Πνευματική τροφή.Από το Γεροντικό..

Διηγήθηκαν για ένα γέροντα, ότι νήστεψε εβδομήντα εβδομάδες, τρώγοντας μόνο μια φορά την εβδομάδα, και παρακαλώντας στο διάστημα αυτό το Θεό να του φανερώσει τη σημασία ενός χωρίου της Γραφής. Αλλά ο Θεός δεν του την αποκάλυψε. Λέει τότε μέσα του: «Να, τόσους κόπους έκανα, και τίποτα δεν κατόρθωσα.
Ας πάω λοιπόν στον αδελφό μου και ας τον ρωτήσω». Φεύγοντας όμως, καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα, έστειλε ο Κύριος έναν άγγελο, πού του είπε:
- Οι εβδομήντα εβδομάδες της νηστείας σου δεν έφτασαν στο Θεό. Όταν όμως ταπεινώθηκες και κίνησες να πας στον αδελφό σου, Εκείνος μ΄ έστειλε για να σου εξηγήσω το ρητό.
Και αφού τον πληροφόρησε για τη σημασία του χωρίου πού ζητούσε, αναχώρησε.
--------------------------
Ένας γέροντας - διηγήθηκε ο αββάς Κασσιανός - πού ασκήτευε στην έρημο, παρακάλεσε το Θεό να του δώσει τούτο το χάρισμα: Όταν γίνεται πνευματική συζήτηση, να μη νυστάζει ποτέ, όταν όμως κανείς αργολογεί ή κατακρίνει, τότε να τον παίρνει ο ύπνος, για να μη μολύνονται τ΄ αυτιά του με τέτοιο δηλητήριο. Και πραγματικά, του έδωσε ο Θεός αυτό που ζητούσε.
Έλεγε λοιπόν αυτός ο γέροντας, πώς ο διάβολος είναι διασώστης της αργολογίας και αντίπαλος κάθε πνευματικής διδαχής. Επιβεβαίωνε μάλιστα το λόγο του με τούτο το παράδειγμα:
- Μια φορά, καθώς μιλούσα για ψυχωφελή ζητήματα σε κάποιους αδελφούς, τόσο πολύ νύσταξαν, πού δεν μπορούσαν ούτε τα βλέφαρά τους να κουνήσουν. Κι εγώ τότε, θέλοντας να φανερώσω πώς αυτό συμβαίνει από δαιμονική ενέργεια, άρχισα ν΄ αργολογώ. Στη στιγμή ξενύσταξαν κι έγιναν ολόχαροι! Αναστέναξα και τους είπα: «Δέστε, αδελφοί μου! Όσο μιλούσαμε για ουράνια πράγματα, τα μάτια όλων σας τα έκλεινε ο ύπνος. Μόλις όμως ακούστηκαν λόγια μάταια, όλοι ξενυστάξατε και ακούγατε πρόθυμα. Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, να συναισθανθείτε την ενέργεια του πονηρού δαίμονα, κι έτσι να είστε προσεκτικοί και να φυλάγεστε από το νυσταγμό, κάθε φορά πού κάνετε ή ακούτε κάτι πνευματικό».
---------------------------
Ένας αδελφός ρώτησε τον αββά Ποιμένα:
- Αββά, ήταν δύο άνθρωποι, ο ένας μοναχός και ο άλλος κοσμικός. Μια νύχτα ο μοναχός αποφάσισε να πετάξει το σχήμα του μόλις θα ξημέρωνε. Ο κοσμικός πάλι αποφάσισε να γίνει μοναχός. Και οι δυο όμως πέθαναν την ίδια νύχτα, κι έτσι δεν πρόφτασαν να πραγματοποιήσουν τις προθέσεις τους. Σαν τι θα θεωρηθούν άραγε;
Και ο γέροντας αποκρίθηκε:
- Ο μοναχός πέθανε σαν μοναχός και ο κοσμικός πέθανε σαν κοσμικός. Γιατί έφυγαν στην κατάσταση πού βρέθηκαν.
