Άγιος Χριστόφορος


Γεννήθηκε από βαρβάρους
Ο Άγιος Χριστόφορος είναι ένας από τους δημοφιλέστερους μάρτυρας. Τον αγαπούν και τον τιμούν σ' Ανατολή και Δύση. Κατέχει σπουδαία θέση εις το Αγιολόγιο της Εκκλησίας μας.
Και όμως.Τίποτε δεν έδειχνε, ότι ο άνθρωπος αυτός θα γίνει μια μέρα σπουδαίος, μεγάλος και άγιος. Όλα του ήταν αντίξοα από τα μικρά του χρόνια. Γεννήθηκε περί το 200 μ.Χ., σε μια βάρβαρη χώρα της Ανατολής και της Ασίας. Γεννήθηκε και από μια φυλή ανθρωποφάγων που όταν πιάνανε τον αδύνατον, τον τεμαχίζανε, του ρουφούσαν το αίμα σαν γάλα, του έψηναν τις σάρκες και τις τρώγανε με μεγάλη ευχαρίστηση.
Αυτός μάλιστα είχε προικισθεί και με σώμα αθλητικών διαστάσεων. Ήταν γιγαντόσωμος. Ήταν όμως και πολύ άσχημος. Γι' αυτό και τον ονόμασαν Ρέπροβο, που σημαίνει, κακομούτρης δηλ. σκυλομούρης «κυνοπρόσωπος».
Και όμως. -Είχε στο βάθος καλή καρδιά και γι' αυτό ο θεός τον καθοδήγησε να γνωρίσει τον Χριστόν και να μάθει την Αλήθεια του Ευαγγελίου.Και ιδού πώς:
Πως γνώρισε. τον Βασιλέα χριστό,
Επειδή είχε μεγάλη σωματική δύναμη, ξεκίνησε προς Δυσμάς για να βρει κανένα Βασιλέα ή άρχοντα να τον υπηρετήσει ως σωματοφύλακας του Τότε υπήρχαν κατά τόπους πολλοί ηγεμόνες και βασιλείς και σε ένα τέτοιον, ασφαλώς θα ήταν χρήσιμος. Ήθελε να βρει τον πιο μεγάλον.Καθ' οδόν όμως σε ένα ερημικό μέρος βρήκε ένα γέροντα.
Ήτανε Ασκητής. Ο Ασκητής τον καλοδέχθηκε και τον φιλοξένησε με τα φτωχικά του μέσα. Του έκαμε εντύπωση η καλοσύνη και η αγάπη του Ασκητού.Στη συζήτηση ο γιγαντόσωμος τον ερώτησε, μήπως ξέρει κανένα Βασιλέα μεγάλον, για να τον υπηρετήσει. Ο Ασκητής του είπε, ότι πράγματι ξέρει τον πιο μεγάλο Βασιλέα, που υπάρχει και εννοούσε τον Χριστόν.
—Αυτόν, αν υπηρετήσεις θα αμειφθείς πλουσιοπάροχα, του είπε.
Τέλος, με λίγα λόγια, τον κατήχησε εις Χριστό. Τον δίδαξε την πίστη και την διδασκαλία του Ευαγγελίου.
—Και πως θα τον ευχαριστήσω τον Βασιλιά Χριστό; Τι να κάνω; τον ερώτησε.
—Νήστευε και προσεύχου, του είπε ο Ασκητής.
—Να προσεύχομαι δεν ξέρω, του απαντά ο Ρέπροβος. Και να νηστεύω δεν μου είναι πολύ εύκολο.
—Τότε, του λέγει ο Ασκητής, να θέσεις τη δύναμή σου και το γιγαντιαίο σώμα σου στην υπηρεσία Εκείνου.
—Πώς; Υπάρχει τρόπος;
—Μάλιστα, του λέγει ο Ασκητής. Βλέπεις αυτό το ποτάμι; Γεφύρι δεν έχει και πολλοί ταλαιπωρούνται και πνίγονται. Αι, λοιπόν! Συ θα παίρνεις τους διαβάτες στον ώμο σου και θα τους περνάς πέρα, στην αντίπερα όχθη. Με αυτόν τον τρόπο Τον υπηρετείς. Είναι σαν να περνάς εκείνον. Και έτσι θα σώσεις και την ψυχήν σου.
—Αυτό ευχαρίστως να το κάμω, είπε.
Πράγματι! Από τότε έφτιασε ένα καλύβι κοντά στο ποτάμι και μετέφερε όλους στην πλάτη του δωρεάν. Το έκανε για να υπηρετήσει τον Βασιλέα Χριστό και για να σώσει την ψυχή του.
Πως μετέφερε τον Χριστό
Κάποτε όμως ήταν μια βραδιά κατασκότεινη και πολύ άσχημη. Άστραφτε και βροντούσε κι έβρεχε ραγδαία. Το ποτάμι είχε κατεβάσει. Ο Ρέπροβος στο καλύβι του έκανε την προσευχή του. Μέσα στην σκοτεινή εκείνη νύκτα, που ακούγονταν οι κεραυνοί και οι αστραπές αυλάκωναν τον ουρανό,ακούει από την άλλη όχθη του ποταμού κλάματα μικρού παιδιού. Του φώναζε να το περάσει πέρα, για να μην πεθάνει από το κρύο και την βροχή·
Ο ΡέπροΒος βρέθηκε σε δίλημμα. Να μείνει και να μη πάει; Ήταν αμαρτία. Διότι θα πέθαινε το παιδί. Να επιχειρήσει να το μεταφέρει; Ήταν επικίνδυνο, διότι το ποτάμι ήταν κατεβασμένο.Προτίμησε λοιπόν το δεύτερο. Πήρε ένα μεγάλο ξύλο (σταλίκι), έκαμε το σταυρό του και μπήκε στο ποτάμι. Πέρασε πέρα και πήρε στον ώμο του το παιδί.
Όταν μπήκε στο ποτάμι, το παιδί του φαινότανε, πως βάραινε διαρκώς. Αγκομαχούσε. Ήταν κάθιδρως. Στηριζότανε με δύναμη στο ξύλο, για να περάσει και να μη παρασυρθεί από το κατεβασμένο ποτάμι. Η δοκιμασία ήταν μεγάλη. Επιτέλους έφθασε στην αντίπερα όχθη.
—Παιδί μου, του λέγει, τον κόσμο όλον, αν σήκωνα, δεν θα ήταν τόσο βαρύς όσο εσύ.
—Και όμως! του είπε το παιδί. Μετέφερες όχι μόνον τον κόσμο όλον, αλλά Εκείνον, που έπλασε τον κόσμο. Είμαι ο Βασιλεύς Χριστός, τον οποίον εδώ υπηρετείς.Έπειτα από τα λόγια αυτά, το παιδί έγινε άφαντο.
Γι' αυτό και ζωγραφίζεται περνώντας το ποτάμι, στηριζόμενος στο ξύλο και με το παιδίον Χριστό στον ώμο. Επειδή δε μετέφερε τον Χριστό ονομάσθηκε, κατόπιν όταν βαπτίσθηκε, από ΡέπροΒος Χριστοφόρος.,
Από το περιστατικό αυτό, που μετέφερε τον Χριστό, είναι και ο προστάτης των μεταφορών. Είναι ο προστάτης των αεροπόρων, των αυτοκινητιστών, των ταξιδιωτών και όλων των επαγγελμάτων, που απαιτούν μεγάλες δυνάμεις. Γι' αυτό θα δείτε στα αυτοκίνητα, στα αεροπλάνα και σε όλα τα μεταφορικά μέσα την εικόνα του.
