Δεν θα ήταν δίκαιος ο Θεός, αν άφηνε ατιμώρητους τόσο μεγάλους αμαρτωλούς και βασανισμένους τόσους ενάρετους, εάν δεν είχε ετοιμάσει και για τους μεν και για τους δε μια άλλη μελλοντική κατάσταση.
Ακόμη και οι ποιηταί, οι φιλόσοφοι, οι λογογράφοι και όλοι γενικώς οι άνθρωποι εφιλοσόφησαν για την μελλοντική ανταπόδοση, και ωμίλησαν για τις τιμωρίες που υπάρχουν στον άδη. Αν και βεβαίως δεν μπόρεσαν αυτά να τα παρουσιάσουν επακριβώς, διότι εκινήθησαν από σκέψεις, ιδέες και παρακούσματα των αληθινών ιδικών μας δογμάτων, εν τούτοις πήραν μια κάποια εικόνα της κρίσεως.
Έτσι ομιλούν για Κωκυτούς και Πυριφλεγέθοντας ποταμούς και για το νερό της Στυγός και για τον Τάρταρο που απέχει τόσο από την γη, όσο η γη από τον ουρανό και για πολλά άλλα είδη κολάσεων.
Μερικοί λέγουν: Γιατί ο Θεός δεν τιμωρεί εδώ τους αμαρτωλούς; Τους απαντούμε: Για να δείξη την μακροθυμία Του. Για να χορηγήση σωτηρία δια της μετανοίας. Για να μη εξαφανισθή το ανθρώπινο γένος. Για να μη στερήση της σωτηρίας όσους μπορούν να δείξουν θαυμαστή μεταβολή. Διότι, εάν αμέσως μόλις διεπράττετο η αμαρτία τιμωρούσε και εθανάτωνε, πως θα σωζόταν ο Παύλος, πως ο Πέτρος, οι κορυφαίοι αυτοί διδάσκαλοι της οικουμένης; Πως θα κέρδιζε ο Δαβίδ την σωτηρία με την μετάνοια του; Πώς οι Γαλάτες; Πώς τόσοι άλλοι;
Για τον λόγο αυτό ούτε όλους τους τιμωρεί εδώ, αλλά μερικούς, ούτε όλους τους τιμωρεί εκεί. Τον ένα τον τιμωρεί εδώ, τον άλλον εκεί, ώστε με την τιμωρία να διεγείρη όσους ευρίσονται σε μεγάλη αναισθησία, και με την ατιμωρησία να μας κάνη να περιμένουμε τον μέλλοντα αιώνα.
Δεν βλέπεις ότι πολλοί τιμωρούνται σ’ αυτήν την ζωή, όπως αυτοί που πλακώθηκαν από τον πύργο (Λουκ. ιγ’, 4), όπως εκείνοι που το αίμα τους ο Πιλάτος το ανέμειξε με το αίμα των θυσιών που προσέφεραν στον Ναό (Λουκ. ιγ’, 1), όπως εκείνοι οι Κορίνθιοι που εθανατώθηκαν πρόωρα, διότι επλησίασαν στην Θεία Κοινωνία αναξίως (Α’ Κορ. ια’, 30), όπως ο Φαραώ, όπως οι Ιουδαίοι που κατεσφάγησαν από τους βαρβάρους, όπως τόσοι άλλοι και τότε και τώρα και πάντοτε;
Ενώ άλλοι με πολλές αμαρτίες, έφυγαν από την ζωή αυτή, χωρίς να τιμωρηθούν, όπως ο πλούσιος της παραβολής, όπως άλλοι πολλοί.
Αυτά βεβαίως τα ενεργεί ο Θεός, για να ξυπνήση αφ’ ενός όσους δυσπιστούν στα μέλλοντα και για να κάνη αφ’ ετέρου τους πιστούς, από αμελείς, πιο πρόθυμους. Διότι ο Θεός είναι κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος, και δεν επιφέρει την τιμωρία καθημερινά (Ψαλμ. ζ’,11). Εάν όμως περιφρονήσουμε την μακροθυμία Του, θα έλθη καιρός που καθόλου δεν θα μακροθυμήση, αλλά αμέσως θα επιφέρη την καταδίκη.
Ας μη το ρίξουμε λοιπόν στα γλεντοκοπήματα και για μία στιγμή μία στιγμή είναι όλη η επίγεια ζωή μας καταλήξουμε στην ατέλειωτη και αιωνία κόλαση. Αλλά μία στιγμή ας κουρασθούμε, για να είμαστε συνεχώς στεφανωμένοι. Δεν βλέπετε και στα βιωτικά θέματα, οι περισσότεροι άνθρωποι έτσι σκέπτονται, και προτιμούν τον μικρό κόπο χάριν της μεγάλης αναπαύσεως, αν και μερικές φορές τα πράγματα έρχονται αντίθετα.