-------------------------------------
Ένας γέροντας - διηγήθηκε ο αββάς Κασσιανός - πού ασκήτευε στην έρημο, παρακάλεσε το Θεό να του δώσει τούτο το χάρισμα: Όταν γίνεται πνευματική συζήτηση, να μη νυστάζει ποτέ, όταν όμως κανείς αργολογεί ή κατακρίνει, τότε να τον παίρνει ο ύπνος, για να μη μολύνονται τ΄ αυτιά του με τέτοιο δηλητήριο. Και πραγματικά, του έδωσε ο Θεός αυτό που ζητούσε.
Έλεγε λοιπόν αυτός ο γέροντας, πώς ο διάβολος είναι διασώστης της αργολογίας και αντίπαλος κάθε πνευματικής διδαχής. Επιβεβαίωνε μάλιστα το λόγο του με τούτο το παράδειγμα:
- Μια φορά, καθώς μιλούσα για ψυχωφελή ζητήματα σε κάποιους αδελφούς, τόσο πολύ νύσταξαν, πού δεν μπορούσαν ούτε τα βλέφαρά τους να κουνήσουν. Κι εγώ τότε, θέλοντας να φανερώσω πώς αυτό συμβαίνει από δαιμονική ενέργεια, άρχισα ν΄ αργολογώ. Στη στιγμή ξενύσταξαν κι έγιναν ολόχαροι! Αναστέναξα και τους είπα: «Δέστε, αδελφοί μου! Όσο μιλούσαμε για ουράνια πράγματα, τα μάτια όλων σας τα έκλεινε ο ύπνος. Μόλις όμως ακούστηκαν λόγια μάταια, όλοι ξενυστάξατε και ακούγατε πρόθυμα. Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, να συναισθανθείτε την ενέργεια του πονηρού δαίμονα, κι έτσι να είστε προσεκτικοί και να φυλάγεστε από το νυσταγμό, κάθε φορά πού κάνετε ή ακούτε κάτι πνευματικό».
-----------------------------------
 Πήγε κάποτε στον αββά Φήλικα ένας αδελφός, έχοντας μαζί του και μερικούς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπόν τον αββά να τους πει ωφέλιμο λόγο. Ο γέροντας όμως σώπαινε. Ο αδελφός συνέχισε να τον παρακαλεί ώρα πολλή, οπότε εκείνος τους είπε:
- Θέλετε ν΄ ακούσετε ψυχωφελή λόγο;
- Ναι, αββά, αποκρίθηκαν.
- Δεν υπάρχει πιά λόγος, είπε ο γέροντας. Γιατί όταν οι αδελφοί ρωτούσαν τους γέροντες και έκαναν όσα εκείνοι τους συμβούλευαν, ο Θεός έδινε λόγο, για να ωφεληθούν εκείνοι που ρωτούσαν. Τώρα όμως, επειδή ρωτάνε αλλά δεν εφαρμόζουν όσα ακούνε, πήρε ο Θεός τη χάρη του λόγου από τους γέροντες. Δεν βρίσκουν πιά τι να πούν, γιατί δεν υπάρχει εργάτης της αρετής.
Όταν τον άκουσαν οι επισκέπτες, αναστέναξαν και είπαν:
- Προσευχήσου για μας, αββά.
------------------------------------------
 Είπε ο αββάς Μωυσής: “Εάν δεν συμφωνήσει η πράξη με την προσευχή, είναι χαμένος ο κόπος σου”.
Και τον ρώτησε άλλος αδελφός: “Και τι σημαίνει να συμφωνεί πράξη και προσευχή;”
“Σημαίνει -είπε ο Γέροντας- αυτά για τα οποία προσευχόμαστε να μας απαλλάξει ο Θεός, να μην τα κάνουμε πια.
Γιατί όταν ο άνθρωπος παραιτείται από τα θελήματά του, τότε ο Θεός γίνεται φίλος του και δέχεται την προσευχή του”.