Αιχμάλωτος στη Ρώμη
Αλλά το θεάρεστο αυτό έργο της μεταφοράς των ανθρώπων εις τον ποταμόν, αναγκάσθηκε κάποτε να το σταματήσει. Διότι, έφθασαν εκεί οι Ρωμαικές λεγεώνες και κατέκτησαν την χώρά. Τον συνέλαβαν αιχμάλωτο και τον μετέφεραν τον Χριστοφόρο στη Ρώμη ως δούλο.Η κραταιά Ρώμη, που καυχάτο δια την ισχύν της, στηριζότανε εις την βίαν. Εκεί τον κακομεταχειρίσθηκαν. Κανένας δεν του έδινε σημασία. Μόνο να του εκμεταλλεύονται τις δυνάμεις και να τον ειρωνεύονται τον ήθελαν. Τον έλεγαν Ρέπροβο, ασχημομούρη, αγριάνθρωπο.Και όμως, μέσα σ' αυτό το δύσμορφο σώμα κρυβότανε ένας αδάμαντας, που τον πρόσεξαν οι διωκόμενοι Χριστιανοί. Αυτοί τον πήρανε στις συγκεντρώσεις των. Έμεινε κατάπληκτος από την αγάπη που του έδειξαν οι πιστοί.Φαίνεται, ότι είχε καταταγεί και εις τας Ρωμαικάς Λεγεώνας κι επολέμησε επί Γόρδιου και Φιλίππου εναντίον των Περσών.
Λύνεται η γλώσσα του
Το τέταρτο έτος της βασιλείας του ο αυτοκράτορας Δέκιος κήρυξε διωγμό εναντίον των Χριστιανών. Έστειλε προς όλους τους τοπάρχας διατάγματα να αναγκάζουν του Χριστιανούς να τρώνε ειδωλόθυτα, δηλ. τροφές,που τις είχαν μιάνει με τα αίματα των θυσιών. Όσοι δε δεν ήθελαν να φάνε και ν' αρνηθούν τον Χριστό, διέταξε να τους τιμωρούν με παντοειδή βασανιστήρια και κατόπιν να τους θανατώνουν.Όλοι τώρα οι άρχοντες και οι ηγεμόνες των πόλεων φρόντιζαν ποιος να αρέσει περισσότερο στον Αυτοκράτορα, εφαρμόζοντας τις διαταγές του με ακρίβεια και σκληρότητα. Έτσι οι μεν ειδωλολάτραι προστατεύοντο, οι δε Χριστιανοί εδιώκονταν παντού σκληρά.
Ο Χριστόφορος ευρίσκεται εις τα μέρη της Λυκίας. Βλέποντας όμως κάθε μέρα τους ειδωλολάτρες να βασανίζουν τους Χριστιανούς, ελυπόταν πολύ. Ήθελε να τους ελέγξει τους ειδωλολάτρας γι αυτό. Επειδή όμως, δυσκολεύετο να μιλήσει καλά, βγήκε έξω από την πόλη, σε ένα παράμερο σημείο, γονάτισε και προσευχήθηκε στο θεό.
—θεέ μου, του είπε, άκουσε με και λυπήσου τον ανάξιο δούλο σου. Σε παρακαλώ άνοιξε μου τα χείλη και δώσε μου λαλιά να μπορέσω να ελέγξω τον τύραννον.Δεν απόσωσε όμως την προσευχή του και να! παρουσιάζεται μπροστά του ένας λευκοφορεμένος Άγγελος, που του είπε:
—Ρέπροβε, εισακούσθηκε η προσευχή σου. Σήκω επάνω, για να λάβεις την χάρη από τον Κύριο.
Μόλις σηκώθηκε άγγιξε τα χείλη του με το δάκτυλο του ο Άγγελος και του φύσηξε στο στόμα. Αμέσως τότε λύθηκε η γλώσσα του και μίλησε ελεύθερα. Μιλούσε σαν ρήτορας.
Ελέγχει τους χριστιανομάχους
Γύρισε τότε αμέσως στην πόλη και βλέποντας να βασανίζουν μερικούς Χριστιανούς, πόνεσε η καρδιά του, σαν να βασανίζανε αυτόν. Τους έλεγξε τους ειδωλολάτρας και τους είπε:
—Τυφλοί και σκοτισμένοι, γιατί τους βασανίζετε; Δεν σας φθάνει που παραδώσατε τις ψυχές σας στο Σατανά; Αναγκάζετε και μας που αγαπούμε τον θεόν, να απολεσθούμε μαζί σας. Εγώ σας το δηλώνω: είμαι Χριστιανός και δεν καταδέχομαι να προσκυνήσω τους θεούς σας, τους ψεύτικους, τους άχρηστους, τους σιχαμερούς. Ενώ έλεγε αυτά ο Άγιος, ένας υπηρέτης, Βάκχιος ονόματι, που ήταν εκεί, τον κτύπησε στο στόμα.
—Δεν σου δίδω την απάντηση και δεν σε πληρώνω, όπως σου αξίζει, του είπε με πραότητα ο Άγιος.Ο Χριστός μου και Σωτήρας μου με εμποδίζει. Αλλά αν θυμώσω, δεν θα μπόρεσει να με νικήσει όλο το διεφθαρμένο βασίλειό σας.
Ο Βάκχιος πήγε αμέσως στο Βασιλιά, που ήταν εκεί και του είπε τα καθέκαστα.
Είναι τώρα, Βασιλιά, λίγες μέρες, που βρίσκεται εδώ ένας φοβερός γίγαντας. Είναι άγριος στη μορφή και στο βλέμμα. Τα δόντια του βγαίνουν έξω από το στόμα του, σαν του χοίρου και το κεφάλι του είναι σαν του σκύλου. Είναι τόσο ασχημομούρης, που δεν μπορώ να σου τον περιγράψω. Και το σπουδαιότερο είναι, που βλαστημάει τους θεούς μας και την βασιλεία σου. Γι' αυτό εγώ τον ράπισα στο πρόσωπο. Τότε εκείνος καυχήθηκε, ότι δεν φοβάται όλο σου το βασίλειο. Έτρεξα όμως να σου τα πω, μήπως ο θεός των Χριστιανών τον έστειλε αυτόν τον γιγαντόσωμο να τους βοηθήσει.
Ο Δέκιος σαν τάκουσε αυτά, οργίσθηκε και του είπε:
—Μήπως έχεις δαιμόνιο και γι' αυτό σου φάνηκε έτσι; Αμέσως κατόπιν διέταξε διακόσιους στρατιώτες λέγοντας:
—Να πάτε, να τον δέσετε και να μου τον φέρετε. Εάν όμως σας προβάλει αντίσταση, να τον κάμετε χίλια κομμάτια και μένα να μου φέρετε το κεφάλι, για να ιδώ εάν είναι τόσο φοβερός, που λέγει αυτός ο δειλός.