Τι λόγο λοιπόν θα δώσουμε, πες μου, όταν στα βιωτικά προτιμούμε τον κόπο για να επιτύχουμε μικρή ανάπαυση ή και καμμία, διότι είναι αβέβαιο το μέλλον, ενώ στα πνευματικά κάνουμε το αντίθετο, και έτσι με μία μικρή αμέλεια και ραθυμία μας καταλήγουμε σε απερίγραπτη κόλαση; Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους, έστω και αργά να τινάξετε από πάνω σας αυτόν τον λήθαργο. Διότι τον καιρό εκείνο δεν θα μπορέσει κανείς να μας γλυτώση. Ούτε αδελφός ούτε πατέρας ούτε φίλος ούτε γείτονας ούτε κανείς άλλος· αλλά αν καταδικασθούμε από τα έργα μας, όλα θα χαθούν και οπωσδήποτε θα απολεσθούμε.
Πόσο εθρήνησε εκείνος ο πλούσιος και πόσο παρεκάλεσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να του στείλη τον Λάζαρο για να του δροσίση την γλώσσα! Αλλά άκου τι έλεγε προς αυτόν ο Αβραάμ: Ανάμεσά μας υπάρχει χάος, ώστε και αν ακόμη θέλουμε, να μη μπορούμε να έρθουμε εκεί (Λουκ. ιστ’, 26). Πόσο παρεκάλεσαν εκείνες οι παρθένες τις συνομήλικες τους για λίγο λάδι! Αλλά άκου τι απάντηση πήραν: Δεν σας δίνουμε, μη τυχόν και δεν επαρκέση και για σας και για μας (Ματθ. κε’,8). Και έτσι κανείς δεν μπόρεσε να τις εισαγάγει στον νυμφώνα.
Ας τα σκεπτώμαστε λοιπόν αυτά και ας επιμελούμεθα τη ζωή μας. Γιατί, όσους κόπους και να υποστής και όσες τιμωρίες, δεν έχουν καμμία σύγκριση προς τα μελλοντικά αγαθά.
Και από την άλλη πλευρά, βάλε εμπρός σου φωτιά και σίδερο και θηρία και ό,τι φοβερώτερο· όλα αυτά ούτε σκιά είναι εν συγκρίσει προς τα μελλοντικά βασανιστήρια. Διότι αυτά όταν μας επιπέσουν με σφοδρότητα, γίνονται πιο ελαφρά, και φέρουν γρήγορα την απαλλαγή, γιατί το σώμα δεν βαστά την σφοδρή και παρατεταμένη τιμωρία. Εκεί όμως συνυπάρχουν και τα δύο και η παράτασις και η σφοδρότης, τόσο στην χαρά όσο και στην λύπη.
Όσο υπάρχει καιρός ας προφθάσουμε το πρόσωπο Του με εξομολόγηση (Ψαλμ. 94,2), ώστε να Τον ιδούμε τότε ήμερο και γαλήνιο απέναντι μας και να γλυτώσουμε από εκείνες τις δυνάμεις τις απειλητικές. Δεν βλέπεις εδώ τους δημίους που εκτελούν τις διαταγές των αρχόντων, πως σύρουν τους κατάδικους, πως τους μαστιγώνουν, πως σχίζουν τις πλευρές τους, πως πλησιάζουν τις λαμπάδες, πως αποκόπτουν και σφάζουν!
Όλα αυτά είναι παιγνίδια και αστεία σε σύγκρισι με τις μελλοντικές τιμωρίες. Διότι αυτές οι κολάσεις είναι προσωρινές, ενώ εκεί ούτε το σκουλήκι σταματά ούτε η φωτιά σβήνει.
Επειδή άκουσες φωτιά, μη νομίσης ότι πρόκειται για φωτιά όμοια με την υλική, γιατί η υλική φωτιά σ’ όποιον πέση τον καίει και τον εξοντώνει και κατά συνέπεια παύει μετά να αισθάνεται κάψιμο. Ενώ εκείνη η φωτιά όποιους περιλάβη θα τους καίη συνεχώς και ποτέ δεν θα σταματά, γι’ αυτό και ονομάζεται άσβεστη , πυρ άσβεστον (Μαρκ. θ’, 43).
Στην μελλοντική ζωή και οι αμαρτωλοί θα γίνουν άφθαρτοι, όχι για τιμή, αλλά για να τιμωρούνται συνεχώς. Αυτό το πράγμα πόσο είναι φοβερό, δεν μπορεί να το παρουσιάσει ο λόγος, αλλά από μερικά παραδείγματα είναι δυνατόν να πάρουμε κάποια μικρή ιδέα.
Εάν καμμία φορά μπήκες μέσα σε λουτρό που έτυχε να καίη περισσότερο από ό,τι έπρεπε, σκέψου τι θα είναι η φωτιά της κολάσεως. Και εάν κάποτε αρρώστησες και είχες πολύ υψηλό πυρετό, φαντάσου τι θα είναι η φλόγα εκείνη της κολάσεως. Εάν το καυτό λουτρό και ο υψηλός πυρετός μας ταλαιπωρεί και μας αναστατώνει, πως θα αντιμετωπίσουμε τον ποταμό της φωτιάς, όταν πέσουμε μέσα του; Τον ποταμό που κυλάει εμπρός στο φοβερό δικαστήριο.