Είπε πάλι:
“Για κάθε τι πού θα το υπομείνεις με φιλόσοφη διάθεση, θα βρεις τον καρπό του στην ώρα της προσευχής”.
Είπε επίσης:
“Εάν επιθυμείς να προσευχηθείς, όπως πρέπει, μη λυπήσεις καμιά ψυχή, αλλιώς, χαμένος ο κόπος σου”.
“Να μη θέλεις οι υποθέσεις σου να προχωρούν, όπως εσύ νομίζεις, αλλά όπως αρέσει στον Θεό. Έτσι θα είσαι ατάραχος και θα ευχαριστείς στην προσευχή σου τον Θεό”.
Είπε Γέροντας:
“Όταν ο άνθρωπος προσέχει να μην βλάψει τον πλησίον, τότε ενθαρρύνεται ο λογισμός του ότι η προσευχή του έγινε δεκτή από τον Θεό.
Αν όμως βλάψει τον πλησίον, η προσευχή του γίνεται σιχαμερή και είναι απαράδεκτη.
Γιατί ο στεναγμός του αδικημένου δεν πρόκειται να αφήσει την προσευχή του άδικου ανθρώπου να φθάσει ενώπιον του Θεού”.
-----------------------------------
 Ένας γέροντας - διηγήθηκε ο αββάς Κασσιανός - πού ασκήτευε στην έρημο, παρακάλεσε το Θεό να του δώσει τούτο το χάρισμα: Όταν γίνεται πνευματική συζήτηση, να μη νυστάζει ποτέ, όταν όμως κανείς αργολογεί ή κατακρίνει, τότε να τον παίρνει ο ύπνος, για να μη μολύνονται τ΄ αυτιά του με τέτοιο δηλητήριο. Και πραγματικά, του έδωσε ο Θεός αυτό που ζητούσε.
Έλεγε λοιπόν αυτός ο γέροντας, πώς ο διάβολος είναι διασώστης της αργολογίας και αντίπαλος κάθε πνευματικής διδαχής. Επιβεβαίωνε μάλιστα το λόγο του με τούτο το παράδειγμα:
- Μια φορά, καθώς μιλούσα για ψυχωφελή ζητήματα σε κάποιους αδελφούς, τόσο πολύ νύσταξαν, πού δεν μπορούσαν ούτε τα βλέφαρά τους να κουνήσουν. Κι εγώ τότε, θέλοντας να φανερώσω πώς αυτό συμβαίνει από δαιμονική ενέργεια, άρχισα ν΄ αργολογώ. Στη στιγμή ξενύσταξαν κι έγιναν ολόχαροι! Αναστέναξα και τους είπα: «Δέστε, αδελφοί μου! Όσο μιλούσαμε για ουράνια πράγματα, τα μάτια όλων σας τα έκλεινε ο ύπνος. Μόλις όμως ακούστηκαν λόγια μάταια, όλοι ξενυστάξατε και ακούγατε πρόθυμα. Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, να συναισθανθείτε την ενέργεια του πονηρού δαίμονα, κι έτσι να είστε προσεκτικοί και να φυλάγεστε από το νυσταγμό, κάθε φορά πού κάνετε ή ακούτε κάτι πνευματικό».
------------------------------------
 Πήγε κάποτε στον αββά Φήλικα ένας αδελφός, έχοντας μαζί του και μερικούς κοσμικούς. Παρακάλεσε λοιπόν τον αββά να τους πει ωφέλιμο λόγο. Ο γέροντας όμως σώπαινε. Ο αδελφός συνέχισε να τον παρακαλεί ώρα πολλή, οπότε εκείνος τους είπε:
- Θέλετε ν΄ ακούσετε ψυχωφελή λόγο;
- Ναι, αββά, αποκρίθηκαν.
