Η δύναμη της προσευχής

Ολόκληρο το Ευαγγέλιο συνοψίζεται σε μια προτροπή του Θεού προς όλους μας : «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμί»[1]. Με την ανέκφραστη σε μεγαλείο συγκατάβασή Του, ο Θεός της αγάπης εξισώνει τους ανθρώπους με τον Εαυτό Του: «Και δια τον Θεόν και δια τους ανθρώπους ισχύει το ίδιον Ευαγγέλιον, η ίδια χάρις, η ίδια αλήθεια, η ίδια δικαιοσύνη, η ίδια ζωή, η ίδια αγαθότης»[2]. «Ό τε γαρ αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός πάντες»[3].
Με άλλα λόγια, σκοπός της πνευματικής ζωής κάθε πιστού χριστιανού είναι « η επιστροφή εις την αρχικήν κατάστασιν δια της κατά φύσιν κινήσεως της ψυχής, ήτις πραγματοποιείται , δια της πράξεως των εντολών και της εργασίας των αρετών»[4].
 Κορυφαία και εξέχουσα θέση ανάμεσα στις αρετές κατέχει η αέναος προσευχή, η προσευχή που γεμίζει την ψυχή και καθιστά την ανθρώπινη φύση «επιτηδείαν κατόπιν της καθαρότητος αυτής εις το να δεχθεί και την υπερφυσικήν χάριν και ενέργειαν του Θεού»[5]. Πιο συγκεκριμένα, « η προσευχή ως προς την ποιότητά της είναι συνουσία και ένωσις του ανθρώπου με τον Θεόν και ως προς την ενέργειά της, σύστασις και διατήρησις του κόσμου, συνφιλίωσις με τον Θεόν, μητέρα των δακρύων, καθώς επίσης και θυγατέρα, συγχώρησις των αμαρτημάτων, γέφυρα που σώζει από τους πειρασμούς, τοίχος που μας προστατεύει από τις θλίψεις, συντριβή των πολέμων, έργο των Αγγέλων, τροφή όλων των ασωμάτων, η μελλοντική ευφροσύνη, εργασία που δεν τελειώνει, πηγή των αρετών, πρόξενος των χαρισμάτων, αφανής πρόοδος, τροφή της ψυχής, φωτισμός του νού, πέλεκυς που κτυπά την απόγνωσι, απόδειξις της ελπίδος, διάλυσις της λύπης, πλούτος των μοναχών, θησαυρός των ησυχαστών, μείωσις του θυμού, καθρέπτης της πνευματικής προόδου, δήλωσις της πνευματικής καταστάσεως, αποκάλυψις των μελλοντικών πραγμάτων, σημάδι της πνευματικής δόξης που έχει κανείς. Η προσευχή είναι γι’ αυτόν που προσεύχεται πραγματικά δικαστήριο και κριτήριο και βήμα του Κυρίου, πριν από το μελλοντικό βήμα»[6]. 
Το ερώτημα όμως που τίθεται σήμερα από πολλούς πιστούς είναι: « Πώς θα ξεκινήσουμε; Πώς θα μάθουμε να σιωπούμε για ν’ αρχίσουμε ν’ ακούμε; Αντί απλά να μιλάμε στο Θεό, πώς μπορούμε να πετύχουμε μια προσευχή στην οποία ο Θεός μιλάει σε μας; Πώς μπορούμε να περάσουμε από την προσευχή των λόγων, στην προσευχή της σιωπής, από την εντατική στην αυτοενεργούμενη προσευχή, από τη δική μου προσευχή στην προσευχή του Χριστού εντός μου;»[7] Ένας τρόπος ν’ αρχίσουμε είναι η επίκληση του Ονόματος του Ιησού. Ο εξωτερικός τύπος της προσευχής αποτελείται από τις λέξεις «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Ας σπεύσουμε όμως να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει αποκλειστικός τύπος. Η φράση μπορεί να συντομευθεί όπως «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» ή «Κύριε Ιησού» ή να επεκταθεί με την προσθήκη «τον αμαρτωλό» στο τέλος, υπογραμμίζοντας την πλευρά της μετανοίας. Έτσι κάθε αγωνιζόμενος πιστός είτε με τη χρήση κομποσκοινιού είτε χωρίς, (αυτό χρησιμοποιείται όχι τόσο για να μετράμε τις φορές που η προσευχή – ευχή επαναλαμβάνεται, αλλά περισσότερο σαν βοήθεια για να συγκεντρωθούμε και να πετύχουμε έναν ορισμένο ρυθμό), έχει τη δυνατότητα να προσεύχεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας και της νύχτας, εντός και εκτός του ναού, στο σπίτι, στο δρόμο, στο γραφείο κτλ. Η συχνή επίκληση του ονόματος του Ιησού εισάγει τον άνθρωπο στην παρουσία του Θεού, είναι λειτουργία εσωτερικευμένη.
