
Μερικοί μοχθούν σε όλη τους τη ζωή για να μάθουν τι υπάρχει στον ήλιο ή στη σελήνη ή κάτι παρόμοιο, αλλ' αυτά δεν ωφελούν την ψυχή. Αν όμως προσπαθούσαμε να γνωρίσουμε τι υπάρχει μέσα στον άνθρωπο, τότε θα βλέπαμε στην ψυχή του αγίου τη βασιλεία των ουρανών, ενώ στην ψυχή του αμαρτωλού σκοτάδι και κόλαση. Και είναι ωφέλιμο να το ξέρουμε, γιατί θα είμαστε αιώνια είτε στη βασιλεία είτε στην κόλαση.
Ο νωθρός στην προσευχή εξετάζει με περιέργεια τα πάντα, όσα βλέπει στη γη και στον ουρανό, αλλά δεν γνωρίζει ποιος είναι ο Κύριος ούτε προσπαθεί να το μάθει. Κι όταν ακούει διδασκαλία για το θεό, λέει:
Μα πως είναι δυνατό να γνωρίσουμε το θεό; Κι εσύ από που Τον γνωρίζεις;
θα σου πω: Μαρτυρεί το Άγιο Πνεύμα, Αυτό γνωρίζει και μας διδάσκει.
Αλλά μήπως το Πνεύμα είναι ορατό;
Οι απόστολοι Το είδαν να κατεβαίνει σε πύρινες γλώσσες, κι εμείς Το αισθανόμαστε μέσα μας. Είναι γλυκύτερο από κάθε τι γήινο. Αυτό γεύονταν οι προφήτες και μιλούσαν στο λαό και ο λαός τους πρόσεχε. Οι άγιοι απόστολοι έλαβαν Άγιο Πνεύμα και κήρυξαν σωτηρία στον κόσμο χωρίς να φοβούνται τίποτα, γιατί τους ενίσχυε αυτό το Πνεύμα. Το ίδιο και οι μάρτυρες και οι ασκητές πήγαιναν χαρούμενοι στο μαρτύριο και την κακοπάθεια. Γιατί το Άγιο Πνεύμα, το αγαθό και γλυκό, έλκει την ψυχή στην αγάπη του Κυρίου. Κι έτσι η ψυχή, χάρη στη γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος, δεν φοβάται τα βασανιστήρια.Πολλοί άνθρωποι λένε σήμερα πως δεν υπάρχει θεός. Μιλούν έτσι γιατί στην καρδιά τους ζει υπερήφανο πνεύμα, που τους υποβάλλει ψέμματα κατά της Αλήθειας και της Εκκλησίας του θεού. Νομίζουν πως είναι σοφοί, ενώ στην πραγματικότητα δεν αντιλαμβάνονται καν ότι τέτοιοι λογισμοί δεν είναι δικοί τους, αλλά προέρχονται από τον εχθρό. Αν όμως κανείς τους δεχτεί στην καρδιά του και τους αγαπήσει, τότε γίνεται συγγενής με το πονηρό πνεύμα. Και είθε να μη δώσει ο θεός σε κανένα να πεθάνει σε τέτοια κατάσταση.
Αντίθετα, στην καρδιά των αγίων ζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που τους κάνει συγγενείς του θεού. Οι άγιοι νιώθουν ολοκάθαρα πως είναι πνευματικά παιδιά του ουράνιου Πατέρα, και γι' αυτό λένε: "Πάτερ ημών...".
Η υπερηφάνεια εμποδίζει την ψυχή να μπει στο δρόμο της πίστεως. Στον άπιστο δίνω μια συμβουλή. Ας πει: "Κύριε, αν υπάρχεις, φώτισε με, και θα Σε υπηρετήσω μ' όλη μου την καρδιά και μ' όλη μου την ψυχή". Και ο Κύριος θα φωτίσει οπωσδήποτε μια τέτοια ταπεινή σκέψη και προθυμία για την υπηρεσία του θεού. Δεν πρέπει όμως να λέει: Αν υπάρχεις, παίδεψέ με. Γιατί αν έρθει η τιμωρία, είναι δυνατό να μη βρει τη δύναμη να ευχαριστήσει το θεό και να μετανοήσει.Όταν ο Κύριος σε φωτίσει, τότε η ψυχή σου θα Τον αισθανθεί, θα αισθανθεί πως την συγχώρησε και την αγαπάει, θα το μάθεις με την πείρα σου, και η χάρη του Αγίου Πνεύματος θα μαρτυρεί στην ψυχή τη σωτηρία, και θα θέλεις τότε να διακηρύσσεις σε όλο τον κόσμο: "Πόσο πολύ μας αγαπάει Ο Κύριος!".