- Δεν υπάρχει πιά λόγος, είπε ο γέροντας. Γιατί όταν οι αδελφοί ρωτούσαν τους γέροντες και έκαναν όσα εκείνοι τους συμβούλευαν, ο Θεός έδινε λόγο, για να ωφεληθούν εκείνοι που ρωτούσαν. Τώρα όμως, επειδή ρωτάνε αλλά δεν εφαρμόζουν όσα ακούνε, πήρε ο Θεός τη χάρη του λόγου από τους γέροντες. Δεν βρίσκουν πιά τι να πούν, γιατί δεν υπάρχει εργάτης της αρετής.
Όταν τον άκουσαν οι επισκέπτες, αναστέναξαν και είπαν:
- Προσευχήσου για μας, αββά.
-----------------------------------------
 Διηγήθηκαν για ένα γέροντα, ότι νήστεψε εβδομήντα εβδομάδες, τρώγοντας μόνο μια φορά την εβδομάδα, και παρακαλώντας στο διάστημα αυτό το Θεό να του φανερώσει τη σημασία ενός χωρίου της Γραφής. Αλλά ο Θεός δεν του την αποκάλυψε. Λέει τότε μέσα του: «Να, τόσους κόπους έκανα, και τίποτα δεν κατόρθωσα. Ας πάω λοιπόν στον αδελφό μου και ας τον ρωτήσω». Φεύγοντας όμως, καθώς έκλεινε πίσω του την πόρτα, έστειλε ο Κύριος έναν άγγελο, πού του είπε:
- Οι εβδομήντα εβδομάδες της νηστείας σου δεν έφτασαν στο Θεό. Όταν όμως ταπεινώθηκες και κίνησες να πας στον αδελφό σου, Εκείνος μ΄ έστειλε για να σου εξηγήσω το ρητό.
Και αφού τον πληροφόρησε για τη σημασία του χωρίου πού ζητούσε, αναχώρησε.
---------------------------------------
 Ενας αδελφός ρώτησε τον γέροντα: Πάτερ, τι εννοεί ο προφήτης λέγοντας, «ούκ έστι σωτηρία αυτώ έν τώ Θεώ αυτού;» (Ψαλμ. 3:3).
- Εννοεί τους λογισμούς της απελπισίας, είπε ο γέροντας, πού υποβάλλουν οι δαίμονες σ΄ όποιον αμάρτησε. Του λένε, δηλαδή, ότι ο Θεός δεν πρόκειται πιά να τον σώσει, και έτσι προσπαθούν να τον γκρεμίσουν στα βάραθρα της απογνώσεως. Τέτοιους λογισμούς όμως πρέπει να τους διώχνει ο άνθρωπος με τα λόγια: «Κύριος καταφυγή μου, ότι αυτός εκσπάσει έκ παγίδος τους πόδας μου» (πρβλ. Έξοδ. 17:15. Ψαλμ. 24:15).
----------------------------------------
 Ήταν ένας γέροντας ασκητής και αναχωρητής, όστις ασκήτευσεν εις τόπον έρημον χρόνους εβδομήκοντα με νηστείαν και παρθενίαν και αγρυπνίαν. Εις τόσους δε χρόνους όπου εδούλευε τον Θεόν δεν αξιώθη να ιδή καμμίαν οπτασίαν και αποκάλυψιν εκ Θεου.
Και ελογίασε και έβαλε τούτο εις τον νουν του λέγων: «Μήπως δια καμμίαν αφορμήν όπου δεν ηξεύρω εγώ δεν αρέσει του Θεου η ασκησίς μου, και η εργασία μου θέλει είναι απαράδεκτος· δια τούτο δεν δύναμαι να αποκαλυφθώ και να ιδώ κανένα μυστήριον».
Ταύτα διαλογιζόμενος ο γέρων άρχισε να δέεται και να παρακαλή τον Θεόν περισσότερον, προσευχόμενος και λέγων: «Κύριε εάν άρα σε αρέση η άσκησίς μου και δέχεσαι τα έργα μου, δέομαι, σου ο αμαρτωλός και ανάξιος, ίνα χαρίσης και εις εμέ ένα σταλαγμόν από τα χαρίσματά σου, να πληροφορηθώ με μίαν φανέρωσιν ενός μυστηρίου ότι ήκουσας την δέησίν μου, δια να περνώ θαρρετά και πληροφορημένα την ασκητικήν μου ζωήν».