 «Απαρνείται τα διαλογιστικά στοιχεία, τους λογισμούς και γίνεται μία μονάχα λέξη – μονολογία – το όνομα του Ιησού»[8]. Έτσι ο άνθρωπος μυείται με τον αμεσότερο τρόπο στην εμπειρία του αποστόλου Παύλου : «Ζώ δε ουκέτι εγώ, ζή δε εν εμοί Χριστός»[9]. Επιπρόσθετα, οι Πατέρες της Εκκλησίας αναφερόμενοι στη σπουδαιότητα της αδιαλείπτου προσευχής, τονίζουν και τις προϋποθέσεις που τη συνοδεύουν. Η προσοχή κυρίως κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την προσευχή, η ταπείνωση, η νηστεία, η ειλικρινής συντριβή και μετάνοια, η επιμονή[10], η εγρήγορση και επαγρύπνηση, η ησυχία, (κυρίως ως τρόπος και κατάσταση και όχι ως τόπος), αποτελούν απαραίτητα εφόδια, προϋποθέσεις εξέχουσας σημασίας για να δυνηθεί ο πιστός αρχικά να αφουγκραστεί και σταδιακά να βιώσει ότι «η κλήσις του υπερκοσμίου Πατρός ελκύει ημάς. Αισθανόμεθα ότι η πλευρά εκείνη της φύσεως ημών, ήτις φέρεται προς Αυτόν, καθίσταται υπερκόσμια. Ημείς οι ίδιοι είμεθα κτίσματα, αλλά ο Κύριος Ιησούς δια της επί γης εμφανίσεώς Αυτού, της διδαχής και του υποδείγματος Αυτού, απεργάζεται ημάς ομοίους προς Αυτόν. Συντελείται εν ημίν η ομοίωσις προς τον Μονογενή Υιόν δια της εν ημίν ενοικήσεως του Αγίου Πνεύματος. Κατά τον τρόπον αυτόν γινόμεθα και ημείς υιοί του Υψίστου»[11]. Η νοερά προσευχή κάνει τη λαμπρότητα της Μεταμόρφωσης να διεισδύει μέσα σε κάθε γωνιά της ζωής μας. Αρχικά μεταμορφώνει τη σχέση του προσευχόμενου με τον υλικό κόσμο που τον περιβάλλει και ακολούθως με τους συνανθρώπους του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η ευχή περιλαμβάνει τις δύο κύριες «στιγμές» της Χριστιανικής Λατρευτικής πράξης:
 «Τη στιγμή της προσκύνησης, της ενατένισης της δόξας του Θεού και της αναζήτησής Του με την αγάπη. Τη στιγμή της μετάνοιας, της αίσθησης της αναξιότητας και της αμαρτίας. Υπάρχει μια κυκλική κίνηση μέσα στην προσευχή, μια ακολουθία ανάβασης και επιστροφής. Στο πρώτο μισό της προσευχής ανερχόμαστε προς το Θεό «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού…» και κατόπιν στο δεύτερο μισό γυρίζουμε στον εαυτό μας με συντριβή «… ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Εκείνοι που έχουν γευθεί το δώρο του πνεύματος έχουν ταυτόχρονα συνείδηση δύο πραγμάτων· από τη μία μεριά της χαράς και της παρηγοριάς και απ’ την άλλη μεριά, της ταραχής, του φόβου και του θρήνου. Τέτοια είναι η εσωτερική διαλεκτική της νοεράς προσευχής»[12]. Ο Ιερός Χρυσόστομος παρομοιάζει την αναγκαιότητα της προσευχής για τον πιστό με την σπουδαιότητα της θάλασσας για τα έμβια όντα: « Αλλ’ ανίσως και αποστερήσης τον εαυτόν σου από την προσευχήν, έκαμες ως να ήθελες ευγάλεις (sic) το ψάρι από την θάλασσαν· Διατί καθ’ όν τρόπον ζη το ψάρι με το νερόν, τοιουτοτρόπως ζείς και σύ με την προσευχήν· και καθώς εκείνο πλέει επάνω εις το νερόν εύκολα και υπάγει όπου θέλει, ούτω και συ με την προσευχήν θέλεις περάσει τους Ουρανούς και να σιμώσεις εις τον Θεόν»[13]. Ένας από τους πιό φημισμένους Πατέρες της ερήμου, στην Αίγυπτο του 4ου αιώνα, ο Αγ. Σεραπίων ο Σινδωνίτης, ταξίδευε μια φορά για προσκύνημα στη Ρώμη. Εκεί του είπαν για μια περίφημη έγκλειστη, μια γυναίκα, που ζούσε πάντα σ’ ένα μικρό δωμάτιο, χωρίς ποτέ να βγαίνει έξω. Δυσπιστώντας για τον τρόπο της ζωής της, (γιατί ο ίδιος ήταν ένας μεγάλος περιπλανώμενος), ο Σεραπίων την επισκέφθηκε και τη ρώτησε: «Γιατί κάθεσαι εδώ;» κι εκείνη του απάντησε : « Δεν κάθομαι, ταξιδεύω »[14].
Ετικέτες
[blogger]

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.