Ο ΒΙΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΘΕΟΔΩΡΑΣ (ΒΑΣΤΑ ΜΕΓΑΛΟΥΠΟΛΕΩΣ)
Τον δέκατο με ενδέκατο αιώνα ο χριστιανισμός εξαπλωνόταν ακόμα περισσότερο παρόλο τους τεράστιους διωγμούς που είχε δεχθεί.Άνθιζε και η μοναχική ζωή με οργανωμένα μοναστήρια διάσπαρτα παντού..Στην περιοχή της ανατολικής Μεσσηνίας στο χωριό Μοναστηράκι υπήρξε το μοναστήρι της Παναίτσας.Πάρα πολυ πλούσιο μοναστήρι με πολλές μοναχές. Το μοναστήρι, κατά την παράδοση, είχε γίνει στόχος επιδρομών, και λεηλασιών, από ληστές και κουρσάρους ή ακόμη και από μεμονωμένα άτομα
Ετσι οι ηγούμενοι της Μονής για ν' αποκρούσουν τέτοιες επιθέσεις διοργάνωσαν στρατιωτικά τμήματα από εθελοντές χριστιανούς των γύρω χωριών. Έτσι κάθε οικογένεια χριστιανών έπρεπε να στέλνει ένα παλικάρι για να υπηρετήσει σ' αυτό το εθελοντικό σώμα. Εάν δεν είχε η οικογένεια αγόρι έπρεπε να υπηρετήσει ο πατέρας και αν ο πατέρας δεν μπορούσε τότε έπρεπε να καταβάλει τα έξοδα για να στρατολογηθεί κάποιος μισθοφόρος.
Σ' αυτή λοιπόν την περιοχή μεταξύ των χωριών-Βάστα - Δασοχώρι - Άνω Μέλπεια, που ήταν γεμάτη από διάσπαρτους οικισμούς τσοπάνηδων, υπήρχε και μία οικογένεια φτωχή, που δεν είχε αγόρι αλλά πολλά κορίτσια. Ο πατέρας γέρος και άρρωστος δεν μπορούσε να υπηρετήσει στη φρουρά του Μοναστηριού. Δεν είχε ούτε τα χρήματα για να καταβάλει το αντίστοιχο ποσό για την πληρωμή κάποιου μισθοφόρου. Είχε πέσει σε μεγάλη στενοχώρια σαν χριστιανός που ήταν. Η ντροπή να μην υπηρετήσει κάποιος για λογαριασμό της οικογένειας θα ήταν μεγάλη.Τότε μια απ' τις κοπέλες, η Θεοδώρα, αποφάσισε να απαλύνει τον πόνο του πατέρα της. Ντύθηκε ανδρικά ρούχα και παρουσιάστηκε στο μοναστήρι για να εκτελέσει το ιερό χρέος. Εκεί παρουσιάστηκε σαν Θοδωρής.
Δυνατό κορίτσι,θαρραλέο συνηθισμένο στις κακουχίες δεν αντιμετώπισε προβλήματα με τη ζωή στο στρατιωτικό τμήμα. Ήταν σβέλτη και έξυπνη και με την προθυμία της απόκτησε τη συμπάθεια όλων, ακόμη και της ηγουμένης. Έτσι έγινε καπετάνιος της φρουράς,ρόλος αρκετά σημαντικός.
Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τη μέρα που μια μοναχή υπέκυψε στον πειρασμό και σχετίστηκε μ' έναν αξιωματικό της φρουράς και έμεινε έγκυος. Βαρύ τ' αμάρτημα βαρειά πρέπει νάναι και τιμωρία και για τους δυο. Η ηγουμένη έκλεισε τη μοναχή στο κελί και κανένας δεν πλησίαζε την καταραμένη. Μόνο ο Θοδωρής με τη χρυσή καρδιά της λέει λόγια παρηγοριάς.
Τα λόγια παρηγοριάς δίνουν το πάτημα στην απομονωμένη μοναχή να γίνει πιστευτή γι' αυτόν που θα συκοφαντήσει για να σωθεί αυτή και ο αγαπημένος της. Έτσι κατονόμασε τον Θοδωρή σαν φταίχτη.
Ο Θοδωρής μπροστά στο δίλημμα να πει την αλήθεια για το ποιος είναι και να τιμωρηθεί ο πατέρας της, που εξαπάτησε την ηγουμένη και την τιμωρία τη δική της, προτίμησε το θάνατο. Έτσι οδηγήθηκε μακρυά απ' το μοναστήρι της Παναγίτσας στη θέση που βρίσκεται σήμερα το εκκλησάκι και θανατώνεται. Πριν την εκτέλεση ρωτήθηκε να πει τις τελευταίες τις επιθυμίες. και αυτή τότε, σύμφωνα με την παράδοση, είπε «Το σώμα μου να γίνει εκκλησία, το αίμα μου νερό και τα μαλλιά μου δάσος». Κι έτσι έγινε το θαύμα που βλέπουμε.
Με την πρώτη σπαθιά του δήμιου στο στήθος του Θοδωρή, πετάχτηκε το γυναικείο στήθος της Θεοδώρας και αποκαλύφθηκε η ζήλεια, η πονηριά και η συκοφαντία.
Μετά το βαρύ αμάρτημα, τη θανάτωση μιας αθώας, η κατάρα έπεσε βαρειά πάνω στο μοναστήρι και το ρήμαξε. Έτσι το θέλει η παράδοση αδελφέ αναγνώστη. Ο λαός κράτησε και συνδίασε με το διάβα των αιώνων τις τελευταίες επιθυμίες της Αγίας με το σημερινό θαύμα.Το εκκλησάκι είναι το σώμα της,τα μαλλιά της είναι τα δέντρα,και το ρυάκι αγίασμα που περνά δίπλα είναιτο αίμα της..