Ταύτα του αγίου γέροντος δεομένου και παρακαλούντος, ήλθε προς αυτόν φωνή εκ Θεου λέγουσα: «Αν είναι και αγαπάς να ιδής την δόξαν μου, πήγαινε μέσα εις την βαθυτάτην έρημον και θέλεις αποκαλυφθή μυστήρια».
Ως ήκουσε ταύτην την φωνήν ο γέρων, εξέβη από το κελλίον του και, ωσάν εμάκρυνεν εκείθεν, τον απάντησεν ένας λη­στής, ο οποίος, καθώς είδε τον αββάν, ώρμησε με βίαν προς αυτόν θέλοντας να τον φονεύση. Και ωσάν τον επίασεν, είπε προς αυτόν: «Εις καλήν ώραν σε απάντησα, Γέ­ροντα, να τελειώσω την εργασίαν μου να σωθώ.
Διότι ημείς oι λησταί έχομεν τοιαύτην συνήθειαν και τοιούτον νόμον και πίστιν, ότι όποιος ημπορέσει να κάμη εκατόν φόνους, κατά πάσαν ανάγκην υπάγει εις τον παράδεισον. Λοιπόν εγώ, πολλά κοπιάσας έως τώρα, έκαμα φόνους εννενήκοντα εννέα και λείπωντάς με ένας είχα πολλήν φροντί­δα και μέριμναν να τελειώσω την εκατοντάδα μου να σωθώ. Λοιπόν έχω σε μεγάλην χάριν και σε ευχαριστώ, οτι σήμερον δια εσένα απολαμβάνω τον παράδεισον».
Ταύτα λέγοντος του ληστού, ως τα ήκουσεν ο γέρων, εξεπλάγη και ετρόμαξεν εις τον εξαφνικόν και ανέλπιστον πειρασμόν. Και ατενίσας τα όμματα του νοός του προς τον θεόν τοιαύτα διαλογιζόμενος έλεγεν: «Αυτή είναι η δόξα σου, Δέσποτα Κύριε, όπου έταξες να δείξης εις εμέ τον δούλον σου; Τοιαύτην βουλήν με έδωκες τον αμαρτωλόν, να εξέβω από το κελλίον μου να με πληροφορήσης τοιούτον φοβερόν μυστήριον; Με τοιαύτας δωρεάς κά­μνεις την αμοιβήν δια τους κόπους της ασκήσεως όπου έσυρα δια λόγου σου; Τώ­ρα εγνώρισα αληθώς, Κύριε, ότι όλος μου ο κόπος της ασκήσεως ήταν μάταιος· και πάσα προσευχή μου ελογίσθη έμπροσθεν σου ώς σίγχαμα και βδέλυγμα.
Όμως ευχα­ριστώ την φιλανθρωπίαν σου, Κύριε, ότι, καθώς γνωρίζεις, παιδεύεις την άναξιότητά μου, καθώς με πρέπει, διά τας αμέτρους άμαρτίας μου και με παρέδωκες εις χείρας ληστού και φονέως».
Τοιαύτα λέγων ο γέρων και λυπούμενος εδίψησε πολλά και είπε προς τον ληστήν: «Επειδή, ώ τέκνον, με το να είμαι αμαρτωλός, με επαρέδωκεν ο Θεός εις τας χείρας σου να με θανατώσης και γίνεται και η επιθυμία σου, καθώς ηγάπησας, και στερεύομαι την ζωήν, ωσάν κακός άνθρωπος όπου είμαι, δια τούτο παρακαλώ σε κάμε μου μίαν χάριν και ένα θέλημα παραμικρόν και δος μοι ολίγον νερόν να πίω, είτα αποκεφάλισόν με».