Άκου πως ομιλούν οι προφήτες για την ημέρα εκείνη: Η ημέρα τού Κυρίου είναι αδυσώπητη, γεμάτη από θυμό και οργή (Ήσαία. ιγ’,9). Κανείς τότε δεν μπορεί να μας συμπαρασταθή, κανείς δεν μπορεί να μας γλυτώση. Πουθενά δεν θα βλέπης τότε το πρόσωπο τού Χριστού το ήμερο και γαλήνιο. Αλλά όπως αυτοί που τιμωρούνται να δουλεύουν στα μεταλλεία, παραδίνονται σε σκληρούς ανθρώπους και κανέναν δεν βλέπουν από τους ιδικούς των, παρά μόνο τους αυστηρούς επιστάτες, έτσι θα συμβαίνη και τότε· η καλύτερα, θα συμβαίνη κάτι πολύ πιο άσχημο και πιο φοβερό. Διότι εδώ μπορείς να πας στον βασιλέα και να τον παρακάλεσης, και έτσι να απαλλάξης τον κατάδικο από την ποινή. Εκεί όμως όχι.
Εκεί δεν υπάρχει συγχώρησις, αλλά κάθε κατάδικος ψήνεται και έχει τόσο πόνο που δεν είναι δυνατόν να τον εκφράσει. Εάν εδώ δεν μπορή κανείς λόγος να παραστήση τους δριμείς πόνους, πολύ περισσότερο εκεί. Διότι εδώ σε λίγες στιγμές γίνεται ό,τι έχει να γίνη, ενώ εκεί καίεται το σώμα, χωρίς να φθείρεται και να λυώνη.
Τι θα κάνουμε λοιπόν εκεί; Το λέγω και για τον εαυτό μου. Θα ειπή κάποιος: Αν εσύ ο διδάσκαλος σκέπτεσαι πως θα πας στην κόλαση, εγώ δεν θα πρέπη να καταβάλω καμμία φροντίδα. Τι το αξιοθαύμαστο να κολασθώ και εγώ; Μη σκέπτεσθε, σας παρακαλώ, τέτοιες παρηγοριές. Αυτό δεν φέρει καμμία ανακούφιση.
Πέστε μου· ο διάβολος δεν ήταν άγγελος; Δεν ήταν ανώτερος από τους ανθρώπους; Υπέστη όμως πτώση. Μπορεί λοιπόν να παρηγορηθή κάποιος, επειδή θα κολάζεται μαζί με αυτόν; Ασφαλώς όχι.
Είναι πολύ απατηλός αυτός ο λόγος, το να νομίζη κανείς παρηγοριά την κόλαση μαζί με όλους τους άλλους, και να λέγη, όπως όλοι, έτσι και εγώ. Και γιατί να αναφέρω την μελλοντική κόλαση; Σκέψου αυτούς που έχουν δυνατούς πόνους στα πόδια ποδαλγίαν και δοκιμάζουν δριμεία οδύνη. Αν την ώρα της οδύνης τους δείξης άλλους που υποφέρουν χειρότερα, ούτε που σε προσέχουν. Ο υπερβολικός ιδικός τους πόνος δεν αφήνει την σκέψη τους να ασχοληθή με τους άλλους και να βρουν έτσι παρηγοριά.
Ας μη τρεφώμεθα λοιπόν με απατηλές ελπίδες. Μπορεί κανείς να παρηγορηθή από τα κακά του πλησίον, όταν το πάθημα είναι μέτριο. Όταν όμως η οδύνη είναι υπερβολική, και όλος ο ψυχικός κόσμος είναι γεμάτος ζάλη και ταραχή και η ψυχή δεν μπορεί ούτε τον εαυτό της να γνωρίση, τότε από που να αντλήσει παρηγοριά;
Είναι ελεεινή η κατάστασις στην κόλαση. Υπάρχουν εκεί σκοτάδι και βρυγμός των οδόντων και δεσμά άλυτα και σκουλήκι που δεν πεθαίνει και φωτιά που δεν σβήνει και θλίψις και στενοχώρια και γλώσσες που φλογίζονται και τηγανίζονται, όπως τού πλουσίου της παραβολής! Θα θρηνούμε και κανένας δεν θα μας ακούη, θα στενάζουμε και θα βογγούμε από τον πόνο, και κανένας δεν θα μας προσέχει. Θα κοιτάζουμε γύρω μας, και πουθενά παρηγοριά. Τότε πως να θεωρήσουμε όσους ευρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση; Τι πιο άθλιο από αυτές τις ψυχές; Τι πιο ελεεινό;
Εάν κάποτε μπούμε σε δεσμωτήριο και άλλους τους ιδούμε αδύνατους και χλωμούς, άλλους δεμένους με σιδερένιες αλυσίδες, άλλους κλεισμένους σε όλο σκοτεινά κελλιά, κατασυγκινούμεθα, φρίττουμε, κάνουμε το παν για να μη δοκιμάσουμε κι’ εμείς τέτοια ταλαιπωρία και θλίψη.