Πολλαπλααιάζει το ψωμί
Ο Άγιος εν τω μεταξύ επήγε στην Εκκλησία, έμπηξε το κοντάρι του στο χώμα και αυτός μπήκε μέσα. Εκεί προσευχήθηκε να τον δυναμώσει ο θεός, για να γίνει προθυμότερος στην ομολογία του. Όταν τελείωσε και βγήκε έξω, βλέπει το ξερό κοντάρι, που είχε βλαστήσει εν τω μεταξύ, σαν την ράβδο του Ααρών. Από αυτό το θαύμα πήρε δύναμη και θάρρος για να προχωρήσει στην ομολογία του Χριστού και στο μαρτύριο.
Οι στρατιώται, που έστειλε ο Δέκιος να τον πιάσουν, τον είδανε από μακριά και φοβηθήκανε να τον πλησιάσουν.
—Τι φοβούμαστε; είπε ένας. Άοπλος είναι. Τον πλησίασαν και τον ερώτησαν:
—Από που είσαι, άνθρωπε, και γιατί κλαις;
—Κλαίω, τους είπε, για τους ανθρώπους, που δεν έχουν μυαλό. Που άφησαν τον Αληθινό θεό και προσκυνούν τα αναίσθητα είδωλα...Όταν οι στρατιώτες άκουσαν, που τους μίλησε με πραότητα και καλοσύνη, πήραν θάρρος και του είπαν:
—Ο βασιλεύς μας έστειλε να σε πάμε σ' αυτόν δεμένο, επειδή δεν προσκυνάς τους παλαιούς θεούς, αλλά κάποιον νεώτερον.
—Εάν με αφήσετε, τους αποκρίθηκε, εγώ θα έλθω με τη θέλησή μου. Αλλά να με τραβήξετε δεμένον είναι αδύνατον.
—Εάν δεν θέλεις να ρθεις, του είπαν οι στρατιώτες, πήγαινε όπου θέλεις. Και μεις θα πούμε στο βασιλιά, ότι δεν σε βρήκαμε .
—Όχι, τους είπε ο "Άγιος. Μόνο σας παρακαλώ να με περιμένετε λίγο να πάω να λάβω το Άγιον Βάπτισμα και τότε θα πάμε μαζί στο βασιλιά.
—Δεν μπορούμε, του είπαν, διότι σε ζητούσαμε πολλές μέρες. Και τώρα σώθηκαν οι τροφές μας και πεινούμε. Αν μπορείς να μας βρεις τρόφιμα και να μας θρέψεις, σε περιμένουμε.
Αλλ' ο Χριστόφορος είχε μονάχα ένα κομμάτι ψωμί (άρτου) για να φάει ο ίδιος. Ένας στρατιώτης του είπε:
—Αν έχεις την δύναμη να μας χορτάσεις με αυτό το κομμάτι το ψωμί όλους, ευχαρίστως θα ακολουθήσουμε και μεις τον θεόν τον δικό σου.Στο άκουσμα αυτό, στην καρδιά του Χριστόφορου, του γεννήθηκε κάποια ουράνια ελπίδα. Γι' αυτό αμέσως γονάτισε και προσευχήθηκε.
—Χριστέ μου, είπε, Συ που πολλαπλασίασες στην έρημο τους πέντε άρτους και εχόρτασες εξ αυτών ολόκληρες χιλιάδες, ευλόγησε Σε παρακαλώ και τώρα το κομμάτι τούτο, για να χορτάσουν οι πεινασμένοι, να πιστέψουν, να φωτισθούν, να Σε γνωρίσουν και να σε ομολογήσουν.Οι στρατιώται τον κοίταζαν, που προσηύχετο γονατιστός. Τι περίμενε και τι ήλπιζε ο άνθρωπος αυτός; Αλλ' έξαφνα, έβαλαν όλοι φωνή θαυμασμού. Διότι είδαν το κομμάτι εκείνο να πολλαπλασιάζεται, διότι Άγγελος Κυρίου φάνηκε μπροστά τους και το ευλόγησε. Πλήθυνε τόσο πολύ, που μπορούσαν να χορτάσουν και να περισσέψει.
βαπτίζει τους διώχτας του
Έπειτα από το θαύμα αυτό, οι στρατιώτες που πήγαν να τον συλλάβουν, συνελήφθησαν από αυτόν. Όχι όμως για να απολεσθούν, αλλά για να σωθούν.Ξέχασαν τότε την πείνα τους. Έπεσαν στα πόδια του Χριστόφορου και τον παρακαλούσαν να τους μιλήσει, για τον θεό του. Εκείνος τους είπε να φάνε και κατόπιν, γεμάτος χαρά, τους δίδαξε την διδασκαλία του Κυρίου, που περιέχεται στο Ευαγγέλιο. Το δίχτυ γέμισε από ψάρια. Όλοι τους, μηδενός εξαιρουμένου, με μια φωνή του δήλωσαν, ότι γίνονται Χριστιανοί.Ξεκίνησαν τότε όλοι μαζί χαρούμενοι και, αντί να πάνε στο βασιλιά, πήγανε στην Αντιόχεια και παρουσιασθήκανε στον Επίσκοπο Βαβύλαν, ο οποίος κατόπιν μαρτύρησεν και αγίασε. Χάρηκε βεβαίως και εκείνος, όταν έμαθε τα θαυμάσια, που ενήργησε ο θεός δια του Χριστόφορου. Κατήχησε καλύτερα τους στρατιώτες και τους εβάπτισε. Μαζί μ' αυτούς εβάπτισε και τον Ρέπροβον, που τον ονόμασε Χριστοφόρον, διότι είχε μεταφέρει άλλοτε τον Χριστόν.
Συνεδούλευσε τότε ο Άγιος Χριστόφορος τους στρατιώτες να επιστρέψουν στο βασιλιά. Στο δρόμο δε, τους έλεγε:
—Αδέλφια μου αγαπημένα, έχετε πιστέψει και γνωρίσει τον θεό. Τώρα γι Αυτόν ας υπομείνωμεν στον μάταιο τούτο κόσμο πληγές και μάστιγες. Να μην Τον αρνηθούμε, ό,τι και να πάθουμε γι' Αυτόν. Πρέπει να σταθούμε ανδρείοι και να μη δειλιάσουμε καθόλου μπροστά στις απειλές των τυράννων και τις φρικτές των τιμωρίες. Αυτός άνωθεν θα μας δίνει στα μαρτύρια δύναμη και βοήθεια. Εάν όμως φοβάσθε τα βάσανα, φύγετε και πηγαίνετε όπου θέλετε. Άλλά να φροντίσετε, για τη σωτηρία της ψυχής σας.
Αποστομώνει τον Αυτοκράτορα Δέκιο
Οι στρατιώτες όμως δεν θέλησαν να φύγουν.Αλλ' ήσαν αποφασισμένοι να μαρτυρήσουν για την Πίστη τους. Αυτό τον εχαροποίησε τον Άγιο και τους είπε τότε:
—Δέστε με και να με πάτε δεμένον στον Δέκιο, καθώς σας πρόσταξε.Οι στρατιώτες δεν έστεργαν με κανέναν τρόπο να δέσουν τον διδάσκαλόν τους, που τους οδήγησε στην Αληθινή Πίστη. Αλλ' εκείνος επέμενε, και τον δέσανε.
Όταν φθάσανε στα ανάκτορα, και τον είδε ο Δέκιος, να είναι γιγαντόσωμος και γενναίος, φοβήθηκε.