Ο Απόστολος Παύλος, όσο δεν γνώριζε τον Κύριο, Τον καταδίωκε. Οταν όμως Τον γνώρισε, τότε γύρισε σ' όλη την οικουμένη κηρύσσοντας το Χριστό.Για να σωθείς, είναι ανάγκη να ταπεινωθείς. Γιατί τον υπερήφανο, και με τη βία να τον βάλεις στον παράδεισο, κι εκεί δεν θα βρει ανάπαυση. Κι εκεί δεν θα είναι ικανοποιημένος και θα λέει: "Γιατί δεν είμαι εγώ στην πρώτη θέση;". Αντίθετα, η ταπεινή ψυχή είναι γεμάτη αγάπη και δεν επιδιώκει πρωτεία, αλλά επιθυμεί για όλους το καλό και ευχαριστιέται με όλα.Δείξαμε μεγάλη αμέλεια και δεν καταλαβαίνουμε πια αν υπάρχει ή κατά Χριστόν ταπείνωση και αγάπη. Βέβαια, η ταπείνωση αυτή και η αγάπη γίνονται γνωστές μόνο με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Εμείς όμως δεν ξέρουμε ότι, για να προσελκύσουμε τη χάρη κοντά μας, πρέπει να την ποθήσουμε μ' όλη μας την ψυχή. Άλλά πως θα ποθήσουμε κάτι που δεν το γνωρίζουμε καθόλου; Και όμως, όλοι μας τη γνωρίζουμε τη χάρη, έστω και λίγο, γιατί το Άγιο Πνεύμα κινεί κάθε ψυχή στην αναζήτηση του θεού.
Ω, πως πρέπει να παρακαλούμε τον Κύριο να δώσει στην ψυχή το ταπεινό Άγιο Πνεύμα! Η ταπεινή ψυχή έχει μεγάλη ανάπαυση, ενώ η υπερήφανη βασανίζει η ίδια τον εαυτό της. Ο υπερήφανος δεν γνωρίζει την αγάπη του θεού και βρίσκεται μακριά Του. Υπερηφανεύεται πως είναι πλούσιος ή επιστήμων ή ένδοξος, μα δεν ξέρει την τραγικότητα της φτώχειας και της απώλειας του, αφού δεν γνώρισε το θεό. Απεναντίας, εκείνον που αγωνίζεται εναντίον της υπερηφάνειας, τον βοηθάει ο Κύριος να νικήσει αυτό το πάθος.Είναι αδύνατο ν' αγαπήσουμε και να γνωρίσουμε τον Κύριο, αν δεν ζήσουμε σύμφωνα με τις εντολές Του. Ο άνθρωπος όμως από μόνος του είναι ανίκανος να τηρήσει τις εντολές του θεού. Γι' αυτό ο Ιησούς είπε: «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν» (Ματθ. 7:7). Αν δεν ζητάμε, βασανίζουμε μόνοι μας τον εαυτό μας και χάνουμε τη χάρη του Άγίου Πνεύματος.Στον αγώνα μας πρέπει να είμαστε ανδρείοι. Ο Κύριος αγαπάει την ανδρεία και συνετή ψυχή. Αν δεν έχουμε ανδρεία και σύνεση, τότε πρέπει να τα ζητάμε από το θεό και να υπακούμε στους πνευματικούς, γιατί σε αυτούς ζει η χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο άνθρωπος μάλιστα, που ο νους του έπαθε βλάβη από δαιμονική ενέργεια, ιδίως αυτός πρέπει να υπακούει στον πνευματικό και να μην εμπιστεύεται καθόλου τον εαυτό του.
Οι ψυχικές συμφορές μας έρχονται από την υπερηφάνεια, ενώ τις σωματικές τις παραχωρεί πολλές φορές ο θεός από αγάπη για μας, όπως έγινε με τον πολύαθλο Ιώβ.Είναι πολύ δύσκολο να διαγνώσεις μέσα σου την υπερηφάνεια. Να όμως μερικά συμπτώματα: Αν σε προσβάλλουν δαίμονες ή σε βασανίζουν κακοί λογισμοί, αυτό σημαίνει πως δεν έχεις ταπείνωση. Γι' αυτό, έστω κι αν δεν αντιλήφθηκες την υπερηφάνεια σου, ταπεινώσου.Αν είσαι οξύθυμος ή, όπως λένε, νευρικός, αυτό είναι αληθινή συμφορά. Κι αν πάσχεις από παροξυσμούς και φοβίες, θα γιατρευτείς με τη μετάνοια, με το ταπεινό φρόνημα και με την αγάπη για τον αδελφό σου, ακόμα και για τους εχθρούς. Όποιος δεν αγαπάει τους εχθρούς, σε αυτόν δεν έχει κατοικήσει ακόμα η χάρη του θεού.Στην πλάνη πέφτει κανείς είτε από απειρία είτε από υπερηφάνεια. Κι αν είναι από απειρία, ο Κύριος θεραπεύει γρήγορα αυτόν που πλανήθηκε. Αν όμως είναι από υπερηφάνεια, τότε θα υποφέρει για πολύν καιρό η ψυχή, ώσπου να μάθει την ταπείνωση, και τότε θα θεραπευθεί από τον Κύριο.