Τον δέκατο με ενδέκατο αιώνα ο χριστιανισμός εξαπλωνόταν ακόμα περισσότερο παρόλο τους τεράστιους διωγμούς που είχε δεχθεί.Άνθιζε και η μοναχική ζωή με οργανωμένα μοναστήρια διάσπαρτα παντού..Στην περιοχή της ανατολικής Μεσσηνίας στο χωριό Μοναστηράκι υπήρξε το μοναστήρι της Παναίτσας.Πάρα πολυ πλούσιο μοναστήρι με πολλές μοναχές. Το μοναστήρι, κατά την παράδοση, είχε γίνει στόχος επιδρομών, και λεηλασιών, από ληστές και κουρσάρους ή ακόμη και από μεμονωμένα άτομα
Ετσι οι ηγούμενοι της Μονής για ν' αποκρούσουν τέτοιες επιθέσεις διοργάνωσαν στρατιωτικά τμήματα από εθελοντές χριστιανούς των γύρω χωριών. Έτσι κάθε οικογένεια χριστιανών έπρεπε να στέλνει ένα παλικάρι για να υπηρετήσει σ' αυτό το εθελοντικό σώμα. Εάν δεν είχε η οικογένεια αγόρι έπρεπε να υπηρετήσει ο πατέρας και αν ο πατέρας δεν μπορούσε τότε έπρεπε να καταβάλει τα έξοδα για να στρατολογηθεί κάποιος μισθοφόρος.
Σ' αυτή λοιπόν την περιοχή μεταξύ των χωριών-Βάστα - Δασοχώρι - Άνω Μέλπεια, που ήταν γεμάτη από διάσπαρτους οικισμούς τσοπάνηδων, υπήρχε και μία οικογένεια φτωχή, που δεν είχε αγόρι αλλά πολλά κορίτσια. Ο πατέρας γέρος και άρρωστος δεν μπορούσε να υπηρετήσει στη φρουρά του Μοναστηριού. Δεν είχε ούτε τα χρήματα για να καταβάλει το αντίστοιχο ποσό για την πληρωμή κάποιου μισθοφόρου. Είχε πέσει σε μεγάλη στενοχώρια σαν χριστιανός που ήταν. Η ντροπή να μην υπηρετήσει κάποιος για λογαριασμό της οικογένειας θα ήταν μεγάλη.Τότε μια απ' τις κοπέλες, η Θεοδώρα, αποφάσισε να απαλύνει τον πόνο του πατέρα της. Ντύθηκε ανδρικά ρούχα και παρουσιάστηκε στο μοναστήρι για να εκτελέσει το ιερό χρέος. Εκεί παρουσιάστηκε σαν Θοδωρής.
Δυνατό κορίτσι,θαρραλέο συνηθισμένο στις κακουχίες δεν αντιμετώπισε προβλήματα με τη ζωή στο στρατιωτικό τμήμα. Ήταν σβέλτη και έξυπνη και με την προθυμία της απόκτησε τη συμπάθεια όλων, ακόμη και της ηγουμένης. Έτσι έγινε καπετάνιος της φρουράς,ρόλος αρκετά σημαντικός.
Όλα πήγαιναν καλά μέχρι τη μέρα που μια μοναχή υπέκυψε στον πειρασμό και σχετίστηκε μ' έναν αξιωματικό της φρουράς και έμεινε έγκυος. Βαρύ τ' αμάρτημα βαρειά πρέπει νάναι και τιμωρία και για τους δυο. Η ηγουμένη έκλεισε τη μοναχή στο κελί και κανένας δεν πλησίαζε την καταραμένη. Μόνο ο Θοδωρής με τη χρυσή καρδιά της λέει λόγια παρηγοριάς.
Τα λόγια παρηγοριάς δίνουν το πάτημα στην απομονωμένη μοναχή να γίνει πιστευτή γι' αυτόν που θα συκοφαντήσει για να σωθεί αυτή και ο αγαπημένος της. Έτσι κατονόμασε τον Θοδωρή σαν φταίχτη.
Ο Θοδωρής μπροστά στο δίλημμα να πει την αλήθεια για το ποιος είναι και να τιμωρηθεί ο πατέρας της, που εξαπάτησε την ηγουμένη και την τιμωρία τη δική της, προτίμησε το θάνατο. Έτσι οδηγήθηκε μακρυά απ' το μοναστήρι της Παναγίτσας στη θέση που βρίσκεται σήμερα το εκκλησάκι και θανατώνεται. Πριν την εκτέλεση ρωτήθηκε να πει τις τελευταίες τις επιθυμίες. και αυτή τότε, σύμφωνα με την παράδοση, είπε «Το σώμα μου να γίνει εκκλησία, το αίμα μου νερό και τα μαλλιά μου δάσος». Κι έτσι έγινε το θαύμα που βλέπουμε.
Με την πρώτη σπαθιά του δήμιου στο στήθος του Θοδωρή, πετάχτηκε το γυναικείο στήθος της Θεοδώρας και αποκαλύφθηκε η ζήλεια, η πονηριά και η συκοφαντία.
Μετά το βαρύ αμάρτημα, τη θανάτωση μιας αθώας, η κατάρα έπεσε βαρειά πάνω στο μοναστήρι και το ρήμαξε. Έτσι το θέλει η παράδοση αδελφέ αναγνώστη. Ο λαός κράτησε και συνδίασε με το διάβα των αιώνων τις τελευταίες επιθυμίες της Αγίας με το σημερινό θαύμα.Το εκκλησάκι είναι το σώμα της,τα μαλλιά της είναι τα δέντρα,και το ρυάκι αγίασμα που περνά δίπλα είναιτο αίμα της..