—Φοβήθηκες, δύστυχε, εμένα τον άνθρωπο, του είπε ο Χριστόφορος. Πως όμως θα υπομείνεις την οργή του θεού κατά την ώρα της Κρίσεως, όταν θα αντικρίσεις τον θεόν, για να δώσεις λόγον στο φοβερό εκείνο Κριτήριο για τα εγκλήματα σου κατά των Χριστιανών και για τις τόσες ψυχές, που έστειλες στην Κόλαση, με το να τις εξαναγκάσεις να αρνηθούν τον Χριστό!
—Πως ονομάζεσαι; τον ερώτησε ο τύραννος. Ποιο είναι το γένος σου και η Πίστη σου; Ποία η πατρίδα σου;
Τα έλεγε αυτά με καλοσύνη στην αρχή, γιατί ήθελε να τον κερδίσει. Αυτός καθώς ήταν ρωμαλαιώτατος και γενναιότατος άνδρας, θα μπορούσε να είναι πολύτιμος στο στράτευμα μου. Αλλά δεν κατόρθωσε τίποτε.
—Χριστιανός, είμαι του απάντησε, ο Άγιος. Με λέγανε πρωτύτερα Ρέπροβο και τώρα, που βαφτίστηκα ονομάστηκα Χριστόφορος. Είμαι στρατιώτης του Χριστού μου. Αυτόν υπηρετώ. Γι' Αυτόν αγωνίζομαι και δεν υπακούω ποτέ εις τα άθεα διατάγματα σου.
—Κακό όνομα σου έδωσαν, και ψυχρό. Δεν σου ωφελεί σε τίποτε, δύστυχε, του είπε ο Δέκιος.
—Ψυχρό είναι το δικό σου όνομα, διότι αγνοείς τον πραγματικό θεό και προσκυνάς τα λιθάρια.
—Λυπήσου την παλικαριά σου και θυσίασε στους θεούς, θα σε φορτώσω με τιμές και θα σε κάμω και ιερέα των θεών, αν θέλεις να μη χαθείς άδικα.
—θεός φυλάξοι! είπε, ν' αρνηθώ τον Αληθινό θεό μου, και να προσκυνήσω τα χαμένα είδωλα σου! Φύλαξε τ' αγαθά σου για τον εαυτόν σου και τους ομόφρονάς σου. Εγώ δεν λυπούμαι το σώμα μου, αλλά την ψυχή μου. Γι' αυτό λατρεύω και προσκυνώ τον Αθάνατο θεό. Οι δικοί σας θεοί είναι δαίμονες και σας πλανούν, μέχρις ότου οδηγήσουν τις ψυχές σας στην απώλεια. Μη χάνεις λοιπόν τα λόγια σου και μην ελπίζεις, ότι εγώ θα πιστέψω ποτέ στους ψεύτικους θεούς. Πράξε ό,τι σκέπτεσαι και χωρίς αναβολή.
Τα φρικτά μαρτύρια.
Τότε ο Δέκιος έγινε έξω φρενών. Διέταξε να κρεμάσουν τον Άγιον από τις μεγάλες τρίχες της κεφαλής του. Να δέσουν δε ένα 6αρύ λιθάρι στα πόδια του και να κεντούν με σπαθιά όλο το σώμα του. Ο Άγιος τα υπέμενε ανδρείως και κρεμασμένος έλεγε προς τον τύραννον:
—Δεν σε υπακούω, ασεβέστατε, ούτε προσκυνώ τους θεούς σου, ούτε υπολογίζω τα βάσανα, όσο φρικτά και αν είναι, γιατί είναι πρόσκαιρα και θα περάσουν. Εσένα όμως σε περιμένει το πυρ το αιώνιον, που θα κληρονομήσεις με τους δαίμονας, τους οποίους λατρεύεις, πανάθλιε! Οργίσθηκε τότε περισσότερο ο βασιλιάς και διάταξε να καίνε τις μασχάλες του με αναμμένες λαμπάδες.Οι άρχοντες, που έβλεπαν την ανδρεία του και θαύμαζαν το άκαμπτο της γνώμης του, συνεβούλευσαν τον Δέκιο να του φερθεί με καλόν τρόπον, μήπως και υπακούσει για να τον χρησιμοποιήσουν, στους πολέμους. Όταν τον έλυσαν, ο βασιλιάς τον παρακαλούσε, λέγοντας:
—Καλέ άνθρωπε, γιατί έχεις αγύριστο κεφάλι; ομολόγησε τους θεούς μας, διότι θέλω να σε έχω οδηγό στην άμαξα μου.
—Γίνε Χριστιανός και ευχαρίστως να με έχεις οδηγό στο πολεμικό σου άρμα και έτσι θα συμβασιλεύσεις με τον Χριστό αιώνια στον Παράδεισο, του απάντησε ο Άγιος.
Πιστεύουν οι δυο διεφθαρμένες γυναίκες
Αφού είδε, λοιπόν, ο βασιλιάς, ότι άδικα κοπίαζε, μετοχειρίσθηκε άλλον σατανικό τρόπο για να ρίξει τον Άγιο στην αμαρτία και να τον απομακρύνει από τον Χριστόν. Διέταξε και έφεραν δυο γυναίκες πόρνες, πολύ ωραίες και στολισμένες με πολύτιμα φορέματα και αρώματα ευωδέστατα. Τις έκλεισε μαζί με τον Άγιο μέσα σε ένα βασιλικό δωμάτιο. Τους υποσχέθηκε δε να τους δώσει πολλά χρήματα, αν τελικώς κατόρθωναν να ρίξουν τον Χριστοφόρο στην αμαρτία και να προσκυνήσει τα είδωλα.Μόλις όμως τους έκλεισαν εκεί μέσα, ο Άγιος εγονάτισε και προσευχήθηκε μεγαλόφωνα:
—Δες Κύριε, τι μηχανεΰθηκαν για να με κάμουν να αμαρτήσω και να Σε αρνηθώ! Γλύτωσε με, θεέ μου, και φύλαξε με άτρωτον. Μη με εγκαταλείψεις, Κύριε, γιατί Συ έχεις την δύναμη και την δόξαν εις τους αιώνας.
Σηκώθηκε ο Άγιος και ερώτησε τις γυναίκες τι θέλανε. Εκείνες φοβήθηκαν. Αλλ' ο Άγιος τις ξαναρώτησε με ημερότητα και εκείνες του είπαν:
—Μας έστειλε ο βασιλιάς να σε καταφέρουμε να τον υπακούσεις, για να μη σε θανατώσει με φρικτό θάνατο.
—Εγώ, τις είπε, δεν φοβούμαι αυτόν τον πρόσκαιρο θάνατο. Εγώ αγωνίζομαι και ποθώ να βασιλεύω με τον Χριστόν αιώνια.Σας συμβουλεύω να Τον πιστέψετε και εσείς. Χαρά σε σας τότε,διότι θα κληρονομήσετε κάθε απόλαυση και θα αγάλλεσθε μετά των Αγίων εις τον Παράδεισο παντοτινά.Τα λόγια αυτά, με την Χάρη και τον φωτισμό του θεού, έκαμαν ;μεγάλη εντύπωση στις γυναίκες, και αναμεταξύ τους είπαν:
—Αν πιστέψουμε εις τον Χριστόν, θα το μάθει ο Δέκιος και θα μας θανατώσει. Αν πάλι δεν πιστέψουμε, τότε ετούτος ο άνθρωπος θα μας σκοτώσει αμέσως, καθώς είναι χειροδύναμος και άγριος. Καλύτερα λοιπόν να πιστέψουμε εις τον Χριστόν, ο οποίος, αν πεθάνουμε γι' Αυτόν, θα μας δώσει μετά τον θάνατον μας την αιώνια και αθάνατη ζωή.