Και ώς ήκουσεν ο ληστής τον λόγον του γέροντος, θέλοντας μετά προθυ­μίας να πληρώση το ζητημά του, έβαλεν εις την θήκην την σπάθην, όπου εκράτει ξεγυμνωμένην, και έβγαλεν από τον κόλπον του ένα αγγείον και επήγεν εις το ποτάμι όπου ήτον εκεί σιμά και έσκυψε να το γεμώση, διά να φέρη του γέροντος να πίη.
Και εκεί όπου ήθελε να γεμίση το αγγείον, εξεψύχησε και απέθανεν. Λοιπόν, ως απέρασεν ολίγη ώρα και δεν ήλθεν ο ληστής, διελογίζετο ο γέρων και έλεγε: «Μήπως και ήτον νυστασμένος και έπεσε και απεκοιμήθη και διά τούτο αργεί και έχω άδειαν να φύγω και να υπάγω εις το κελλίον μου. Αμή επειδή και είμαι γέρων, φοβούμαι, διότι δεν έχω δύναμιν να δράμω και ως αδύνατος θέλω κουρασθή, να με φθάση.
Και αφού τον θυμώσω με τούτον τον τρόπον, θέλει με τυραννήση χωρίς λύπησιν κόπτοντάς με ζωντανόν εις πολλά κομμάτια. Λοιπόν ας μη φύγω, αμή ας υπάγω εις τον ποταμόν, να ιδώ τι κάμνει». Υπήγε λοιπόν ό γέρων μέ­σα εις τοιούτους διαλογισμούς και ευρήκεν αυτόν αποθαμένον και, ως τον είδεν, εθαύμασε και εξεπλάγη.
Και σηκώνοντας τα χέ­ρια του εις τον ουρανόν έλεγε: «Κύριε φι­λάνθρωπε, εάν ουκ αποκαλύψης μοι το μυστήριον τούτο, δεν βάνω τα χέρια μου κά­τω. Λυπήσου λοιπόν τον κόπον μου και φανέρωσόν μου το πράγμα τούτο».
Ταύτα προσευχομένου του γέροντος, ήλθεν Άγγελος Κυρίου και είπε προς αυ­τόν: «Βλέπεις, αββά, τούτον κείτεται έμπροσθέν σου αποθαμένος; Διά λόγου σου αναρπάσθηκεν αιφνιδίω θανάτω, διά να γλυτώσης εσύ και να μη σε θανατώση.
Λοι­πόν θάψε τον ως ένα σωσμένον. Διότι ή υπακοή όπου έκαμε προς εσένα και έκρυψε την φονεύτριαν σπάθην εις την θήκην της, διά να υπάγη να σε φέρη νερόν, να καταπαύση την φλόγα της δίψης σου, με αυτό το έργον εκαταπράυνε την οργήν του Θεού και τον εδέχθη ως εργάτην της υπακοής.
Και η ομολογία των εννενήκοντα εννέα φόνων εις εξομολόγησιν ελογίσθη. Λοιπόν θάψε τον και έχε τον με τούς σωσμένους. Και γνώρισε διά τούτου το πέλαγος της φιλανθρωπίας και ευσπλαγχνίας του Θεού. Και πήγαινε χαίροντας εις το κελλίον σου και ας είσαι πρόθυμος εις τας προσευχάς σου και μη λυπήσαι και να λέγης, ότι πως είσαι αμαρτωλός και άμοιρος από αποκάλυψιν. Ιδού γαρ απεκάλυψέ σε ό Θεός ένα μυστήριον.
Ήξευρε δε και τούτο, ότι όλοι oι κόποι της ασκήσεώς σου είναι δεκτοί ενώπιον του Θεού· διότι δεν είναι κανένας κόπος όπου γίνεται δια τον Θεόν και να μην έλθη έμ­προσθεν αυτού». Ταύτα ακούσας ο γέρων έθαψε τον νεκρόν.
[blogger]

Author Name

Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Από το Blogger.