Αλλ’ όταν θα οδηγηθούμε δεμένοι στα βασανιστήρια της κολάσεως, ποια θα είναι η θέση μας; Τι θα κάνουμε τότε; Διότι τα δεσμά εκείνα δεν είναι φτιαγμένα από σίδερο, αλλά από φωτιά. Από φωτιά άσβεστη. Κι’ εκείνοι που θα μας επιτηρούν δεν θα είναι άνθρωποι όμοιοι μ’ εμάς, που ίσως καμμιά φορά μαλακώνουν, αλλά σκληροί και φοβεροί άγγελοι, τους οποίους ούτε να κοιτάξη μπορεί κανείς. Άγγελοι γεμάτοι οργή για όσα εξυβρίσαμε τον Δεσπότη.
Δεν υπάρχει δυνατότης, όπως συμβαίνει εδώ, να έρθουν επισκέπτες και να φέρουν χρήματα ή τροφές ή να ειπούν λόγια παρηγοριάς. Όλα εκεί είναι χωρίς επιείκεια. Ακόμη και αν ο Νώε ή ο Ιώβ ή ο Δανιήλ έχουν ιδικούς τους κολασμένους, δεν τολμούν να τους συμπαρασταθούν και να τους δώσουν χέρι βοηθείας. Διότι τότε θα παύση να υπάρχη η συμπάθεια της φύσεως και της συγγενείας.
Συμβαίνει, ενάρετοι πατέρες να έχουν αμαρτωλά παιδιά, και παιδιά καλά να έχουν γονείς κακούς το κακό δεν οφείλεται στην φύση και στην συγγένεια, αλλά στην προαίρεσι και για να απολαμβάνουν στον παράδεισο ακεραία την ευφροσύνη, και να μη ταράζωνται από την συμπάθεια προς τους κολαζομένους, σβήνει από τους ενάρετους η συμπάθεια και αγανακτούν και αυτοί μαζί με τον Δεσπότη εναντίον των ιδικών τους σπλάγχνων. Και σ’ αυτή τη ζωή, μερικοί γονείς σαν ιδούν τα παιδιά τους φαύλα και εξαχρειωμένα, τα αποκηρύττουν και τα αποκόβουν από την συγγένεια. Πολύ περισσότερο θα συμβή κάτι τέτοιο στην Κρίση.
Αν έχης φλόγα σαρκικής επιθυμίας, εννόησε την φλόγα εκείνη της κολάσεως, και θα σου σβήση αμέσως και θα εξαφανισθή εντελώς.
Αν θέλησης να ειπής κάτι άπρεπο, θυμήσου τον βρυγμό των οδόντων, και αυτό θα σου είναι χαλινός.
Αν θέλησης να αρπάξης κάτι, άκουσε τον δικαστή να λέγη: Δέσατε τα χέρια του και τα πόδια του και ρίξτε τον στο σκότος το εξώτερο (Ματθ. κβ’, 13). Και έτσι θα αποβάλης αυτή την επιθυμία.
Αν είσαι σκληρός και άσπλαγχνος, θυμήσου εκείνες τις παρθένες, που έσβησαν οι λαμπάδες τους από έλλειψη ελαίου (το έλαιο συμβολίζει την ευσπλαχνία) και αποκλείσθηκαν από τον νυμφώνα. Και έτσι θα γίνης γρήγορα φιλάνθρωπος.
Αν επιθυμής να μεθάς και να διασκεδάζης, άκουσε τον πλούσιο να λέγη: Στείλε τον Λάζαρο, για να δροσίση με την άκρη τού δακτύλου του την φλογισμένη γλώσσα μου (Λουκ. ιστ’, 24) και να μη γίνεται δεκτό το αίτημα του. Και έτσι γρήγορα θα απομακρυνθής από αυτό το πάθος.
Αν έτσι σκεπτώμαστε και απαντούμε στις πονηρές μας επιθυμίες, γρήγορα θα ξεφύγουμε από την κακία και θα κατορθώσουμε την αρετή. Θα σβήσουμε τον έρωτα για τα παρόντα και θα ανάψουμε τον έρωτα για τα μέλλοντα.
Όσα σας είπα για την κόλαση, δεν σάς τα είπα για να σάς τρομάξω ούτε για να κουράσω τις ψυχές σας, αλλά για να τις ξεκουράσω και τις σωφρονίσω.
Και εγώ ήθελα να μην υπάρχη κόλαση. Προ πάντων εγώ. Γιατί; Διότι ενώ εσείς τρέμετε και φοβείσθε ο καθένας για την ιδική σας ψυχή, εγώ αγωνιώ για τόσες ψυχές, για τις οποίες είμαι υπεύθυνος. Και μου είναι πιο δύσκολο να γλυτώσω την κόλαση.
Ας μη δείχνουμε απιστία στο θέμα της κολάσεως, για να μη καταλήξουμε σ’ αυτήν. Όποιος απιστεί, γίνεται πιο ράθυμος. Και όποιος γίνεται πιο ράθυμος, οπωσδήποτε θα καταλήξη σ’ αυτήν.