Γυρίσανε τότε και είπαν στον Άγιο:
—Πιστεύομε στο Χριστό. Παρακάλεσε Τον όμως να μας συγχωρέσει τις πολλές μας αμαρτίες και να μας δεχθεί.
—Μήπως,τις ερώτησε ο Άγιος, φονεύσατε κανέναν ή μαγεύσατε;
—Όχι, κύριε, του είπαν. εμείς μάλιστα, του είπαν εξαγοράσαμε πολλούς δούλους και πολλούς καταδικασμένους σε θάνατο, με τα λεπτά της πορνείας. Το αμάρτημα μας είναι η πορνεία. Κανένα άλλο κακό δεν πράξαμε.Τότε ο Άγιος τις σταύρωσε με το χέρι του και προσευχήθηκε, ως έξείς:
—Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξε τις δούλες Σου Ακυλίνα και Καλλινίκη και κάνε τες πρόβατα της ποίμνης Σου, για να συναριθμηθούν με τους Αγίους Σου. Συγχωρεσέ τες, για όσα εν γνώσει και αγνοία ήμαρτον.
Μετά την προσευχή, τις δίδαξε τη Χριστιανική Πίστη. Εκείνες δε τις επισκέφθηκε εν τω μεταξύ και η Χάρη του θεού και αισθανόντουσαν ανείπωτη χαρά. Δοξάζανε δε τον Χριστόν, που τον γνώρισαν και τον πίστεψαν.
Μαρτυρεί η πρώτη, η Ακυλίνα
Την επόμενη ημέρα,τις φέρανε στο Δέκιο. Εκείνος τις ερώτησε:
—Αι! Κατορθώσατε να τον κάμετε να προσκύνησει τα είδωλα;
—Εμείς, του αποκρίθηκαν, μάλλον πιστέψαμε στο Χριστό, διότι πράγματι είναι ο Αληθινός θεός και Σωτήρας.
—Μπα! Τις λέγει, έκπληκτος ο Δέκιος, ώστε σας μάγεψε και σας.
—Ένας είναι ο θεός, του είπε η Ακυλίνα. Αυτός, που έκαμε τον Ουρανό και τη Γη και σώζει όσους Τον πιστεύουν. Οι θεοί σου είναι κοινά λιθάρια και χώμα και δεν μπορούν να σας βοηθήσουν.Ο Δέκιος τα έχασε. Αναψοκοκκίνισε από τον θυμό του και διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά της κεφαλής της, εις δε τα πόδια της να δέσουν δυο μεγάλες πέτρες.Από το βάρος των λίθων επήγαινε να κοπεί στη μέση το σώμα της και αποσπάσθηκε το δέρμα της κεφαλής της. αισθάνετο δριμύτατους πόνους. Γι αυτό είπε στον Άγιο:
—Σε παρακαλώ, δούλε του Θεού, προσευχήσου για μένα, γιατί πονώ. Σήκωσε τότε τα χέρια του ο Άγιος στον Ουρανό και είπε:
—Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε την δούλην Σου. Μην επιτρέψεις να βασανισθεί περισσότερο, αλλά παράλαβε εν ειρήνη το πνεύμα της.Μόλις απόσωσε την προσευχή του, η μάρτυς Ακυλίνα παρέδωκε την ψυχήν της στα χέρια του Θεού. Ήτανε η 1η Απριλίου του 251.
Η Καλλινίκη συντρίβει τα είδωλα
Ο τύραννος, στράφηκε τότε προς την Καλλινίκη και της είπε:
—Βλέπεις τι έπαθε αυτή, επειδή ήτανε σκληροκέφαλη και φιλόνικη; Βάλε τουλάχιστον μυαλό εσύ και θυσίασε στους θεούς, αν θέλεις να μην πάθεις τα ίδια και χειρότερα.Η Καλλίνικη θέλησε να εμπαίξει την θρησκεία τους και τον τύραννο και του είπε:
—Επειδή, βασιλιά, με διατάζεις, πρέπει να υπακούσω στην βασιλεία σου. Πηγαίνετε με, λοιπόν, στο Ναό, για να τιμήσω τους θεούς, όπως πρέπει και όπως είπες.
Ο βασιλεύς το έχαψε. Νόμισε, ότι το έλεγε στ' αλήθεια και χάρηκε χαρά μεγάλη ο ανόητος. Διέταξε λοιπόν να απλώσουν τάπητας λευκούς, από το παλάτι μέχρι τον ναό των ειδώλων. Οι δορυφόροι του οδηγούσαν την Αγία και πηγαίνανε με χαρά, ραντίζοντας όλον τον δρόμο, με μύρα ευώδη και πολύτιμα.Οταν φθάσανε μπροστά στο ναό, η Καλλίνικη ερώτησε τους ιερείς των ειδώλων:
—Ποιος θεός ήταν ο μεγαλύτερος;
Η Αγία το έπιασε από το χέρι και είπε: Εάν είσαι θεός, μίλα και πες μου τι να κάνω, διότι εγώ ήλθα να σε υπηρετήσω.
Αφού είδε, ότι δεν αποκρινόταν, του φώναξε δυνατά:
—Θεέ των ειδωλολατρών, μίλησε μου.
Αλλ' «ουκ ην φωνή και ουκ ην ακρόασις».
Τότε γέλασε και είπε:
—Αλλοίμονόν μου την αμαρτωλή, οι θεοί οργίσθηκαν εναντίον μου, διότι τους κατεφρόνησα και δεν θέλουν να με συγχωρήσουν. ίσως να κοιμούνται και δεν ακούνε. Οι ιερείς τότε της είπανε: Μετανόησαν με όλην σου την καρδιά, για να σε συγχωρήσουν, γιατί τους αρνήθηκες.
Τότε η μάρτυς έβγαλε την ζώνη της και έδεσε το άγαλμα. Κοίταξε κατόπιν στον ουρανό και προσευχήθηκε:
—Κύριε Ιησού Χριστέ, θεέ και Σωτήρα των ψυχών μας, βοήθησε με αυτήν την ώραν. Τράβηξε κατόπιν την ζώνη της, όσον μπορούσε δυνατά κα! γκρέμισε το άγαλμα του Διός κάτω και εν συνεχεία του Ηρακλέους, του Απόλλωνος και όσα άλλα πρόφθασε, λέγοντας:
—Φύγετε και αφανισθήτε, θεοί των ειδωλολατρών.Οι ιερείς των ειδώλων λυσσάξανε από το κακό τους. Την άρπαξαν, για να μη συντρίψει και τα άλλα αγάλματα. Αυτή όμως τους ενέπαιζε λέγοντας:
—Μαζέψτε τα οστά των θεών σας και φέρετε αλάτι και λάδι για να τα γιατρέψετε.