Στην πλάνη πέφτουμε όταν νομίζουμε πως είμαστε πιο συνετοί και έμπειροι από τους άλλους, ακόμα κι από τον πνευματικό μας πατέρα. Έτσι σκέφτηκα κι εγώ με την απειρία μου, και γι' αυτό υπέφερα. Ευχαριστώ βαθιά το θεό, γιατί έτσι με ταπείνωσε, με νουθέτησε και δεν πήρε το έλεός Του από μένα. Και τώρα σκέφτομαι πως χωρίς εξομολόγηση στον πνευματικό δεν είναι δυνατό ν' απαλλαγούμε από την πλάνη, γιατί στον πνευματικό έδωσε ο θεός τη χάρη του «δεσμείν και λύειν».

(Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτου


Επάνω σ'αυτή την μικρή επιφάνεια στέγης από πέτρινες πλάκες έχουν φυτρώσει τα 17 πανύψηλα δέντρα και μένουν στους αιώνες ως κατάπληξη και θαυμασμό στα μεγαλεία του Θεού.Είναι απορίας άξιον να ρωτήσει κανείς πως συντηρούνται αυτά τα δέντρα από νερό,και πως στέκονται σε μια επιφάνεια στέγης,που άντε νάχει πάχος 40 εκατοστά.Στην αυλή του σπιτιού μου έχω ένα δέντρο πλαισιωμένο με μπετόν αρμέ 15 εκατοστά πάχους τουλάχιστον και όμως οι ρίζες του δέντρου το έχουν σηκώσει στον αέρα.Αντιληφθείτε τώρα με ίσους όρους να πας να συγκρίνεις το ένα με το άλλο.Και δεν γεννάται μόνο αυτό το ερώτημα.Γεννώνται πολλά.Πως για παράδειγμα με τους ανέμους που πολλαπλασιάζουν την τεράστια δύναμη στη βάση του δέντρου οποιαδήποτε τέλος πάντων είναι αυτή, ώστε να κατεδαφίσουν ως χάρτινο πύργο αυτό το μικρό εκκλησάκι; Ο κοινός νους κάπου εδώ σταματάει.Ο επιστημονικός νους θα σηκώσει ψηλά τα χέρια αφού διαπιστώνει ότι το φαινόμενο πάει κόντρα στους νόμους της τάξεως της φύσης,ενώ υπάρχουν βεβαίως και μερικοί από τον συμπαθή αυτό κλάδο που δίνουν κάποια σενάρια,εξήγηση με δικιά τους βεβαίως λογική αλλά δεν ξέρω κατά πόσο αυτά έχουν βάση και το κυριότερο κατά πόσον αυτά που λένε πείθουν κιόλας.Κάτι άλλο που έχω προσέξει (χωρίς να το έχω διασταυρώσει αν τα δέντρα είναι φυλλοβόλα) από μια φθινοπωρινή φωτογραφία που έχω βγάλει, φαίνονται τα γύρω δέντρα να είναι ξερά τα φύλλα τους και πεσμένα,ενώ αντιθέτως των δέντρων στη σκεπή του ναιδρίου να φαίνονται καταπράσινα.Οι λίγες αυτές γραμμές σε καμμιά περίπτωση δεν μπορούν να δώσουν το μέγεθος του θαυμαστού αυτού φαινομένου στον αναγνώστη,αν ο τελευταίος δεν πάει πρώτα εκεί να το διαπιστώσει με τα ίδια του τα μάτια.Και αυτό γίνεται.Πάρα πολλοί έρχονται και το βλέπουν το φαινόμενο με ποικίλες διαθέσεις και ερμηνείες,πολλοί μάλιστα έχουν και τη συνήθεια καταμέ όχι και τόσο σεβαστή να μαδάνε τα δέντρα παίρνοντας κοντά τους κλωνάρια...σε κάθε περίπτωση όμως αυτό που αξίζει και μένει φανερό ανά τους αιώνες είναι αυτά καθ'αυτά τα μεγαλεία που χαρίζει ο Θεός κατά καιρούς σε ανθρώπους που τον ευαρεστούν...
δικαιολογημένο μεγάλο ενδιαφέρον για την αγία και τα θαυμαστά της.Αρκετά βιογραφικά στοιχεία,φωτογραφίες και άλλα πολλά ,πατάτε στον πιο κάτω σύνδεσμο.
ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.