Αν ενθυμήσθε ό,τι σάς είπα για την κόλαση, θα είναι σαν να χρησιμοποιήτε ένα πικρό φάρμακο, το οποίο μπορεί να σας συμμαζεύση την ψυχή, να αποδιώξη την πολιορκία των πονηρών επιθυμιών και να σας καθαρίση από κάθε κακία. Αρκεί να το έχετε συνεχώς στο μυαλό σας.
Ας το χρησιμοποιούμε λοιπόν αυτό το φάρμακο, για να μας καθαρίση την καρδιά μας, και έτσι καθαροί ν’ αξιωθούμε να ιδούμε όσα οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και μυαλό άνθρωπου δεν σκέφθηκε (Α’ Κορ. β’, 9). Είθε όλοι να αξιωθούμε αυτών των αγαθών, χάριτι και φιλανθρωπία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί, άμα τω αγίω Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Ιωάννου Χρυσοστόμου
ΑΠ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ : ΄΄ΦΛΕΓΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ΄΄ ΤΗΣ. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
Για τον λόγο αυτό ούτε όλους τους τιμωρεί εδώ, αλλά μερικούς, ούτε όλους τους τιμωρεί εκεί. Τον ένα τον τιμωρεί εδώ, τον άλλον εκεί, ώστε με την τιμωρία να διεγείρη όσους ευρίσονται σε μεγάλη αναισθησία, και με την ατιμωρησία να μας κάνη να περιμένουμε τον μέλλοντα αιώνα.
Δεν βλέπεις ότι πολλοί τιμωρούνται σ’ αυτήν την ζωή, όπως αυτοί που πλακώθηκαν από τον πύργο (Λουκ. ιγ’, 4), όπως εκείνοι που το αίμα τους ο Πιλάτος το ανέμειξε με το αίμα των θυσιών που προσέφεραν στον Ναό (Λουκ. ιγ’, 1), όπως εκείνοι οι Κορίνθιοι που εθανατώθηκαν πρόωρα, διότι επλησίασαν στην Θεία Κοινωνία αναξίως (Α’ Κορ. ια’, 30), όπως ο Φαραώ, όπως οι Ιουδαίοι που κατεσφάγησαν από τους βαρβάρους, όπως τόσοι άλλοι και τότε και τώρα και πάντοτε;
Ενώ άλλοι με πολλές αμαρτίες, έφυγαν από την ζωή αυτή, χωρίς να τιμωρηθούν, όπως ο πλούσιος της παραβολής, όπως άλλοι πολλοί.
Αυτά βεβαίως τα ενεργεί ο Θεός, για να ξυπνήση αφ’ ενός όσους δυσπιστούν στα μέλλοντα και για να κάνη αφ’ ετέρου τους πιστούς, από αμελείς, πιο πρόθυμους. Διότι ο Θεός είναι κριτής δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος, και δεν επιφέρει την τιμωρία καθημερινά (Ψαλμ. ζ’,11). Εάν όμως περιφρονήσουμε την μακροθυμία Του, θα έλθη καιρός που καθόλου δεν θα μακροθυμήση, αλλά αμέσως θα επιφέρη την καταδίκη.
Ας μη το ρίξουμε λοιπόν στα γλεντοκοπήματα και για μία στιγμή μία στιγμή είναι όλη η επίγεια ζωή μας καταλήξουμε στην ατέλειωτη και αιωνία κόλαση. Αλλά μία στιγμή ας κουρασθούμε, για να είμαστε συνεχώς στεφανωμένοι. Δεν βλέπετε και στα βιωτικά θέματα, οι περισσότεροι άνθρωποι έτσι σκέπτονται, και προτιμούν τον μικρό κόπο χάριν της μεγάλης αναπαύσεως, αν και μερικές φορές τα πράγματα έρχονται αντίθετα.
Τι λόγο λοιπόν θα δώσουμε, πες μου, όταν στα βιωτικά προτιμούμε τον κόπο για να επιτύχουμε μικρή ανάπαυση ή και καμμία, διότι είναι αβέβαιο το μέλλον, ενώ στα πνευματικά κάνουμε το αντίθετο, και έτσι με μία μικρή αμέλεια και ραθυμία μας καταλήγουμε σε απερίγραπτη κόλαση; Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους, έστω και αργά να τινάξετε από πάνω σας αυτόν τον λήθαργο. Διότι τον καιρό εκείνο δεν θα μπορέσει κανείς να μας γλυτώση. Ούτε αδελφός ούτε πατέρας ούτε φίλος ούτε γείτονας ούτε κανείς άλλος· αλλά αν καταδικασθούμε από τα έργα μας, όλα θα χαθούν και οπωσδήποτε θα απολεσθούμε.
Πόσο εθρήνησε εκείνος ο πλούσιος και πόσο παρεκάλεσε τον Πατριάρχη Αβραάμ να του στείλη τον Λάζαρο για να του δροσίση την γλώσσα! Αλλά άκου τι έλεγε προς αυτόν ο Αβραάμ: Ανάμεσά μας υπάρχει χάος, ώστε και αν ακόμη θέλουμε, να μη μπορούμε να έρθουμε εκεί (Λουκ. ιστ’, 26). Πόσο παρεκάλεσαν εκείνες οι παρθένες τις συνομήλικες τους για λίγο λάδι! Αλλά άκου τι απάντηση πήραν: Δεν σας δίνουμε, μη τυχόν και δεν επαρκέση και για σας και για μας (Ματθ. κε’,8). Και έτσι κανείς δεν μπόρεσε να τις εισαγάγει στον νυμφώνα.