Τότε όλοι οι ιερείς και οι λαϊκοί ειδωλολάτραι πήγανε στο Δέκιο και του είπαν:
—Αυτή η δαιμονισμένη, βασιλιά, που μας έστειλες, γκρέμισε τους θεούς μας και συνέτριψε τους σπουδαιότερους. Εάν δεν προφθάναμε να την δέσουμε, θα μας τους γκρέμιζε όλους...
—Δεν μου υποσχέθηκες, κακή γυναίκα, είπε οργισμένος ο βασιλεύς, ότι θα θυσιάσεις στα είδωλα; Πως τόλμησες παλιοβρώμα, και τα συνέτριψες;
—Εγώ, του αποκρίθηκε, θεούς δεν συνέτριψα, μονάχα λιθάρια τσάκισα, για να κτίσετε σπίτι, εάν σας χρειάζονται. Αλλοίμονόν σας όμως,ανόητοι, που ονομάζετε θεούς αυτούς, πού νικήθηκαν από μια γυναίκα. Αφού δεν μπόρεσαν να φυλάξουν τον εαυτόν τους, πως τότε ελπίζετε να βοηθήσουν εσάς;Πόσον ο Χριστός αοράτως έδιδε φωτισμό και δύναμη στην μαρτυρά Του! θύμωσε τότε ο τύραννος και διέταξε να την κρεμάσουν εις ένα ικρίωμα, να της μπήξουν δε μια μακριά σούβλα από τις φτέρνες ως τον ώμο και να της κρεμάσουν από τα πόδια δυό μεγάλα λιθάρια.
Οι πόνοι της μακαριάς ήταν μεγάλοι κι αβάσταχτοι. Παρεκάλεσε τον Άγιο να προσευχηθεί να την πάρει ο θεός. Όπερ και εγένετο. Μετά την προσευχή του Αγίου, η καλλίνικος Καλλίνικη παρέδωσε την ψυχήν λευκή πια από το αίμα του μαρτυρίου στα χέρια του θεού.Ήτανε η 2α Απριλίου του 251 μ.Χ.
Το μαρτύριο των 2ΟΟ στρατιωτών
Ο Δέκιος γύρισε στον Άγιο και με λύσσα τον έβριζε.
—Εσύ, σκυλόμουτρε, έπρεπε να πεθάνεις και όχι αυτές οι ωραίες γυναίκες, που τις πλάνησες με τις μαγείες σου. Τώρα, λοιπόν, τι λες; θυσιάζεις στους θεούς ή επιμένεις στην κακοκεφαλιά σου; Ο μάρτυς γέλασε και είπε:
—Πολύ καλά σε είπανε Δέκιο, διότι δέχεσαι την συνεργασία του Σατανά, ο οποίος σε έχει ως αγγείο και όργανο να του κάνεις όλα τα θελήματα. Τι θέλεις και με δοκιμάζεις και χάνεις τον καιρόν σου; Εγώ σου το είπα τόσες φορές, ότι δεν προσκυνώ τα είδωλα. Ήθελα, αν μπορούσα να σε φέρω σε θεογνωσία. Αλλά συ δεν είσαι απλώς άθεος. Είσαι τυφλός και δεν μπορείς να δεις τον Ήλιο της δικαιοσύνης. Εμπρός, λοιπόν, βασάνισε άδικα τους δικαίους. Λέγοντας αυτά ο Άγιος, είδε σε ένα μέρος συγκεντρωμένους τους στρατιώτες, που είχανε πιστέψει και τους είπε:
—Εμπρός παλικάρια του Χριστού. Μπάτε στον αγώνα. Τότε εκείνοι πετάξανε τις ζώνες τους, τα όπλα τους και τις στολές τους και πήγανε κοντά στον Άγιο και τον ασπάζονταν, λέγοντας:
—Σ' ευχαριστούμε, που μας φώτισες και μας οδήγησες στο Χριστό. Πεθαίναμε και μεις γι' Αυτόν.
Βλέποντας ο Δέκιος να ασπάζονται τον Άγιο οι στρατιώτες, φοβήθηκε μήπως ο Χριστόφορος τον ανατρέψει και του πάρει την βασιλεία. Γι' αυτό του είπε:
—Αντάρτης κι' επαναστάτης μου έγινες;
—Μη φοβάσαι, του είπε ο Άγιος. Δεν θα πάρω την βασιλεία. Μοναχός σου θα κληρονομήσεις το πυρ το αιώνιον, συ και όσοι σε ακολουθούνε.
—Εμείς, βασιλιά, είπαν τότε οι στρατιώτες, πιστέψαμε στον Χριστό, όταν μας έστειλες να συλλάβωμε τον δούλον Του. Εκεί φάγαμε ουρανόσταλτο ψωμί. Αυτή την πίστη δεν την αρνούμεθα, οσαδήποτε βασανιστήρια κι' αν υποστούμε.
—Τι σας έφταιξα, παιδιά μου, είπε ο Δέκιος και με εγκαταλείψατε; Μήπως σας έλειψαν τα άλογα, τα ενδύματα, τα χρήματα; Ελάτε, σας παρακαλώ και θα σας δώσω διπλό μισθό. Μη με αφήνετε.
—Έχε τα πλούτη σου, να τα χαίρεσαι, του είπαν. εμείς ούτε τα καλά σου έχομε ανάγκη, ούτε τις τιμωρίες σου φοβούμεθα.Τότε ο Δέκιος φοβήθηκε μήπως το παράδειγμα τους το μιμηθούν και άλλοι και πιστέψουν στον Χριστό. Γι' αυτό διέταξε και τους αποκεφάλισαν έξω της πόλεως. Τα δε λείψανα τους τα έριξε μέσα σε ένα καμίνι για να τα κάψουν. Αλλά η φωτιά δεν τα άγγιξε καθόλου.Οι δε ευσεβείς τα παραλάβανε την νύχτα κρυφά και τα θάψανε, με μεγάλη ευλάβεια. Ήτανε η εβδόμη Απριλίου του 251 μ. Χ.
Τον σέβεται το «πυρ και πιστεύουν 1ΟΟΟ
Κατόπιν ο Δέκιος φυλάκισε τον Άγιο και ύστερα από μερικές ημέρες τον οδήγησε και πάλι στο κριτήριο.
—Άκουσε, ανόητε, του είπε ο Αυτοκράτωρ. Εάν δεν με ακούσεις και προσκυνήσεις τους θεούς, θα σε αφανίσω με μύρια βάσανα. Πάει πια. Τελείωσε. Δεν σε περιμένω ούτε μια ώρα.
—Μη με φοβερίζεις, γιε του διαβόλου και κληρονόμε της αιωνίου κολάσεως, του είπε ο Άγιος. Εγώ έχω βοηθό τον θεόν τον αληθινό και δεν φοβάμαι τις τιμωρίες σου...Τότε ο Δέκιος έγινε έξω φρενών και διατάσσει να βάλουν τον Χριστοφόρον να καθήσει επάνω σ' ένα χάλκινο κάθισμα. Κάτω από το κάθισμα βάλανε ξύλα άφθονα και ρίξανε επάνω τους είκοσι στάμνες λάδι. Έπειτα ανάψανε την φωτιά. Οι φλόγες κυκλώσανε τον Άγιο και ανέβαιναν ψηλά. Όλοι προσευχότανε. Ο Άγιος αισθανόταν σαν να ήτανε σε τόπο δροσερό κι' ευχάριστο. Ύστερα από αρκετή ώρα έσβησε η φωτιά και ο Άγιος βγήκε τελείως υγιής και σώος. Ούτε μια τρίχα της κεφαλής του δεν κάηκε ούτε τα ενδύματα του έπαθαν τίποτε. Βλέποντας αυτό το θαύμα οι παρευρισκόμενοι, πιστέψανε στο Χριστό. Ήτανε περίπου χίλιοι άνθρωποι. Και όλοι εκείνοι βροντοφωνάζανε:
—Πιστεύομε κι εμείς στο Χριστό. Μέγας είναι ο θεός των Χριστιανών. Βοήθησε μας, Βασιλεύ Ουράνιε.