Ας τα σκεπτώμαστε λοιπόν αυτά και ας επιμελούμεθα τη ζωή μας. Γιατί, όσους κόπους και να υποστής και όσες τιμωρίες, δεν έχουν καμμία σύγκριση προς τα μελλοντικά αγαθά.
Και από την άλλη πλευρά, βάλε εμπρός σου φωτιά και σίδερο και θηρία και ό,τι φοβερώτερο· όλα αυτά ούτε σκιά είναι εν συγκρίσει προς τα μελλοντικά βασανιστήρια. Διότι αυτά όταν μας επιπέσουν με σφοδρότητα, γίνονται πιο ελαφρά, και φέρουν γρήγορα την απαλλαγή, γιατί το σώμα δεν βαστά την σφοδρή και παρατεταμένη τιμωρία. Εκεί όμως συνυπάρχουν και τα δύο και η παράτασις και η σφοδρότης, τόσο στην χαρά όσο και στην λύπη.
Όσο υπάρχει καιρός ας προφθάσουμε το πρόσωπο Του με εξομολόγηση (Ψαλμ. 94,2), ώστε να Τον ιδούμε τότε ήμερο και γαλήνιο απέναντι μας και να γλυτώσουμε από εκείνες τις δυνάμεις τις απειλητικές. Δεν βλέπεις εδώ τους δημίους που εκτελούν τις διαταγές των αρχόντων, πως σύρουν τους κατάδικους, πως τους μαστιγώνουν, πως σχίζουν τις πλευρές τους, πως πλησιάζουν τις λαμπάδες, πως αποκόπτουν και σφάζουν!
Όλα αυτά είναι παιγνίδια και αστεία σε σύγκρισι με τις μελλοντικές τιμωρίες. Διότι αυτές οι κολάσεις είναι προσωρινές, ενώ εκεί ούτε το σκουλήκι σταματά ούτε η φωτιά σβήνει.
Επειδή άκουσες φωτιά, μη νομίσης ότι πρόκειται για φωτιά όμοια με την υλική, γιατί η υλική φωτιά σ’ όποιον πέση τον καίει και τον εξοντώνει και κατά συνέπεια παύει μετά να αισθάνεται κάψιμο. Ενώ εκείνη η φωτιά όποιους περιλάβη θα τους καίη συνεχώς και ποτέ δεν θα σταματά, γι’ αυτό και ονομάζεται άσβεστη , πυρ άσβεστον (Μαρκ. θ’, 43).
Στην μελλοντική ζωή και οι αμαρτωλοί θα γίνουν άφθαρτοι, όχι για τιμή, αλλά για να τιμωρούνται συνεχώς. Αυτό το πράγμα πόσο είναι φοβερό, δεν μπορεί να το παρουσιάσει ο λόγος, αλλά από μερικά παραδείγματα είναι δυνατόν να πάρουμε κάποια μικρή ιδέα.
Εάν καμμία φορά μπήκες μέσα σε λουτρό που έτυχε να καίη περισσότερο από ό,τι έπρεπε, σκέψου τι θα είναι η φωτιά της κολάσεως. Και εάν κάποτε αρρώστησες και είχες πολύ υψηλό πυρετό, φαντάσου τι θα είναι η φλόγα εκείνη της κολάσεως. Εάν το καυτό λουτρό και ο υψηλός πυρετός μας ταλαιπωρεί και μας αναστατώνει, πως θα αντιμετωπίσουμε τον ποταμό της φωτιάς, όταν πέσουμε μέσα του; Τον ποταμό που κυλάει εμπρός στο φοβερό δικαστήριο.
Άκου πως ομιλούν οι προφήτες για την ημέρα εκείνη: Η ημέρα τού Κυρίου είναι αδυσώπητη, γεμάτη από θυμό και οργή (Ήσαία. ιγ’,9). Κανείς τότε δεν μπορεί να μας συμπαρασταθή, κανείς δεν μπορεί να μας γλυτώση. Πουθενά δεν θα βλέπης τότε το πρόσωπο τού Χριστού το ήμερο και γαλήνιο. Αλλά όπως αυτοί που τιμωρούνται να δουλεύουν στα μεταλλεία, παραδίνονται σε σκληρούς ανθρώπους και κανέναν δεν βλέπουν από τους ιδικούς των, παρά μόνο τους αυστηρούς επιστάτες, έτσι θα συμβαίνη και τότε· η καλύτερα, θα συμβαίνη κάτι πολύ πιο άσχημο και πιο φοβερό. Διότι εδώ μπορείς να πας στον βασιλέα και να τον παρακάλεσης, και έτσι να απαλλάξης τον κατάδικο από την ποινή. Εκεί όμως όχι.
Εκεί δεν υπάρχει συγχώρησις, αλλά κάθε κατάδικος ψήνεται και έχει τόσο πόνο που δεν είναι δυνατόν να τον εκφράσει. Εάν εδώ δεν μπορή κανείς λόγος να παραστήση τους δριμείς πόνους, πολύ περισσότερο εκεί. Διότι εδώ σε λίγες στιγμές γίνεται ό,τι έχει να γίνη, ενώ εκεί καίεται το σώμα, χωρίς να φθείρεται και να λυώνη.
Τι θα κάνουμε λοιπόν εκεί; Το λέγω και για τον εαυτό μου. Θα ειπή κάποιος: Αν εσύ ο διδάσκαλος σκέπτεσαι πως θα πας στην κόλαση, εγώ δεν θα πρέπη να καταβάλω καμμία φροντίδα. Τι το αξιοθαύμαστο να κολασθώ και εγώ; Μη σκέπτεσθε, σας παρακαλώ, τέτοιες παρηγοριές. Αυτό δεν φέρει καμμία ανακούφιση.
Πέστε μου· ο διάβολος δεν ήταν άγγελος; Δεν ήταν ανώτερος από τους ανθρώπους; Υπέστη όμως πτώση. Μπορεί λοιπόν να παρηγορηθή κάποιος, επειδή θα κολάζεται μαζί με αυτόν; Ασφαλώς όχι.
Είναι πολύ απατηλός αυτός ο λόγος, το να νομίζη κανείς παρηγοριά την κόλαση μαζί με όλους τους άλλους, και να λέγη, όπως όλοι, έτσι και εγώ. Και γιατί να αναφέρω την μελλοντική κόλαση; Σκέψου αυτούς που έχουν δυνατούς πόνους στα πόδια ποδαλγίαν και δοκιμάζουν δριμεία οδύνη. Αν την ώρα της οδύνης τους δείξης άλλους που υποφέρουν χειρότερα, ούτε που σε προσέχουν. Ο υπερβολικός ιδικός τους πόνος δεν αφήνει την σκέψη τους να ασχοληθή με τους άλλους και να βρουν έτσι παρηγοριά.
Ας μη τρεφώμεθα λοιπόν με απατηλές ελπίδες. Μπορεί κανείς να παρηγορηθή από τα κακά του πλησίον, όταν το πάθημα είναι μέτριο. Όταν όμως η οδύνη είναι υπερβολική, και όλος ο ψυχικός κόσμος είναι γεμάτος ζάλη και ταραχή και η ψυχή δεν μπορεί ούτε τον εαυτό της να γνωρίση, τότε από που να αντλήσει παρηγοριά;
Είναι ελεεινή η κατάστασις στην κόλαση. Υπάρχουν εκεί σκοτάδι και βρυγμός των οδόντων και δεσμά άλυτα και σκουλήκι που δεν πεθαίνει και φωτιά που δεν σβήνει και θλίψις και στενοχώρια και γλώσσες που φλογίζονται και τηγανίζονται, όπως τού πλουσίου της παραβολής! Θα θρηνούμε και κανένας δεν θα μας ακούη, θα στενάζουμε και θα βογγούμε από τον πόνο, και κανένας δεν θα μας προσέχει. Θα κοιτάζουμε γύρω μας, και πουθενά παρηγοριά. Τότε πως να θεωρήσουμε όσους ευρίσκονται σ’ αυτή την κατάσταση; Τι πιο άθλιο από αυτές τις ψυχές; Τι πιο ελεεινό;
Εάν κάποτε μπούμε σε δεσμωτήριο και άλλους τους ιδούμε αδύνατους και χλωμούς, άλλους δεμένους με σιδερένιες αλυσίδες, άλλους κλεισμένους σε όλο σκοτεινά κελλιά, κατασυγκινούμεθα, φρίττουμε, κάνουμε το παν για να μη δοκιμάσουμε κι’ εμείς τέτοια ταλαιπωρία και θλίψη.
Αλλ’ όταν θα οδηγηθούμε δεμένοι στα βασανιστήρια της κολάσεως, ποια θα είναι η θέση μας; Τι θα κάνουμε τότε; Διότι τα δεσμά εκείνα δεν είναι φτιαγμένα από σίδερο, αλλά από φωτιά. Από φωτιά άσβεστη. Κι’ εκείνοι που θα μας επιτηρούν δεν θα είναι άνθρωποι όμοιοι μ’ εμάς, που ίσως καμμιά φορά μαλακώνουν, αλλά σκληροί και φοβεροί άγγελοι, τους οποίους ούτε να κοιτάξη μπορεί κανείς. Άγγελοι γεμάτοι οργή για όσα εξυβρίσαμε τον Δεσπότη.
Δεν υπάρχει δυνατότης, όπως συμβαίνει εδώ, να έρθουν επισκέπτες και να φέρουν χρήματα ή τροφές ή να ειπούν λόγια παρηγοριάς. Όλα εκεί είναι χωρίς επιείκεια. Ακόμη και αν ο Νώε ή ο Ιώβ ή ο Δανιήλ έχουν ιδικούς τους κολασμένους, δεν τολμούν να τους συμπαρασταθούν και να τους δώσουν χέρι βοηθείας. Διότι τότε θα παύση να υπάρχη η συμπάθεια της φύσεως και της συγγενείας.