Συγχρόνως πέφτανε στα πόδια του Μάρτυρα και του λέγανε:
—Δικαίως σ' ονομάσανε Χριστόφορο, διότι έχεις το Χριστό μέσα στην καρδιά σου και δεν δειλιάζεις διόλου στις τιμωρίες του τυράννου.Φωνάζανε κατόπιν με θάρρος και στον βασιλέα Δέκιο :
—Ντροπή σου, άρχοντα Δέκιε. Ντροπή σου. Τίποτε δεν μπορείς να κάμεις. Ο πανίσχυρος θεός των Χριστιανών σε νίκησε! Βλέποντας ο Δέκιος τον ενθουσιασμό και την αναταραχή του λαού, φοβήθηκε. Έτρεξε ανάμεσα από τον επαναστατημένο λαό και κρύφτηκε στ' ανάκτορα του.Έτσι ο Άγιος, ελεύθερος πλέον, έμεινε στην αγορά και άρχισε να μιλάει στο λαό, σ' εκείνους που είχαν πιστέψει. Στερέωνε έτσι με τα λόγια του τον κόσμο στην αληθινή πίστη του Χριστού. Οι ειδωλολάτρες τότε πήγαν στα ανάκτορα, στον βασιλέα και απαιτήσανε να θανατώσει τον Άγιο.
—Αν τον αφήσεις, του είπανε, κινδυνεύει η βασιλεία σου.Πράγματι την άλλη μέρα, που είχανε μεγάλη γιορτή οι ειδωλολάτρες, ο αυτοκράτορας κάθισε στο βήμα κι έδωσε διαταγή σε μεγάλο στρατιωτικό τμήμα, να συλλάβουν τους Χριστιανούς και να τους αποκεφαλίσουν. Ο Χριστόφορος τους έδινε θάρρος.
—Μη δειλιάσετε, τους έλεγε, στον πρόσκαιρο θάνατο. Μόνο έτσι θα ζείτε αιώνια στον Παράδεισο.Εκείνοι ακούγοντας τους λόγους του με χαρά δέχτηκαν τον θάνατο, σαν αγνά κι' άκακα αρνιά. Ήτανε 9 Απριλίου του 251 μ.Χ.
Ο Δέκιος έπειτα από αυτά σκεπτόταν διαφόρους τρόπους, για να θανατώσει τον Μάρτυρα. Διέταξε, λοιπόν, και δέσανε στο λαιμό του Αγίου ένα μεγάλο λίθο. Έπειτα τον δέσανε χειροπόδαρα και τον πετάξανε σ' ένα βαθύ πηγάδι. Πιστεύανε πώς αυτό θα ήτανε και το τέλος του Αγίου. Ο θεός όμως δεν άφησε τον δούλον του. Άγγελος Κυρίου κατέβηκε στο πηγάδι και τον έβγαλε ζωντανό κι' αβλαβή. Μόλις τον είδε ο Δέκιος δαιμονίσθηκε από το κακό του. Έξαλλος στριφογύριζε και μονολογούσε. Δεν μπορούσε να το χωνέψει αυτό. Τον ντρόπιαζε σαν αυτοκράτορα, σαν εξουσία. Απευθύνεται έπειτα στον Άγιο και του λέγει:
—Φθάνει πια... Ως πότε τέλος πάντων θα αμύνεσαι με τις μαγείες σου; Ως πότε θα αντέχεις στα βασανιστήρια;
Ο Άγιος του απάντησε:
—Μέχρι ότου τελειώσω αυτήν την πρόσκαιρη ζωή, με την δύναμη του θεού, θ' αντέχω στα βασανιστήρια και θα τα περιφρονώ.Τότε ο τύραννος σκέφθηκε άλλο σατανικό μαρτύριο. Διέταξε και φτιάξανε ένα χάλκινο ένδυμα. Αυτό το πήρανε και το βάλανε στη φωτιά. Όταν το μέταλλο έγινε φλογοκόκκινο, του το φορέσανε και προσμένανε να καεί.
θαύμα όμως μεγάλο έγινε. Η φωτιά του πυρωμένου χαλκού δεν τον άγγιξε καθόλου! Τον άφησε σώο και αβλαβή !
Ο αυτοκράτορας έγινε έξω φρενών, αλλά συνέχιζε να τον παρακινεί, για να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Άγιος με σταθερότητα του επανέλαβε:
—Το είπα και το διεκήρυξα. Το άκουσες τόσες φορές. Το ξέρεις καλά, ότι δεν αλλάζω γνώμη. Γιατί επιμένεις; Δεν πρόκειται να γονατίσω στα είδωλα, δεν πρόκειται να προσκυνήσω τα ξόανα. Γιατί λοιπόν κοπιάζεις και χάνεις άδικα τον καιρό σου; Εγώ, βασιλιά, τον θεόν μου προσκυνώ. Και λατρεύω τον προαιώνιον θεόν. Κάνε λοιπόν ό,τι θέλεις.
Αφού είδε Ο Δέκιος την σταθερή πίστη του Άγιου, τρέμοντας από οργή, βροντοφώναξε την θανατική καταδίκη του Μάρτυρος και είπε:
—«Εγώ ο αυτοκράτωρ των Ρωμαίων διατάσσω να αποκεφαλισθεί ο δυστιμώρητος κι άχρηστος τούτος Χριστιανός, διότι κατεφρόνησε τα προστάγματα μου».
Ο αποκεφαλισμός και το τέλος
Τον πήρανε τότε τον Άγιο οι δήμιοι και τον οδηγήσανε στον τόπο της τελειώσεως. Πίσω, δεξιά, αριστερά ακολουθούσε πλήθος κόσμου. Ο κόσμος έφθασε ως τον τόπο, οπού επρόκειτο ν' αποκεφαλισθεί ο Άγιος.