Συμβαίνει, ενάρετοι πατέρες να έχουν αμαρτωλά παιδιά, και παιδιά καλά να έχουν γονείς κακούς το κακό δεν οφείλεται στην φύση και στην συγγένεια, αλλά στην προαίρεσι και για να απολαμβάνουν στον παράδεισο ακεραία την ευφροσύνη, και να μη ταράζωνται από την συμπάθεια προς τους κολαζομένους, σβήνει από τους ενάρετους η συμπάθεια και αγανακτούν και αυτοί μαζί με τον Δεσπότη εναντίον των ιδικών τους σπλάγχνων. Και σ’ αυτή τη ζωή, μερικοί γονείς σαν ιδούν τα παιδιά τους φαύλα και εξαχρειωμένα, τα αποκηρύττουν και τα αποκόβουν από την συγγένεια. Πολύ περισσότερο θα συμβή κάτι τέτοιο στην Κρίση.
Αν έχης φλόγα σαρκικής επιθυμίας, εννόησε την φλόγα εκείνη της κολάσεως, και θα σου σβήση αμέσως και θα εξαφανισθή εντελώς.
Αν θέλησης να ειπής κάτι άπρεπο, θυμήσου τον βρυγμό των οδόντων, και αυτό θα σου είναι χαλινός.
Αν θέλησης να αρπάξης κάτι, άκουσε τον δικαστή να λέγη: Δέσατε τα χέρια του και τα πόδια του και ρίξτε τον στο σκότος το εξώτερο (Ματθ. κβ’, 13). Και έτσι θα αποβάλης αυτή την επιθυμία.
Αν είσαι σκληρός και άσπλαγχνος, θυμήσου εκείνες τις παρθένες, που έσβησαν οι λαμπάδες τους από έλλειψη ελαίου (το έλαιο συμβολίζει την ευσπλαχνία) και αποκλείσθηκαν από τον νυμφώνα. Και έτσι θα γίνης γρήγορα φιλάνθρωπος.
Αν επιθυμής να μεθάς και να διασκεδάζης, άκουσε τον πλούσιο να λέγη: Στείλε τον Λάζαρο, για να δροσίση με την άκρη τού δακτύλου του την φλογισμένη γλώσσα μου (Λουκ. ιστ’, 24) και να μη γίνεται δεκτό το αίτημα του. Και έτσι γρήγορα θα απομακρυνθής από αυτό το πάθος.
Αν έτσι σκεπτώμαστε και απαντούμε στις πονηρές μας επιθυμίες, γρήγορα θα ξεφύγουμε από την κακία και θα κατορθώσουμε την αρετή. Θα σβήσουμε τον έρωτα για τα παρόντα και θα ανάψουμε τον έρωτα για τα μέλλοντα.
Όσα σας είπα για την κόλαση, δεν σάς τα είπα για να σάς τρομάξω ούτε για να κουράσω τις ψυχές σας, αλλά για να τις ξεκουράσω και τις σωφρονίσω.
Και εγώ ήθελα να μην υπάρχη κόλαση. Προ πάντων εγώ. Γιατί; Διότι ενώ εσείς τρέμετε και φοβείσθε ο καθένας για την ιδική σας ψυχή, εγώ αγωνιώ για τόσες ψυχές, για τις οποίες είμαι υπεύθυνος. Και μου είναι πιο δύσκολο να γλυτώσω την κόλαση.
Ας μη δείχνουμε απιστία στο θέμα της κολάσεως, για να μη καταλήξουμε σ’ αυτήν. Όποιος απιστεί, γίνεται πιο ράθυμος. Και όποιος γίνεται πιο ράθυμος, οπωσδήποτε θα καταλήξη σ’ αυτήν.
Αν ενθυμήσθε ό,τι σάς είπα για την κόλαση, θα είναι σαν να χρησιμοποιήτε ένα πικρό φάρμακο, το οποίο μπορεί να σας συμμαζεύση την ψυχή, να αποδιώξη την πολιορκία των πονηρών επιθυμιών και να σας καθαρίση από κάθε κακία. Αρκεί να το έχετε συνεχώς στο μυαλό σας.
Ας το χρησιμοποιούμε λοιπόν αυτό το φάρμακο, για να μας καθαρίση την καρδιά μας, και έτσι καθαροί ν’ αξιωθούμε να ιδούμε όσα οφθαλμός δεν είδε και αυτί δεν άκουσε και μυαλό άνθρωπου δεν σκέφθηκε (Α’ Κορ. β’, 9). Είθε όλοι να αξιωθούμε αυτών των αγαθών, χάριτι και φιλανθρωπία τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, μεθ’ ου τω Πατρί, άμα τω αγίω Πνεύματι, δόξα, κράτος, τιμή, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Ιωάννου Χρυσοστόμου
ΑΠ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ : ΄΄ΦΛΕΓΟΝΤΑ ΘΕΜΑΤΑ΄΄ ΤΗΣ. ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