Εκεί ο Μάρτυς του Χριστού ζήτησε από τον δήμιο να σεβασθεί την τελευταία του επιθυμία και να του δώσει την άδεια να προσευχηθεί. Η άδεια του δόθηκε. Και μέσα σε μια ατμόσφαιρα νεκρικής σιγής, ενώ όλοι τον ακούγανε με κατανυκτική συγκίνηση, ο Άγιος προσευχήθηκε ως εξείς:
—Κύριε, θεέ μου, Παντοκράτορα, Σ' ευχαριστώ. Σε όλα και με όλα με βοήθησες. Ντρόπιασες τον εχθρό μου τον διάβολο και τους υπηρέτας του. Τώρα, Πανάγαθε θεέ, που ήρθε η στιγμή του τέλους της επίγειας ζωής μου, σε παρακαλώ βοήθησε με. Δέξου ειρηνικά το πνεύμα μου. Κατάταξέ με στους ευτελέστερους δούλους σου. Και τον άδικο Δέκιο κρίνε τον κατά τα έργα της ασεβείας του. Η τιμωρία του θα είναι δικαία και οι δαίμονες θα τον κυριαρχούν και θα του κατατρώγουν τις σάρκες μέχρις, ότου αφανισθεί. Σε παρακαλώ ακόμη θεέ μου, να βοηθήσεις τους Χριστιανούς και να τους απαλλάξεις από τους σκανδαλισμούς του διαβόλου. Πολυεύσπλαχνε Κύριε, δώσε την χάρη Σου στο σώμα μου,να διώχνει τους δαίμονες, οπού βρεθεί μέρος από το λείψανο μου. Δώσε την χάρη Σου, Κύριε, ώστε να μην συμβεί ποτέ πείνα, καταστροφή από χαλάζι και από ό,τι άλλο κακό, εκεί οπού θα υπάρχει έστω κι' ένα μικρό μέρος από το λείψανο μου. Φύλαξε, Κύριε, από κάθε κακό, σώους, γερούς κι' ανέγγιχτους από κάθε κακό εκείνους που γιορτάζουν την μνήμη του Μαρτυρίου μου και διαβάζουν το Μαρτύριο μου. Έτσι θα δοξάζεται το όνομά Σου το ευλογημένο......
Κι' ενώ έτσι τελείωσε την προσευχή του ο Άγιος, ήλθε φωνή από τον Ουρανό σαν απάντηση, που έλεγε:
—Όλα όσα μου ζήτησες τα εκπληρώνω, για να χαρείς. Σου λέγω όμως και κάτι παραπάνω. Εάν κάποιος με ζητήσει σε βοήθεια του στην προσευχή του και θυμηθεί το όνομά σου, αμέσως, πολύ γρήγορα θα έχει την βοήθειάν μου...
Έλα, λοιπόν, σε προσμένω. Έλα να χαρείς τώρα την μεγάλη κι' ασύγκριτη χαρά, που σου ετοίμασα. Πάλεψες, υπέφερες, αγωνίστηκες και νίκησες. Το στεφάνι της νίκης, που σε προσμένει είναι βαρύτιμο...
Μόλις άκουσε αυτά ο Άγιος πλημμύρησε από χαρά κι ευτυχία. Με μάτια, που αστράφτανε από λάμψη ουράνια, κοίταξε τον δήμιο με καλοσύνη και του είπε:
—Κάνε, παιδί μου, εκείνο που σε προστάξανε. Ο δήμιος με ανάμικτα αισθήματα, πλησίασε ευλαβικά τον Άγιο κι' έπειτα τρέμοντας, τον αποκεφάλισε.Έτσι εξετέλεσε μια διαταγή, στην οποία ο ίδιος δεν συμφωνούσε.
Έπειτα ο δυστυχισμένος εκείνος, χωρίς να ξέρει τι κάνει, μέσα στην πλημμύρα του αίματος του Μάρτυρος, έχοντας τύψεις γι' αυτό πού έκανε, σφάχτηκε μόνος του και πέθανε πάνω στο τιμημένο σώμα του Αγίου.
Ήτανε μέρα ανοιξιάτικη. Λουλούδιαζε ο κάμπος από πολύχρωμα ευωδιαστά λουλούδια. Κι' ανάμεσα σ' αυτά έτρεχε το αγνό κι' αθώο αίμα του Μαρτυρικού Αγίου Χριστόφορου...Ήτανε 9 Μαΐου του έτους 251 μ. Χ.
Μετά την αποκεφάλισή του, προσήλθε ο Επίσκοπος Ατταλείας Πέτρος, ο οποίος, αφού έδωσε μερικά αργυρά νομίσματα στους φρουρούς, στο απόσπασμα το εκτελεστικό, κατόρθωσε να πάρει το σώμα του Μάρτυρος. Το τύλιξε σε καθαρά σινδόνια με αρώματα και το μετέφερε στην πόλη.Εκεί κοντά ήτανε ένας ποταμός, ο οποίος πολλές φορές ξεχείλιζε κι έφερνε μεγάλη καταστροφή στην παραγωγή. Στην όχθη εκείνου του ποταμού εναπόθεσε ο Επίσκοπος το λείψανο του Αγίου Χριστόφορου. Αι λοιπόν. Από τότε ο ποταμός ποτέ δεν έβλαψε την πόλη και τα κτήματά τους!
Το φρικτό τέλος του Δέκιου
Και η τιμωρία του βάρβαρου κι' αιμοδιψούς άρχοντα δεν άργησε να φανερωθεί. Αρρώστια φοβερή και τρομερή κτύπησε τον Δέκιο. Το σώμα του άρχισε να διαλύεται, όπως είπε στην προσευχή του ο Άγιος. Η ψυχή του όμως δεν έβγαινε. Βασανιζόταν και κτυπιόταν. Δεν μπορούσε να βρει ησυχία πουθενά.Καταλαβαίνει, ότι βασανίζεται, για τα όσα φοβερά και απερίγραπτα βασανιστήρια έκανε στους Χριστιανούς. Βασανίζεται, για το σκληρό Μαρτύριο, στο οποίο υπέβαλε τον Άγιο Χριστόφορο. Προσπαθεί λοιπόν να βρει κάτι από το λείψανο του, να το ρίξει επάνω του για να ξεψυχήσει. Και η γυναίκα του η βασίλισσα του έλεγε:
—Εγώ σου έλεγα να φυλαχτείς. Μα μη τα βάλεις με Αγίους ανθρώπους. Αλλά εσύ δεν με άκουγες. Ο Δέκιος βασανιζόμενος στον πόνο του, φώναζε στους στρατιώτες του, λέγοντας:
—Τρέξτε όλοι σας. Ψάξτε για το λείψανο του Χριστόφορου. Βρέστε μου κομμάτι από τα ρούχα του ή χώμα από τον τάφο του. Τρέξτε... Υποφέρω. Βασανίζομαι. Λιώνω ζωντανός.Οι στρατιώτες τρέξανε βεβαίως παντού. Αλλά δεν βρήκανε τίποτε απ' αυτά. Πήγανε κατόπιν και πήρανε χώμα από εκεί, που αποκεφαλίστηκε ο Άγιος. Εκεί δηλαδή που χύθηκε το αίμα του. Λίγο από το χώμα αυτό ρίξανε μέσα στο νερό. Από το νερό αυτό ήπιε ο αιμοδιψής τύραννος και πέθανε. Και η τιμωρία αυτή του Δεκίου ήτανε μια μικρή προκαταβολή από την αιώνια τιμωρία που τον περίμενε.
Η μνήμη του αγίου Χριστοφόρου εορτάζεται κάθε έτος στις 9 Μαίου.
Απολυτίκιο
Στολαίς ταις εξ αίματος ωραϊζόμενος, Κυρίω παρίστασαι, τω Βασιλεί Ουρανών, Χριστοφόρε αοίδιμε' όθεν συν Ασωμάτων, και μαρτύρων χορείας, άδεις τη τρισαγίω και φρικτή μελωδία· διό ταις ικεσίαις ταις σαις, σώζε τους δούλους.
( Αρχιμ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ Δ. ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ)

Ι


[blogger]

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.